Η Ιστορία του σκακιού: 1500 χρόνια κυριαρχίας και συνεχίζει

Κομμάτια σκακιού από τη διάσημη συλλογή του νησιού Λιούις. Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr
29.01.2023
Η Ιστορία του σκακιού: 1500 χρόνια κυριαρχίας και συνεχίζει

 Το παιχνίδι που κατέκτησε τον κόσμο

Η ιστορία του σκακιού ξεκίνησε πριν από τουλάχιστον 1500 χρόνια. Η αρχική μορφή του παιχνιδιού, σύμφωνα με το βιβλίο “Η Ιστορία του σκακιού” του Χάρολντ Μάρεϊ ( H. J. R. Murray ) του 1913, ξεκίνησε στην Ινδία τον 6ο αιώνα, πριν να εξαπλωθεί στη συνέχεια στην Περσία, αποτελώντας μέρος της εκπαίδευσης των ευγενών. Κομμάτια παιχνιδιών βρέθηκαν σε Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Κεντρική Ασία, Πακιστάν, Ελλάδα, Αίγυπτο, ακόμα και στους Κέλτες πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τα οποία και χρονολογούνται σε παλιότερες χρονικές περιόδους. Κάποια από αυτά θεωρείται πως προέρχονται από προηγούμενα επιτραπέζια, έμμεσα σχετιζόμενα με το σκάκι, που συχνά περιελάμβαναν ζάρια και μερικές φορές χρησιμοποιούσαν ταμπλό με 100 ή περισσότερα τετράγωνα.

Γνωστός είναι ο μύθος του βραχμάνου Σίσσα, στον οποίο ανατέθηκε το έργο του να δημιουργήσει ένα παιχνίδι για τον ηγεμόνα της περιοχής του. Το αποτέλεσμα ήταν ο πρόγονος του σημερινού σκακιού, που εντυπωσίασε τον άρχοντά του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να του προσφέρει όποια ανταμοιβή εκείνος ήθελε. Ο Σίσσα ζήτησε τόσους κόκκους σιταριού όσους θα μαζεύονταν αν έβαζαν στο πρώτο τετράγωνο της σκακιέρας έναν, στο δεύτερο δύο, στο τρίτο τέσσερις, στο τέταρτο οκτώ, στο πέμπτο δεκαέξι, διπλασιάζοντας κάθε φορά μέχρι το 64ο τετράγωνο. Ο ηγεμόνας, πιστεύοντας πως το αίτημα ήταν ασήμαντο, προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο βραχμάνος επέμεινε και προκάλεσε την έκπληξη όταν έγινε αντιληπτό πως το αίτημά του ήταν αδύνατο να ικανοποιηθεί, μιας και στην πραγματικότητα ο Σίσσα είχε ζητήσει παραπάνω από 970.000.000.000 τόνους.

Krishna and Radha playing chaturanga , Πηγή Wikipedia
Οι θεότητες Krishna και Radha παίζοντας chaturanga ( Πηγή: Wikipedia )

Πολλές ανεπιβεβαίωτες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί ως προς την αρχική μορφή του παιχνιδιού. Η επικρατέστερη είναι πως στο ξεκίνημα, όταν και διαδόθηκε στη βορειοδυτική Ινδία κατά τον 7ο αιώνα, είχε το σανσκριτικό όνομα Chaturanga - τσατούραγκα, που σημαίνει “τα τέσσερα τμήματα”, εννοώντας τα τέσσερα σώματα του ινδικού στρατού με τον όρο να αναφέρεται και στο ινδικό έπος "Mahabharata" ως σχηματισμός μάχης. Θεωρείται ο αρχαιότερος πρόδρομος του σύγχρονου σκακιού εξαιτίας δύο βασικών χαρακτηριστικών του, που βρέθηκαν σε όλες τις μεταγενέστερες παραλλαγές του παιχνιδιού. Το πρώτο πως διαφορετικά κομμάτια είχαν διαφορετικές δυνάμεις σε αντίθεση με τα ντάμα και Go και το δεύτερη πως η νίκη βασιζόταν σε ένα κομμάτι, τον βασιλιά του σύγχρονου σκακιού.

