Πριν την Αποχώρηση

Πριν την Αποχώρηση
28.12.2019
Πριν την Αποχώρηση

Αγέλαστη φάρσα

O κορυφαίος συγγραφέας Thomas Bernhard είχε μία σχέση μίσους και πάθους με την πατρίδα του, την Αυστρία. Χαρακτηριστικό το προσωνύμιο που του είχαν προσάψει ως "Nestbeschmutzer", δηλαδή του προσώπου που λερώνει την ίδια του τη φωλιά, εξαιτίας της καυστικής κριτικής στα κακώς κείμενα της χώρας του. Αναμενόμενα, λοιπόν, δεν "ξέφυγαν" από την πένα του ούτε οι Γερμανοί γείτονες, με τους οποίους οι Αυστριακοί είχαν πολλά κοινά γνωρίσματα και βιώματα στο βαθμό που ο Bernhard να τους θεωρεί το ένα και το αυτό, χωρίς να τους ξεχωρίζει. 

Πριν την αποχώρηση

Το έργο του "Πριν την Αποχώρηση" (Eve of Retirement), αν και χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως "μία κωμωδία για τη γερμανική ψυχή", ουσιαστικά αποτελεί μία τολμηρή πολιτική σάτιρα της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας, με τον όρο "κωμωδία" να είναι το πρόσχημα για την κραυγή αγανάκτησης του συγγραφέα μπροστά στη θέα της υποκρισίας μιας αντιφασιστικής στροφής, που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αξίζει να αναφερθεί πως λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε το έργο του Heldenplatz με θέμα και πάλι το φασισμό και τον αντισημιτισμό των ομοεθνών του αυτή τη φορά, σε μία παράσταση που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με την κατακεραύνωσή της να οδηγεί τον Bernhard στην ιδιότυπη "καλλιτεχνική αποκήρυξη" της πατρίδας του, απαγορεύοντας την μετά θάνατον έκδοση των βιβλίων του και το παίξιμο των θεατρικών του εντός των συνόρων της Αυστρίας για δεκαετίες.

Ο Bernhard υπήρξε η άγρυπνη φωνή της συλλογικής μνήμης της φασιστικής θηριωδίας, την οποία τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα των χωρών που τη δημιούργησαν, θέλησαν να μετατρέψουν μεταπολεμικά σε "συλλογική αμνησία". Kαι αν κάποιος ισχυριστεί πως αυτές οι τάσεις παραποίησης και "κουκουλώματος" προέκυψαν από μεμονωμένα συμφέροντα και πρόσωπα, όπως για παράδειγμα του Αυστριακού Kurt Waldheim, Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ από το 1972 μέχρι το 1981 και Προέδρου της Αυστρίας από το 1986 μέχρι το 1992 παρά την ενδιάμεση αποκάλυψη του ναζιστικού παρελθόντος του, πρόσωπο το οποίο ο Bernhard καυτηρίασε με προσωπικά σχόλια δημοσίως, ή την περίπτωση του 1986 με την εγκάρδια υποδοχή από τον Αυστριακό Υπουργό Άμυνας ενός ναζιστή εγκληματία πολέμου, που απελευθερώθηκε από τις ιταλικές φυλακές, ακόμη μία ένδειξη της ανοχής και της διάθεσης απενεχοποίησης των φασιστικών εγκλημάτων, θα έρθει ο ίδιος ο δημιουργός μέσα από τους χαρακτήρες των έργων του να αποδείξει πως η ευθύνη, όπως και η μνήμη, είναι συλλογική.   

Πριν την αποχώρηση

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το ότι η παράσταση μας τοποθετεί στο σαλόνι μίας γερμανικής οικογένειας στα τέλη της δεκαετίας του '70, εποχή που γράφτηκε και πρωτοπαίχτηκε το κείμενο, μεταφέροντάς μας στη ρίζα του προβλήματος, που δε βρίσκεται σε απρόσωπα συστήματα, πολιτικά σλόγκαν και συνθήκες, αλλά ξεκινά, υποβόσκει, θεριεύει και διατηρείται πίσω από τις πόρτες των σπιτιών μας. Τρία αδέρφια, που συγκατοικούν στο πατρικό τους, σε στιγμές καθημερινής τρέλας, ανήμερα της επετείου των γενεθλίων του αρχιτέκτονα του ολοκαυτώματος Heinrich Himmler.

