Τα Κόκκινα Φανάρια

Τα Κόκκινα Φανάρια
27.02.2022
Τα Κόκκινα Φανάρια

Ακραίος ρεαλισμός στη νιοστή

Ο Βασίλης Μπισμπίκης συνεχίζει στον δρόμο του ακραίου ρεαλισμού και της ανάδειξης των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων που χάραξε ο Γιάννης Οικονομίδης με το "Στέλλα Κοιμήσου" και συνέχισε ο ίδιος και οι συνεργάτες του με το "Άνθρωποι και Ποντίκια" και τον "Πατέρα". Και αν στην περίπτωση των δύο τελευταίων είχαμε τη διασκευή και τη μεταφορά στην Ελλάδα του σήμερα των κλασικών κειμένων των Στάινμπεκ και Στρίντμπεργκ, αυτή τη φορά το ομώνυμο θεατρικό του Αλέκου Γαλανού αποτελεί την αφορμή για να αναφερθεί ο δημιουργός στις τρανς γυναίκες, τις drag queens και τον υπόκοσμο της πορνείας και του περιθωρίου, που θέλουμε οι περισσότεροι να αγνοούμε.

Τα κόκκινα φανάρια

 Η μετάβαση από τους οίκους ανοχής της συνοικίας της Τρούμπας των αρχών της δεκαετίας του ΄60 του αυθεντικού έργου στο queer bar του Ρέντη στο παρόν της εν λόγω εκδοχής είναι πιο φυσική σε σχέση με εκείνες του παρελθόντος, μιας και το έργο του Γαλανού είναι σκληρό με το θέμα του να παραμένει προκλητικό και για τα σημερινά δεδομένα. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, όπως και στις προηγούμενες δουλειές του, κρατάει τα πρόσωπα και ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους, μετατρέποντας τις εκδιδόμενες γυναίκες σε τρανς άτομα μίας παράστασης συνόλου. Παράλληλα, δείχνει χωρίς υπεκφυγές και αναστολές τα όσα παραλείπονται ως "ευκόλως εννοούμενα" ή άκρως απαγορευμένα στο πρωτότυπο υλικό, ακολουθώντας υποτυπωδώς τους κεντρικούς σεναριακούς άξονες, χωρίς να μένει προσκολλημένος σε αυτούς.  

 Παρά το γεγονός πως το σεξ και η βία κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, δίνοντάς του τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα, η παράσταση καταφέρνει να μας μεταφέρει σε μία εξίσου ατμοσφαιρική και περισσότερο αληθοφανή πραγματικότητα, που αποδίδεται χωρίς αναισθητικό. Αυτή η αίσθηση ενισχύεται, όπως συμβαίνει και στο "Άνθρωποι και Ποντίκια", από την επιλογή του χώρου του Cartel με το σκηνικό να δένει οργανικά με τη δυναμική του μέρους, αν και η προγενέστερη περιοχή του Τεχνοχώρου στον Βοτανικό, παρά τις μεγαλύτερες ελλείψεις του θεάτρου, δημιουργούσε μία εντονότερη ψευδαίσθηση "ακατέργαστης" αυθεντικότητας.  

Τα κόκκινα φανάρια

Ο ακραίος ρεαλισμός σε αυτά τα "Κόκκινα Φανάρια" έχει περισσότερα κοινά με τον νεορεαλισμό της κινηματογραφικής εκδοχής του Βασίλη Γεωργιάδη, με την κάθαρση να μην έρχεται, αφήνοντας τους πρωταγωνιστές στο περιθώριο. Οι όποιες διαφοροποιήσεις στις ιστορίες των κεντρικών χαρακτήρων είναι προς το χειρότερο με την ελπίδα να χάνεται και το έργο να δείχνει το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής στον θεατή.

 Από τη μία πλευρά λοιπόν έχουμε τη δημιουργία ενός μικρόκοσμου, άγνωστου για την πλειονότητα των θεατών, ο οποίος στηρίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του Βασίλη Μπισμπίκη. Από την άλλη, το εγχείρημα αυτό μένει σε μεγάλο βαθμό στην queer εικόνα με το πρώτο δίωρο να θέλει τους ηθοποιούς να δίνουν ο καθένας ξεχωριστά τη δική του παράσταση υπό τους ήχους διαφορετικών τραγουδιών, ως μουσικά διαλείμματα με γιορτινή διάθεση ανάμεσα σε σκηνές ακολασίας και αχαλίνωτου σεξ σε κάθε σημείο της σκηνής, καθιστώντας δύσκολο το να μπορέσουμε να δούμε τα εσωτερικά "κενά", τους κοινωνικούς προβληματισμούς, τις αγωνίες, την αναζήτηση της αποδοχής, την εξάρτηση, την εξαθλίωση, αλλά και την εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων στη συνέχεια.  

Τα κόκκινα φανάρια

Το δεύτερο μισό επιχειρεί να "σπάσει" αυτήν την επιφανειακά προσχηματική εικόνα, έχοντας και τις καλύτερες στιγμές με την σχεδόν αυτοβιογραφική εξομολόγηση της Μπέττυς Βακαλίδου, που κυριαρχεί ως Μαντάμ Παρί στη σκηνή, να παρουσιάζει τη γυμνή αλήθεια για την ιστορία των τρανς γυναικών στη χώρα μας, αναδεικνύοντας το δράμα της ζωής τους και τη μαρτυρία του Δημήτρη Παπάζογλου να συμπληρώνει αυτήν την πιο προσωπική προσέγγιση, η οποία διαρρηγνύει τα όρια ανάμεσα στη θεατρική μυθοπλασία και την πραγματικότητα, κάνοντάς μας να δούμε διαφορετικά αυτούς τους συνανθρώπους μας.