Αυτή η πρώτη εκδοχή είχε διαφορετικούς πεσσούς από το σκάκι χρησιμοποιώντας τα τέσσερα όπλα των αρχαίων Ινδών: τους ελέφαντες, το ιππικό, τα άρματα και το πεζικό ( κατ' αντιστοιχία με τους αξιωματικούς, τους ίππους, τους πύργους και τα πιόνια του σύγχρονου σκακιού ). Παιζόταν από τέσσερα άτομα που το καθένα κατείχε μια γωνία της σκακιέρας. Αυτό το είδος σκακιού είχε, επίσης, δύο πολύ διαφορετικά στοιχεία σε σχέση με τη σημερινή του μορφή. Τα πιόνια είχαν διαφορετικές ιδιότητες και νικητής ήταν αυτός που κατατρόπωνε τον “βασιλιά”.

 "Buzurgmihr Masters the Game of Chess", Folio from a Shahnama (Book of Kings)
Περσικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα που περιγράφει πώς ένας πρέσβης από την Ινδία έφερε το σκάκι στην περσική αυλή ( Πηγή: The Metropolitan Museum of Art, "Buzurgmihr Masters the Game of Chess" από το επικό, περσικό ποίημα Shahnama (Το Βιβλίο των Βασιλιάδων) του Ferdowsi )

Το πώς προέκυψε το Chaturanga είναι ασαφές. Ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως είναι πιθανό να παιζόταν με ζάρια σε ένα ταμπλό 64 τετραγώνων, πριν να μετατραπεί σταδιακά στο shatranj ( ή chatrang )  κατά την περίοδο της διάδοσής του στην Περσία μετά το 600 μ.Χ., ένα παιχνίδι δύο παικτών ιδιαίτερα δημοφιλές στη βόρεια Ινδία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και τα νότια μέρη της Κεντρικής Ασίας. Το Shatranj, το “βασιλικό παιχνίδι", έμοιαζε με το chaturanga, αλλά πρόσθεσε ένα νέο κομμάτι, τον firzān ( σύμβουλο-βεζίρη ), το οποίο δεν σχετιζόταν με κάποια στρατιωτική μονάδα ή σχηματισμό. Ένα παιχνίδι shatranj μπορούσε να κερδηθεί είτε νικώντας όλα τα κομμάτια του αντιπάλου ( απομονώνοντας τον βασιλιά ) είτε παγιδεύοντας τον ίδιο τον βασιλιά. Οι αρχικές θέσεις των πιονιών και των ιπποτών δεν είχαν αλλάξει, αλλά υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα υπόλοιπα κομμάτια. Χαρακτηριστική η φράση των παικτών "Shāh Māt" ( “ο βασιλιάς έχει παγιδευτεί” ή κυριολεκτικά “ο βασιλιάς έχει παγώσει - ακινητοποιηθεί” ).

Μετά την κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες, ο μουσουλμανικός κόσμος “αγκάλιασε” το σκάκι και διατήρησε τα ονόματα των κομματιών, αλλά και τους κανόνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από το αραβικό σκάκι οι κινήσεις του ίππου, του πύργου, του βασιλιά και σε μεγάλο βαθμό των πιονιών παραμένουν αναλλοίωτες. Οι Άραβες κατασκεύαζαν επίσης και σκακιστικά προβλήματα. Κάποια, χάρις στην παραπάνω ομοιότητα, διατηρούν απαράλλαχτη τη λειτουργικότητά τους.

