Η διαχρονική αποτύπωση της ανθρώπινης αγωνίας
Ο μύθος του Λαοκόοντα
Το γλυπτό παριστάνει τον Τρώα ιερέα Λαοκόοντα και τους γιους του Αντίφα (ή Αντιφάντη) και Θυμβραίο να στραγγαλίζονται από φίδια. Η ιστορία του Λαοκόοντα δεν υπάρχει στον Όμηρο, αλλά αποτέλεσε θέμα χαμένης τραγωδίας του Σοφοκλή και αναφέρεται και σε άλλους Έλληνες συγγραφείς.
Η πιο φημισμένη εκδοχή του γεγονότος βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργιλίου, σύμφωνα με το οποίο ο Λαοκόων, ένας από τους ιερείς του ναού του Ποσειδώνα στην Τροία, θανατώθηκε μαζί με τους γιους του, μετά την απόπειρά του να αποκαλύψει το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου, χτυπώντας το με ένα ακόντιο. Τα φίδια που έπνιξαν αυτόν και τους γιους του είχαν σταλεί από τον θεό Απόλλωνα και η επέμβασή τους ερμηνεύτηκε από τους Τρώες, που είχαν παραπλανηθεί από τον Σίνωνα, ως απόδειξη της ιερότητας του ξύλινου αλόγου. Ο θάνατος του Λαοκόοντα συμβολίζει το θάνατο της ίδιας της πόλης του, με τον Δούρειο Ίππο να μεταφέρεται εντός των τειχών και να ακολουθεί η καταστροφή της.
Χαρακτηριστικά, ο Βιργίλιος βάζει τον Λαοκόοντα να λέει «Μην εμπιστεύεστε το άλογο, Τρώες. / Οτιδήποτε κι αν είναι, φοβάμαι τους Δαναούς ακόμα κι όταν φέρνουν δώρα» ("Equo ne credite, Teucri / Quidquid id est, timeo Danaos et dona ferentes") από όπου προέκυψε και η διάσημη φράση «Φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας».
Στην εκδοχή του Σοφοκλή παρουσιάζεται ως ένας από τους ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα της Τροίας, ο οποίος σε παράβαση της θέσης του παντρεύεται, με τα ερπετά ( τους αποδίδονται τα ονόματα Όρκις ή Πόρκις και Χαρίβοια) να σκοτώνουν μόνο τους δύο γιους, αφήνοντας εκείνον να υποφέρει. Υπάρχουν και άλλες διαφοροποιήσεις με την τιμωρία του Λαοκόοντα να έρχεται από τον θεό Ποσειδώνα, τον Απόλλωνα ή την Αθηνά, είτε γιατί πλήρωσε τις αμαρτίες του παρελθόντος είτε γιατί θέλησε να σώσει τους συμπολίτες του.
Η ιστορία του αγάλματος
Το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντος είναι μαρμάρινο γλυπτό της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, το οποίο βρίσκεται στην Αυλή του Μπελβεντέρε στα Μουσεία του Βατικανού (Museo Pio-Clementino) στη Ρώμη. Δεν έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για πρωτότυπο έργο ή αντίγραφο παλαιότερου γλυπτού, με την επικρατέστερη άποψη να είναι πως οι Αγήσανδρος ο Ρόδιος, Αθηνόδωρος και Πολύδωρος, οι τρεις Ρόδιοι καλλιτέχνες που το φιλοτέχνησαν κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα, ήταν πιθανότατα αντιγραφείς ενός ορειχάλκινου αγάλματος από την Πέργαμο, που δημιουργήθηκε γύρω στο 200 π.Χ.
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Φυσική Ιστορία (Historia Naturalis, XXXVI, 37) υποστηρίζει ότι το έργο ήταν τοποθετημένο στο παλάτι του αυτοκράτορα Τίτου και πως είχε σκαλιστεί από μονοκόμματο μάρμαρο, αν και κατά την ανεύρεσή του ήταν φανερό ότι αποτελούταν από 7 αλληλοσυνδεδεμένα κομμάτια.