 Κεντρικό πρόσωπο ο Ρούντολφ Χέλλερ ( Περικλής Μουστάκης ), επιφανής δικαστικός με μεγάλη καριέρα και εξουσία, νοσταλγός του ναζιστικού καθεστώτος, όντας ο ίδιος ναζιστής και πρώην διοικητής στρατοπέδου συγκέντρωσης, που κρύφτηκε για χρόνια μετά το τέλος του πολέμου για να γλιτώσει την καταδίκη, πριν να κάνει τη δυναμική επανεμφάνισή του, γνωρίζοντας την κοινωνική καταξίωση. Αδίστακτος, αμετανόητος, ρατσιστής, εγωκεντρικός και βίαιος, σε ένα ρόλο που, σταδιακά, αποκαλύπτει το πραγματικό "πρόσωπο" του φασισμού, περνώντας από τον χαρακτήρα, στα σύμβολα, πριν να καταλήξει στον ίδιο τον θεατή.  

Πριν την αποχώρηση

Στον αντίποδα η Κλάρα (Σμαράγδα Σμυρναίου), παρακολουθεί σιωπηρά τα όσα συμβαίνουν από το αναπηρικό της αμαξίδιο, υπομένοντας τον εκφοβισμό και την ταπείνωση των υπολοίπων. Άτομο με αντιρατσιστικές απόψεις, ανοιχτόμυαλη και ανήσυχο πνεύμα αντιλογίας στο φασισμό των αδερφιών της, παρά το γεγονός πως έχασε την ικανότητα του να περπατάει σε έναν από τους τελευταίους βομβαρδισμούς των συμμάχων.     

Ανάμεσά τους η Βέρα (Μπέττυ Αρβανίτη), στέκεται στο πλευρό (και όχι μόνο) του Ρούντολφ ενισχύοντας τις εσφαλμένες πεποιθήσεις του και εκλογικεύοντας τον παραλογισμό του ίδιου και του φασισμού που εκπροσωπεί, για να καταντήσει και εκείνη αναπόσπαστο κομμάτι τους. Απέναντι στην αδερφή της είναι αναίσθητη και κυνική, φτάνοντας στο σημείο να χρησιμοποιεί την αναπηρία της Κλάρας ως δριμύ κατηγορώ κατά των "μισητών" συμμάχων και δικαιολογία για την κατάντια των ζωών εκείνων που υποτίθεται πως τη φροντίζουν, παρουσιάζοντας την ίδια και τον αδερφό της ως θύματα της όλης κατάστασης.

Το σκηνικό του σαλονιού, όπως και στο πρωτότυπο, παραπέμπει σε σπίτι του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και όχι της δεκαετίας του '70, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος στο ναζιστικό παρελθόν, έχοντας τις λιγοστές οικιακές συσκευές στο ξεκίνημα να προσπαθούν με δυσκολία να μας θυμίσουν πως βρισκόμαστε τριάντα χρόνια μετά την πτώση του φασισμού και όχι λίγους μήνες αργότερα. Ο χρόνος της 7ης Οκτωβρίου είναι το έναυσμα για τα όσα κωμικοτραγικά ακολουθούν, με αφορμή τον εορτασμό της επετείου των γενεθλίων του Himmler σε μία νοσταλγική ιεροτελεστία που κρατά στην οικογένεια για χρόνια και αποτελεί τον σεναριακό κορμό της υπόθεσης, έχοντας στο ξεκίνημα τη Βέρα να ετοιμάζει τη στολή του Ρούντολφ και να περιγράφει στην Κλάρα την εθιμοτυπική διαδικασία του παρελθόντος, την οποία βλέπουμε να πραγματοποιείται επί σκηνής με τον ερχομό του αδερφού στη συνέχεια.

Η κυκλική ροή της παράστασης υποδηλώνει την επανάληψη της ιστορίας και δίνει στο χρόνο νέα διάσταση, φέρνοντας το χθες και το σήμερα στη στιγμή του τώρα, σε ένα κείμενο μεστό από πραγματικά γεγονότα και ιστορικές αναφορές, που παραποιούνται ασύστολα από το ναζιστικό δίδυμο εκβιάζοντας το γέλιο με τη σκωπτική ματιά του Bernhard, μέσα σε ένα περιβάλλον που σταδιακά μεταβάλλεται για να μένει το ίδιο.  

 Δύσκολο εξ' αρχής το εγχείρημα των συντελεστών της παράστασης, στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν την παθητική και ιδρυματοποιημένη συμπεριφορά της Κλάρας, με τον επιθετικό και αχαλίνωτο χαρακτήρα του Ρούντολφ, έχοντας τη Βέρα ανάμεσά τους ως διαιτητή με "φάλτσα σφυρίγματα" υπέρ του αδερφού της. Ακόμη πιο δύσκολο στην προσέγγιση του Νίκου Μαστοράκη, ο οποίος επιχειρεί να ταιριάξει τη δραματική ερμηνεία της Σμαράγδας Σμυρναίου, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται η παρουσία της με την οπτική του υγιώς σκεπτόμενου θεατή (ασκώντας έμμεσα κριτική και στην παθητικότητά του στα όσα συμβαίνουν στην ίδια του τη ζωή), μαζί με το υπερβολικό και κωμικό, στα όρια της παρωδίας, παίξιμο του Περικλή Μουστάκη και την Μπέττυ Αρβανίτη να στέκεται ερμηνευτικά στη μέση, με τη σοβαροφάνειά της να επιχειρεί να συγκεράσει τα δύο άκρα.