Κομμάτια παιχνιδιών (ανάμεσά τους και από το σκάκι) που βρέθηκαν στο λιμάνι Siraf του Ιράν (800 - 1000 μ.Χ.). Φωτογραφία Νίκος Πράσσος@paspartou.gr.
Κομμάτια παιχνιδιών (ανάμεσά τους και από το σκάκι) που βρέθηκαν στο λιμάνι Siraf του Ιράν (800 - 1000 μ.Χ.). Φωτογραφία Νίκος Πράσσος@paspartou.gr

Μέσω των Αράβων και των Μαυριτανών το σκάκι επεκτάθηκε στη βόρεια Αφρική, τη Σικελία, την Ιβηρική Χερσόνησο και τη νότια Ευρώπη κατά τον 9ο αιώνα. Από τη Μέση Ανατολή έγινε γνωστό και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, φτάνοντας μέχρι και τη Ρωσία με την εξάπλωσή του και στη δυτική Ευρώπη να ολοκληρώνεται μέσα από τις παραπάνω διαδρομές (από Ανατολή, Δύση και Νότο) κατά τον 10ο αιώνα. Βυζαντινή παραλλαγή του σκακιού στον Μεσαίωνα υπήρξε το ζατρίκιον, που παιζόταν σε κυκλικό ταμπλό, 64 τετραγώνων με 16 πούλια για κάθε παίκτη. Πιθανότατα το παιχνίδι ήρθε κατευθείαν από τους Πέρσες με τη λέξη να προέρχεται από την αρχαία περσική shatranj, μεταφραζόμενη σε «ζατρίνκ» με προσθήκη της κατάληξης «-ιον» από λόγιους βυζαντινούς με τις όποιες «διαδικτυακές», αρχαιοελληνικές ετυμολογίες να είναι λανθασμένες.

Οι Βίκινγκς με τη σειρά τους, οι οποίοι θεωρούνται ως υπεύθυνοι για τη διασημότερη συλλογή από κομμάτια σκακιού ( 78 συνολικά από ελεφαντόδοντο θαλάσσιου ελέφαντα του 11ου-12ου αιώνα τα οποία βρέθηκαν στο νησί Λιούις στις Εξωτερικές Εβρίδες το 1831 ) μετέφεραν το παιχνίδι στη βόρεια Ευρώπη, μέχρι την Ισλανδία και την Αγγλία.

Κομμάτια από τη διάσημη συλλογή του νησιού Λιούις (Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr)
Κομμάτια από τη διάσημη συλλογή του νησιού Λιούις. Εικάζεται πως είχαν κατασκευαστεί στη Νορβηγία κατά τον 11ο - 12ο αιώνα μ.Χ.  ( Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr )
Κομμάτια από τη διάσημη συλλογή του νησιού Λιούις (Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr)
Κάποια από τα 78 κομμάτια της διάσημης συλλογής του νησιού Λιούις, που βρέθηκαν το 1831 ( Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr ) 

Το παιχνίδι εξαπλώθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο, αποκτώντας διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στην Άπω Ανατολή, όπου μεταφέρθηκε από βουδιστές προσκυνητές και εμπόρους του Δρόμου του Μεταξιού, μετατράπηκε σε παιχνίδι με ενεπίγραφους δίσκους, που τοποθετούνταν συχνά στα σημεία τομής των γραμμών του πίνακα και όχι στο εσωτερικό των τετραγώνων. Περίπου το 750 μ.Χ. το σκάκι έφτασε στην Κίνα και τον 11ο αιώνα στην Ιαπωνία, την Κορέα και τη νοτιοανατολική Ασία, όπου και εξελίχτηκε στα Xiangqi ( Σιάνγκτσι ) και Shogi ( Σόγκι ), το κινέζικο και το ιαπωνικό σκάκι αντίστοιχα.

Το κινέζικο σκάκι, η πιο δημοφιλής έκδοση του ανατολικού παιχνιδιού, έχει 9 κάθετες και 10 οριζόντιες γραμμές καθώς και ένα όριο —το ποτάμι, μεταξύ της 5ης και 6ης γραμμής— που περιορίζει την πρόσβαση στο εχθρικό στρατόπεδο και κάνει το παιχνίδι πιο αργό από το σκάκι.