Το άγαλμα πιθανότατα παραγγέλθηκε για να κοσμήσει την κατοικία κάποιου πλούσιου Ρωμαίου. Αποκαλύφθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1506 σε αμπελώνα δίπλα στη Βασιλική της Santa Maria Maggiore της Ρώμης. Μόλις το έμαθε ο Πάπας Ιούλιος Β΄, ο οποίος ήταν ενθουσιώδης κλασικιστής, το αγόρασε και το τοποθέτησε σε δημόσια θέα στον κήπο Μπελβεντέρε για να ιδρύσει στη συνέχεια τα γνωστά Μουσεία του Βατικανού, όπου και εκτίθεται στις μέρες μας.
Ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης, με την κατάκτηση της Ιταλίας, μετέφερε το άγαλμα στο Παρίσι και το εγκατέστησε σε τιμητική θέση στο Μουσείο Ναπολέοντα στο Λούβρο το 1799, για να επιστραφεί μετά την πτώση του από τους Βρετανούς στο Βατικανό 17 χρόνια αργότερα.
Το λάθος της "αποκατάστασης"
Όταν ανακαλύφθηκε το άγαλμα, έλειπε το δεξί χέρι του Λαοκόοντα μαζί με μέρος της παλάμης του ενός παιδιού και το δεξί χέρι του άλλου. Η αναπαράσταση αυτών των απωλεσθέντων τμημάτων αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας καλλιτεχνών και τεχνοκριτικών. Ο Μιχαήλ Άγγελος θεώρησε ότι τα χαμένα δεξιά χέρια λύγιζαν πίσω και πάνω από τον ώμο. Άλλοι, όμως, υποστήριξαν ότι ήταν πιο σωστό να υποτεθεί πως τα χέρια εκτείνονταν προς τα έξω, σε ηρωική χειρονομία. Ο Πάπας κήρυξε άτυπο διαγωνισμό μεταξύ των γλυπτών για την αποκατάσταση των χεριών με κριτή τον Ραφαήλ. Ως νικήτρια αναδείχτηκε η εκδοχή της έκτασης προς τα έξω του Jacopo Sansovino που χρησιμοποιήθηκε σε αντίγραφα του αγάλματος, για να προστεθούν στο αυθεντικό σε ακόμη μεταλύτερη έκταση από τον μαθητή του Μικελάντζελο Giovanni Antonio Montorsoli λίγα χρόνια αργότερα και να διατηρηθούν μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες.
Το 1906, ο αρχαιολόγος, έμπορος έργων τέχνης και διευθυντής του Μουσείου Αρχαίας Γλυπτικής Barracco, Ludwig Pollak, ανακάλυψε τμήμα μαρμάρινου χεριού σε κήπο οικοδόμου στη Ρώμη, κοντά στο σημείο που είχε βρεθεί το σύμπλεγμα. Παρατηρώντας τις μεταξύ τους ομοιότητες, παρέδωσε το εύρημα στα Μουσεία του Βατικανού, όπου και παρέμεινε στις αποθήκες του για μισό αιώνα. Στη δεκαετία του 1950, το μουσείο απεφάνθη ότι το χέρι, που ήταν λυγισμένο με τον τρόπο που είχε μαντέψει ο Μιχαήλ Άγγελος, ανήκε στο άγαλμα του Λαοκόοντα, ακολουθώντας η αποκατάσταση με την ενσωμάτωση του νέου χεριού και την απομάκρυνση των τμημάτων που είχαν προστεθεί παλιότερα στα άκρα πατέρα και γιων στη δεκαετία του '80.
Υπάρχουν πολλά αντίγραφα του αγάλματος, τα οποία δείχνουν το χέρι του Λαοκόοντα στην παλιότερη μορφή αποκατάστασης, ενώ ένα από τα γνωστότερα αντίγραφα είναι αυτό στο ανάκτορο του Μεγάλου Μαγίστρου των Ιπποτών της Ρόδου, το οποίο ακολουθεί τη διορθωμένη σημερινή μορφή.