Το πρόβλημα είναι πως τα συγκεκριμένα σημεία είναι λιγοστά και αποτελούν σύντομες "παρενθέσεις" με το έργο να μην καταφέρνει να επιδράσει ουσιαστικά στις όποιες πρότερες αντιλήψεις, μιας και οι σεναριακές επιλογές των Βασίλη Μπισμπίκη και Χρήστου Νικολόπουλου δεν δημιουργούν το απαραίτητο "δέσιμο" με τους χαρακτήρες, αναπαράγοντας σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά στερεότυπα, που το ίδιο θεωρητικά προσπαθεί να ανατρέψει. Αυτή η αποστασιοποίηση γίνεται εμφανής και στο κλείσιμο με τις τραγικές εξελίξεις για τους πρωταγωνιστές να μην αφήνουν τη δραματική αίσθηση που περιμέναμε, μένοντας περισσότερο οι εικόνες από τα ξέφρενα γλέντια, τα αχαλίνωτα όργια, το κέφι και τη χαρά τους με τον συναισθηματικό αντίκτυπο των αντιθέσεων του δεύτερου μέρους να μην καταφέρνει να αντιστρέψει την εμπειρία του πρώτου.

Τα κόκκινα φανάρια

Στην προσπάθεια της επίτευξης αυτού του ακραίου ρεαλισμού παρατηρούνται οι αυτοσχεδιασμοί στο κείμενο, που έχουμε πλέον συνηθίσει, όπως και η θεατρική συνύπαρξη επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το όλο στήσιμο και τη δοθείσα ελευθερία καταφέρνουν να μας μεταφέρουν σε μία διαφορετική πραγματικότητα, αν και σε σημεία δίνεται μία περισσότερο άναρχη εντύπωση, η οποία κάνει πιο εμφανείς τις αδυναμίες, που ήδη περιγράψαμε.

Ξεχωρίσαμε τη Μπέττυ Βακαλίδου και τον Μάνο Καζαμία από ένα σύνολο ερμηνειών γεμάτων ενέργεια και πάθος, ο αυτοσχεδιασμός όμως σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όσο αληθοφανής και αν είναι, δεν κατάφερε να μας συνεπάρει, κρατώντας μας σε απόσταση από τα όσα συνέβαιναν επί σκηνής.  

 Η εμπορική επιτυχία των Κόκκινων Φαναριών αναπόφευκτη, λόγω του θέματος, αλλά και του γεγονότος πως οι "Άνθρωποι και Ποντίκια" του Cartel έγραψαν και συνεχίζουν να γράφουν τη δικιά τους θεατρική ιστορία. Ο Βασίλης Μπισμπίκης και οι συνεργάτες του κατάφεραν να στήσουν μία μοναδική εμπειρία με τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και θεάτρου να γίνονται δυσδιάκριτα για ακόμα μία φορά. Η επανάληψη της συνταγής της επιτυχίας του παρελθόντος με τις παρουσιαζόμενες αδυναμίες κυρίως του κειμένου δεν επιτρέπουν στο έργο να ξεφύγει από τη δυνατή εικόνα και ατμόσφαιρα, για να περάσει τα μηνύματά του στον βαθμό που θα μπορούσε να το κάνει.

Μείναμε σε μία τολμηρή παράσταση με ρεαλιστική απόδοση, η οποία πετυχαίνει να μας μεταφέρει σε έναν διαφορετικό κόσμο, αφήνοντάς μας την ίδια στιγμή στην επιφάνειά του, δίνοντάς μας ψήγματα από τις βαθύτερες αλήθειες των ανθρώπων του. 

Τα κόκκινα φανάρια

Διασκευή-Δραματουργία: Βασίλης Μπισμπίκης, Χρήστος Νικολόπουλος

Παίζουν: Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Μπέττυ Βακαλίδου, Δημήτρης Γαλάνης, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάρα Ζαλώνη, Μάνος Καζαμίας, Διονύσης Κοκκοτάκης, Δημήτρης Παπάζογλου, Αγγέλα Πατσέλη, Γιώργος Σιδέρης, Τάσος Σωτηράκης, Στέλιος Τυριακίδης, Πουριά Χοσσεϊνί

Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης

Θέατρο Cartel Τεχνοχώρος

Διάρκεια: 180' (με διάλειμμα)

Δευτέρα 20:00 / Σάββατο - Κυριακή: 21:00

Τιμές εισιτηρίων: Γενική Είσοδος 20€ - Φοιτητικά, Ανέργων, Άνω των 65 17€ - ΑμεΑ 15€ 

Κατάλληλη για θεατές άνω των 17 ετών.

Η παράσταση λειτουργεί σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες οδηγίες ασφαλούς διεξαγωγής ζωντανών θεαμάτων, ακροαμάτων & λοιπών παραστατικών τεχνών σε κλειστούς χώρους και με υποχρεωτική χρήση μάσκας. Αστυνομική ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης ή διαβατήριο είναι απαραίτητα προκειμένου να διενεργείται έλεγχος ταυτοπροσωπίας.

Για περισσότερες πληροφορίες (επίσημη σελίδα στο facebook): Cartel Τεχνοχώρος  

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.