Άξια αναφοράς σε αυτό το σημείο και μία δεύτερη εκδοχή της προέλευσης του σκακιού από την Κίνα, σύμφωνα με την οποία εφευρέθηκε γύρω στο 200 π.Χ. από τον διοικητή Χαν Σιν ( Hán Xìn ) ο οποίος επινόησε το παιχνίδι για να αναπαραστήσει μια σημαντική μάχη. Το παιχνίδι ξεχάστηκε για να επανεμφανιστεί το όνομα "XiangQi", που σημαίνει «το παιχνίδι των ελεφάντων», τον 7ο αιώνα μ.Χ. με αρκετούς νέους κανόνες, άλλα κομμάτια και άλλο ταμπλό. Στη συνέχεια διαδόθηκε από την Κίνα στην Ινδία και την Περσία, όπου σιγά-σιγά μετατράπηκε στο παιχνίδι σκακιού που γνωρίζουμε σήμερα.

Οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν ένα πιο ρομαντικό σκηνικό, αλλάζοντας τον "σύμβουλο", επονομαζόμενο και ως “ferz”, κομμάτι που βρισκόταν δίπλα στον βασιλιά, σε “βασίλισσα”. Την περίοδο εκείνη η βασίλισσα ήταν το πιο αδύναμο κομμάτι στο ταμπλό. Ο αξιωματικός ήταν επίσης ένα κομμάτι περιορισμένης εμβέλειας. Επειδή η βασίλισσα και ο αξιωματικός ήταν τόσο αδύναμοι, το παιχνίδι εξελισσόταν πολύ πιο αργά από σήμερα. Απαιτούνταν αρκετός χρόνος για να αναπτύξει ένας παίκτης το παιχνίδι του και ακόμα περισσότερος για να κάνει ματ στον αντίπαλο βασιλιά. Οι σκακιστές στον Μεσαίωνα ξεκινούσαν συχνά τοποθετώντας τα κομμάτια σε προχωρημένες θέσεις για να επιταχύνουν το παιχνίδι.

Otto IV of Brandenburg playing chess with a woman, 1305 to 1340. Πηγή Wikipedia
O Otto IV του Βρανδεμβούργου παίζοντας σκάκι με μία γυναίκα, Ακουαρέλα σε περγαμηνή (1305 με 1340). Πηγή Wikipedia.

Παρά τον αργό για τα σύγχρονα δεδομένα ρυθμό του, το μεσαιωνικό σκάκι ήταν εξαιρετικά δημοφιλές. Ενδιαφέρον έχει πως μια παρτίδα σκάκι μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για να επιτραπεί σε έναν νεαρό άνδρα και μια γυναίκα να περάσουν χρόνο μαζί. Σε αυτήν την περίοδο τοποθετούνται χρονικά οι πρώτες μελέτες σκακιστικών προβλημάτων, ανοιγμάτων και άλλων ζητημάτων, που εξετάζονται μέχρι και τις μέρες μας.

Η δημοτικότητα του σκακιού στη βόρεια Ευρώπη άνθισε όταν δημιουργήθηκαν τα κομμάτια-φιγούρες και έφτασε στο απόγειό της στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά την ύστερη περίοδο του Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση. Από τον 15ο αιώνα το σκάκι αποκτά σύγχρονους κανόνες και αρχίζει να διαδίδεται κυρίως στις ανώτερες οικονομικές τάξεις, αποκαλούμενο ως «το παιχνίδι των βασιλιάδων», αποτελώντας βασική δεξιότητα για τους νέους ιππότες, όπως συνέβαινε και με το παιχνίδι Go στην αρχαία Κίνα. Συνδέθηκε επίσης με τον τζόγο και τη βία και χαρακτηρίστηκε ως «ανήθικο», γεγονός που επέφερε την απόπειρα απαγόρευσής του από ορισμένους κύκλους της Καθολικής Εκκλησίας, βασιλιάδες και θρησκευτικούς ηγέτες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η απαγόρευσή του από τον Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας το 1254.