Πριν την αποχώρηση

 Το αποτέλεσμα δεν είναι όσο ισορροπημένο θα περιμέναμε, με την παράσταση να κυλά αβίαστα στην πρώτη πράξη, όσο υπάρχουν επί σκηνής οι δύο αδερφές, δίνοντας έναν περισσότερο σοβαρό τόνο στο έργο, που η είσοδος του αδερφού από το μέσο και ύστερα δεν καταφέρνει να αλλάξει, μένοντας, εν τέλει, στη σάτιρα, χωρίς το γέλιο. Με τον ερχομό του κυρίου Μουστάκη παρατηρήσαμε ασυγχρονισμούς μεταξύ των ηθοποιών και στιγμιαία λάθη κυρίως από πλευράς του, που μας αποσυντόνισαν, δημιουργώντας κενά στη ροή της παράστασης.

Αποτέλεσμα των παραπάνω, ο χαρακτήρας του Ρούντολφ να καταλήγει σε καρικατούρα εντελώς παράταιρη με το στήσιμο της παράστασης, προκαλώντας το γέλιο, όταν αυτό, σπανίως, συμβαίνει, για τους λάθος λόγους. Το οξύμωρο είναι πως στην κορύφωση του κλεισίματος, ο ηθοποιός καταφέρνει να αποδώσει την παράνοια και να προκαλέσει τον τρόμο, χωρίς όμως να έχει προϋπάρξει η αναμενόμενη συνέπεια. Θα προτιμούσαμε μία ερμηνεία λιγότερο υπερβολική και πιο κοντά σε εκείνη της κυρίας Αρβανίτη, που ενσαρκώνει ιδανικά την κωμωδία και το δράμα, με τη σοβαροφάνεια του χαρακτήρα της να αποδεικνύεται περισσότερο αστεία και σατιρική από την πιο κωμική παρουσία του συμπρωταγωνιστή της.

 Παρά τις αδυναμίες, η παράσταση καταφέρνει να λειτουργήσει, παρουσιάζοντας τον παραλογισμό του φασισμού σε όλο του το μεγαλείο. Τελικά, ο χαρακτηρισμός της ως "φάρσας" από τον ίδιο τον Bernhard και τους κριτικούς δε σχετίζεται τόσο με το μαύρο χιούμορ της όσο με την "πλάκα" που ο ίδιος κάνει στο κοινό του, σατιρίζοντας νοοτροπίες και συμπεριφορές που βρίσκονταν και συνεχίζουν να βρίσκονται ανάμεσά μας. Μόνο που στο τέλος γίνεται αντιληπτό πως πρόθεση του δημιουργού είναι το να αναγνωρίσουμε σε αυτούς τους χαρακτήρες "θραύσματα" της δικιάς μας καθημερινότητας, που, όσο αστεία και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, κρύβει από πίσω της τον ίδιο ακριβώς τρόμο με εκείνον του φινάλε.

Η συνειδητοποίηση πως στην πραγματικότητα της Ελλάδας του σήμερα οι καταστάσεις του έργου φαντάζουν ως τετριμμένες μόνο προβληματισμό προκαλεί, καθιστώντας την εν λόγω παράσταση όχι μόνο επίκαιρη, αλλά και αναγκαία. 

Πριν την αποχώρηση

Κείμενο: Thomas Bernhard / Μετάφραση: Βασίλης Πουλαντζάς

Παίζουν: Μπέττυ Αρβανίτη, Περικλής Μουστάκης, Σμαράγδα Σμυρναίου

Σκηνοθεσία: Nίκος Μαστοράκης

Θέατρο: Οδού Κεφαλληνίας

Διάρκεια: 110' (χωρίς διάλειμμα)

Τετάρτη - Κυριακή στις 20:00 (εξαίρεση η παράσταση στις 25/12 που ξεκινά στις 21:00), Πέμπτη - Παρασκευή - Σάββατο στις 21:00 και μόνο για τη Δευτέρα 6/1 στις 21:00 

Τιμές Εισιτηρίων: Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή 15 €, Φοιτητικό-ΑΜεΑ 13 € / Σάββατο 18 €, Φοιτητικό-ΑΜεΑ 15 € / Κυριακή 16 €, Φοιτητικό-ΑΜεΑ 13 €

Για περισσότερες πληροφορίες : Πριν την Αποχώρηση

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.