Η επίδραση του συμπλέγματος στην πάροδο του χρόνου
Η ανακάλυψη του Λαοκόοντα δημιούργησε μεγάλη εντύπωση στους Ιταλούς γλύπτες και επηρέασε σημαντικά την πορεία της τέχνης της ιταλικής Αναγέννησης. Είναι γνωστό ότι ο Μιχαήλ Άγγελος εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τη μεγάλη κλίμακα του έργου και και τον αισθησιασμό της ελληνιστικής αισθητικής του, καθώς και από την αναπαράσταση των ανδρικών μορφών. Η επίδραση του Λαοκόοντα είναι εμφανής σε πολλά από τα κατοπινά έργα του Μιχαήλ Άγγελου, όπως τα "Επαναστάτης σκλάβος" και "Θνήσκων σκλάβος", που δημιουργήθηκαν για τον τάφο του Πάπα Ιουλίου Β'.
Ο Φλωρεντινός γλύπτης Baccio Bandinelli δέχτηκε παραγγελία από τον Πάπα Λέοντα Ι' των Μεδίκων για τη δημιουργία αντιγράφου. Η εκδοχή του, που βασίζεται στη λανθασμένη αποκατάσταση των χεριών και αποτέλεσε αντικείμενο συχνής αντιγραφής σε μορφή μπρούτζινων αγαλματιδίων, βρίσκεται στην Πινακοθήκη Uffizi στη Φλωρεντία. Ένα μπρούτζινο χυτό αντίγραφο, το οποίο παρήγγειλε ο Φραγκίσκος Α΄ της Γαλλίας για τον Πύργο του Φονταινεμπλώ, κατασκευάστηκε από εκμαγείο του πρωτοτύπου, το οποίο πάρθηκε υπό την επίβλεψη του Francesco Primaticcio και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου. Κατά το διάστημα που το σύμπλεγμα βρισκόταν στο Παρίσι, αποτέλεσε μια από τις πηγές έμπνευσης του νεοκλασσικισμού στη γαλλική τέχνη.
Ξυλογραφία, πιθανώς προερχόμενη από σχέδιο του Τιτσιάνο, παρώδησε το άγαλμα, βάζοντας πιθήκους στη θέση των ανθρώπων. Αυτή η παρωδία έχει συχνά ερμηνευτεί ως σάτιρα της αδεξιότητας του αντιγράφου του Bandinelli, αλλά έχει επίσης υποτεθεί ότι ήταν σχόλιο στις διαμάχες εκείνης της εποχής σχετικά με τις ανατομικές ομοιότητες ανθρώπων και πιθήκων.
Η κεντρική μορφή στον Λαοκόοντα επηρέασε τη μορφή του Ινδιάνου στο γλυπτό "Η διάσωση" (1837-1850) του Horatio Greenough, το οποίο ήταν τοποθετημένο εμπρός από την ανατολική πρόσοψη του Καπιτωλίου των ΗΠΑ για πάνω από έναν αιώνα, μέχρι να απομακρυνθεί εξαιτίας των αυτονόητων αντιδράσεων που προκαλούσε στην πάροδο του χρόνου.
Σε έκθεση του 2007 στο Ίδρυμα Henry Moore με τον τίτλο "Προς ένα νέο Λαοκόοντα" (Towards a Newer Laocoön) από την ομώνυμη πραγματεία του Clement Greenberg, στην οποία υποστήριζε πως η αφηρημένη τέχνη παρείχε πλέον ένα ιδεώδες για να μπορούν οι καλλιτέχνες να συγκρίνουν την τέχνη τους, παρουσιάστηκαν έργα σύγχρονων καλλιτεχνών που επηρεάστηκαν από το άγαλμα.
Έχουν γίνει και άλλες παρόμοιες εκθέσεις με το γλυπτό να συνεχίζει να εμπνέει ακόμη και χωρίς την εικόνα του, παρά μόνο με τη δομή του.
Πηγές πληροφοριών (σύνθεση και χρήση αυτούσιων αποσπασμάτων σε σημεία) : Wikipedia
Oι φωτογραφίες του άρθρου από το προσωπικό αρχείο του Νίκου Πράσσου (2012, 2014, 2017) και μεμονωμένα από τις παρακάτω ιστοσελίδες: Wikipedia, Henry Moore Official, Houstonpress.com, Telegraph.co.uk, Royal Academy of Arts
Ακολουθούν έργα τέχνης εμπνευσμένα από το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντος από τις προαναφερθείσες πηγές.