Στον αντίποδα, το σκάκι απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως ήταν οι βασιλιάδες Ερρίκος Α', Ερρίκος Β', Ιωάννης ο Ακτήμων και Ριχάρδος Α' ο Λεοντόκαρδος της Αγγλίας, του Φιλίππου Β' και του Αλφόνσο Ι' του Σοφού της Ισπανίας και του Ιβάν Δ' του Τρομερού της Ρωσίας. Ένα σετ σκακιού συχνά συνδεόταν με τον πλούτο, τη γνώση και τη δύναμη. Το σκάκι απέκτησε αλληγορική σημασία, αναπαριστώντας τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και τους προκαθορισμένους ρόλους τους, επαναπροσδιορίζοντας τα ίδια τα κομμάτια στο νέο τους πλαίσιο.

Κομμάτια σκακιού από ολόκληρο τον κόσμο και από διαφορετικές εποχές (Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr)
Από αριστερά προς τα δεξιά κομμάτια σκακιού 1. ισλαμικού στιλ από Αγγλία ( 1000 - 1200 μ.Χ. ) και Γαλλία ή Ισπανία ( 1400 - 1500 μ.Χ.) στα αριστερά, 2. από Αίγυπτο ( 1400 - 1600 μ.Χ. ) στο κέντρο και 3. από Σικελία ( 1050 - 1200 μ.Χ. ) στα δεξιά. Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr

Η εμφάνιση των κομματιών εναλλάσσεται μεταξύ απλής και περίτεχνης από την εποχή του chaturanga. Ο απλός σχεδιασμός των κομματιών πριν από το 600 μ.Χ. οδήγησε σταδιακά σε πιο σύνθετες απεικονίσεις ζώων, πολεμιστών και ευγενών. Τα μουσουλμανικά σετ από τον 9ο ως τον 12ο αιώνα ήταν πιο απροσδιόριστα, χωρίς να αναπαριστούν μορφές ζώων ή ανθρώπων. Κατασκευάζονταν από πηλό ή λαξευμένη πέτρα, ακολουθώντας την ισλαμική απαγόρευση της απεικόνισης ζωντανών πλασμάτων. Η επιστροφή σε απλούστερα, συμβολικά κομμάτια shatranj πιστεύεται πως ενίσχυσε τη δημοτικότητα του παιχνιδιού, διευκολύνοντας την κατασκευή των σετ και εστιάζοντας την προσοχή των παικτών στο ίδιο το παιχνίδι και όχι στην εμφάνιση των πεσσών του.

Τα στολισμένα σετ, ακόμα και με πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, επέστρεψαν στη μόδα κατά την εξάπλωση του παιχνιδιού στην Ευρώπη και τη Ρωσία. Τα ταμπλό, τα οποία είχαν μονόχρωμα τετράγωνα στον μουσουλμανικό κόσμο, απέκτησαν εναλλασσόμενα ασπρόμαυρα ή κόκκινα και άσπρα τετράγωνα από το 1000 μ.Χ. και κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο ή μάρμαρο.

Ο βασιλιάς έγινε το μεγαλύτερο σε διαστάσεις κομμάτι, "φόρεσε" στέμμα και ορισμένες φορές απεικονιζόταν σε θρόνο και με σκήπτρο. Η ταύτιση του ιππότη με το άλογο χρονολογείται από το chaturanga. Το πιόνι, ως το χαμηλότερο σε δύναμη και κοινωνική θέση, ήταν παραδοσιακά το μικρότερο και λιγότερο αντιπροσωπευτικό από τα κομμάτια. Η βασίλισσα μεγάλωσε σε μέγεθος μετά το 1475, όταν οι κινήσεις της ενισχύθηκαν. Ο αξιωματικός ήταν γνωστός με διαφορετικά ονόματα - «Τρελός» στα γαλλικά και «ελέφαντας» στα ρωσικά, για παράδειγμα- και απέκτησε μία ευρέως αναγνωρίσιμη ονομασία από τον 19ο αιώνα. Η εμφάνιση του πύργου διέφερε επίσης σημαντικά. Στη Ρωσία συνήθως εμφανιζόταν ως ιστιοφόρο μέχρι τον 20ο αιώνα , ενώ σε άλλα μέρη είχε τη μορφή πολεμιστή σε άρμα ή πυργίσκου κάστρου.

Κομμάτια σκακιού από Αφρική. Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr.
Κομμάτια σκακιού από Αφρική - βορειοανατολική Νιγηρία ( αρχές 20ού αιώνα ). Φωτογραφία Νίκος Πράσσος @paspartou.gr

Πέρα από την εικόνα του παιχνιδιού, σημαντικές αλλαγές υπήρξαν και στους κανόνες του, συμπεριλαμβανομένων της δυνατότητας μετακίνησης των πιονιών σε δύο τετράγωνα κατά την πρώτη κίνηση (από τον 15ο αιώνα ), καθώς και της εισαγωγής του ροκέ, που διευκόλυνε την προστασία του βασιλιά ( από τον 14ο ή τον 15ο αιώνα ). Η βασίλισσα μεταμορφώθηκε από το πιο αδύναμο κομμάτι του ταμπλό στο πιο δυνατό, γεγονός που εικάζεται πως σχετίζεται και με την παρουσία της πανίσχυρης βασίλισσας Ισαβέλλας Α’ της Καστίλης, ενώ ενισχύθηκαν και οι κινήσεις, όπως και ο ρόλος του αξιωματικού. Οι αλλαγές στις φιγούρες, τις κινήσεις και στους κανονισμούς, οι οποίες και ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα, επιτάχυναν τον ρυθμό των αγώνων, η μάχη εντάθηκε, τα λάθη τιμωρούνταν σκληρά και τα ματ εκτελούνταν πολύ πιο συχνά από πριν. Οι μεταβολές στους τελευταίους πέντε αιώνες έχουν κυρίως να κάνουν με τη διαιτησία των αγώνων και όχι με το ίδιο το παιχνίδι.

Το πρώτο βιβλίο με θέμα το σκάκι (από αυτά που έχουν σωθεί) γράφτηκε από τον Ισπανό Λουίς Λουτσένα (Luis Ramírez de Lucena ) με σημαντικές πληροφορίες τόσο για το άνοιγμα όσο και για τις ακολουθούμενες  τακτικές.

Σελίδα με απεικόνιση τακτικής στο σκάκι από το βιβλίο Repetición de Amores y Arte de Ajedrez con CL [150] Juegos de Partido ("Ο κύκλος της Αγάπης και η Τέχνη του Σκακιού με 150 Παρτίδες") του Lucena το 1497. Πηγή Wikipedia
Σελίδα με απεικόνιση τακτικής στο σκάκι από το βιβλίο Repetición de Amores y Arte de Ajedrez con CL [150] Juegos de Partido ("Ο κύκλος της Αγάπης και η Τέχνη του Σκακιού με 150 Παρτίδες") του Lucena το 1497 ( Πηγή Wikipedia )

Ένας από τους πρώτους σημαντικούς παίκτες ήταν ο Ισπανός μοναχός Ροδρίγο (Ρούι) Λόπεζ Ντε Σεγούρα ( Rodrigo "Ruy" López de Segura ), ο οποίος πρόσφερε στη θεωρία, δηλαδή στις γνωστές και αναλυμένες κινήσεις ανοίγματος, την Ισπανική Παρτίδα ( ή αλλιώς Παρτίδα Ρουί Λόπεζ, κίνηση την οποία δεν επινόησε αλλά ανέλυσε ), που θεωρείται ότι εξασφαλίζει στα λευκά τις περισσότερες ελπίδες να αποκτήσουν το πλεονέκτημα, μέχρι και τις μέρες μας. Ο Λόπεζ ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά το σκάκι τον 16ο αιώνα και έθεσε τα θεμέλια για τη μοντέρνα θεωρία του σκακιού, γράφοντας και ένα από τα πρώτα σχετικά βιβλία το 1561 ( "Libro de la invención liberal y Arte del juego del Axedrez" ), στο οποίο πέρα από την Ισπανική Παρτίδα γίνεται και η πρώτη αναφορά στο Γκαμπί του Βασιλιά, ένα από τα παλαιότερα ανοίγματα, που πλέον χρησιμοποιείται πολύ σπάνια στους μεγάλους αγώνες. Η σκακιστική θεωρία πάντως της εποχής εκείνης βρισκόταν σε τόσο πρώιμο στάδιο που ο Lopez πρότεινε ως στρατηγική το να παίζεις έχοντας τον ήλιο στα μάτια του αντιπάλου.

Ruy López playing Leonardo di Bona in the Spanish royal court; also depicted is King Philip II of Spain. (Luigi Mussini, 1883). Πηγή: Wikipedia
Ο Ruy López παίζοντας σκάκι με τον κορυφαίο Ιταλό σκακιστή Leonardo di Bona μπροστά στην ισπανική βασιλική αυλή, παρουσία του βασιλιά Φιλίππου Β΄της Ισπανίας (ελαιογραφία του Luigi Mussini, 1883) ( Πηγή: Wikipedia )

Ακόμα ένας αξιοσημείωτος παίκτης ήταν ο Ιταλός Τζοακίνο Γκρέκο ( Gioachino Greco ), ο οποίος υπήρξε ο σημαντικότερος γκραν μετρ του 17ου αιώνα και ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες στην ιστορία του παιχνιδιού. Πουλούσε αντίγραφα από παρτίδες αλλά και τακτικές σε πολλούς διάσημους της εποχής και εξασφάλιζε αδρή αμοιβή από την ενασχόλησή του με το σκάκι. Η κλασική θυσία αξιωματικού στο αντίπαλο ροκέ (αποκαλούμενη και ως «ελληνικό δώρο» από το όνομά του ) παίχτηκε για πρώτη φορά από αυτό τον παίκτη, τακτική σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής του. Από τις αγαπημένες του κινήσεις υπήρξαν η ιταλική παρτίδα ( ίσως το δημοφιλέστερο άνοιγμα της εποχής ) και η σικελική άμυνα με την τελευταία να παραμένει δημοφιλής, παρά την έντονη κριτική, μέχρι και τις μέρες μας.

Ο Φρανσουά-Αντρέ Ντανικάν Φιλιντόρ ( François-André Danican Philidor ), πέρα από διάσημος σκακιστής και κύριος εκπρόσωπος της γαλλικής σχολής, ήταν και γνωστός μουσικοσυνθέτης. Οι θεωρίες του για το παιχνίδι, και ειδικότερα για το πόσο σημαντικά είναι τα πιόνια για την έκβαση της παρτίδας, ξαναήρθαν στο προσκήνιο περίπου έναν αιώνα μετά από αυτόν και έφεραν επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγιζόταν η παρτίδα. Το βιβλίο του "Analyse du jeu des Echecs" ( «Ανάλυση του παιχνιδιού του Σκακιού» ) θεωρήθηκε πρότυπο σκακιστικού εγχειριδίου για τουλάχιστον έναν αιώνα ενώ ένα πολύ γνωστό σκακιστικό άνοιγμα, καθώς και μια μέθοδος για ματ έχουν πάρει το όνομά του. Τα περισσότερα από τα ανοίγματα του Φιλιντόρ έχουν σχεδιαστεί για να ενισχύσουν και να δημιουργήσουν ένα ισχυρό αμυντικό κέντρο, χρησιμοποιώντας πιόνια. Αυτός είναι ο πρώτος που συνέλαβε το νέο ρόλο του πιονιού στο σκάκι και η πιο διάσημη από τις συμβουλές του, όπως αυτή αναφέρεται και στο βιβλίο του, ήταν το ρητό «Τα πιόνια είναι η ψυχή του σκακιού».

Την περίοδο εκείνη οι αμυντικές τεχνικές δεν είχαν αναπτυχθεί και τα περισσότερα παιχνίδια τελείωναν πολύ γρήγορα, μιας και σημαντικότερος από τη νίκη ήταν ο εντυπωσιακός τρόπος επίτευξής της, προφανής επιρροή από το πνεύμα του Διαφωτισμού. Η μελέτη των παιχνιδιών της τότε περιόδου έχει καθαρά εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, μιας και οι αμυντικές τεχνικές, που αναπτύχθηκαν κυρίως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και βελτιώθηκαν έως και σήμερα, επιτρέπουν την απόκρουση θεαματικών κινήσεων, χωρίς ουσία. Το σκάκι παρέμενε μία ενασχόληση των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μιας και απαιτούσε χρόνο και διαύγεια, πολυτέλειες που διέθεταν μόνο οι πιο εύποροι.

Το σκάκι γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη από το 1800 τη λεγόμενη και ως ρομαντική εποχή, που κράτησε μέχρι και το 1880. Τότε αρχίζουν να διοργανώνονται επίσημα τουρνουά, τα σκακιστικά νέα απασχολούν τις στήλες των εφημερίδων, τυπώνονται τα πρώτα γραμματόσημα με θέμα το σκάκι και πληθαίνουν τα βιβλία με τις τακτικές του παιχνιδιού.

Staunton chess pieces, Πηγή: Wikipedia
H κλασική μορφή του Howard Staunton ( Πηγή: Wikipedia )

Από τα μέσα του 19ου αιώνα καθιερώθηκε η κλασική μορφή των κομματιών, σχεδιασμένη από τον κορυφαίο παίκτη της εποχής Χάουαρντ Στόντον ( Howard Staunton ) και προωθημένη αρχικά από τον Ναθάνιελ Κουκ ( Nathaniel Cooke ) , που διακρίνονται μέχρι και σήμερα για την κομψότητα και την απλότητά τους. Τα κομμάτια τύπου Στόντον, όπως αποκαλούνται από τον δημιουργό τους, χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα σε τουρνουά και σε αγώνες υψηλού επιπέδου. Μέσα στο ίδιο αιώνα έγινε και η εισαγωγή των σκακιστικών ρολογιών στο ανταγωνιστικό παιχνίδι. Πριν τα ρολόγια μία παρτίδα μπορούσε να διαρκέσει έως και 14 ώρες. Αυτή η προσθήκη και η τυποποίηση της μορφής των κομματιών άνοιξαν τον δρόμο για τις σκακιστικές διοργανώσεις με το πρώτο διεθνές τουρνουά σκακιού να πραγματοποιείται στο Λονδίνο το 1851.

Από αυτή τη διοργάνωση έμεινε μία παρτίδα, που παίχτηκε στη διάρκεια ενός διαλείμματός του, ανάμεσα στον Άντολφ Άντερσεν ( Adolf Anderssen ) και τον Λαϊονέλ Κιζερίτσκι ( Lionel Kieseritzky ), η οποία και χαρακτηρίστηκε ως «η Αθάνατη Παρτίδα» ( "The Immortal Game" ). To παιχνίδι αποτελεί κλασικό παράδειγμα της ρομαντικής εποχής του σκακιού, όταν η γρήγορη ανάπτυξη των κομματιών, οι θυσίες και η επίθεση θεωρούνταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη νίκη.

Ο Αμερικανός Πολ Μόρφι ( Paul Morphy ) αποτέλεσε την επιτομή του επιθετικού στιλ παιχνιδιού. Παιδί μιας εύπορης οικογένειας, έμαθε σκάκι βλέποντας τον πατέρα του να παίζει και ήδη από τα 9 του χρόνια θεωρούταν από τους καλύτερους παίκτες της Νέας Ορλεάνης, για να βρεθεί στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης σε ηλικία 13 ετών. Κέρδισε κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής του κατά την περιοδεία του στην Ευρώπη ( Adolf Anderssen, Louis Paulsen, Daniel Harrwitz). Τον αποκάλεσαν «η υπερηφάνεια και η θλίψη του σκακιού» ( "The Pride and Sorrow of Chess" ), επειδή είχε μια λαμπρή σκακιστική καριέρα αλλά σύντομη, καθώς αποσύρθηκε από το παιχνίδι ενώ ήταν ακόμη νέος για να ακολουθήσει καριέρα ως δικηγόρος. Ο Μπόμπι Φίσερ τον συμπεριέλαβε στη λίστα του με τους δέκα μεγαλύτερους παίκτες όλων των εποχών και τον χαρακτήρισε ως «τον πιθανά ακριβέστερο παίκτη που υπήρξε ποτέ». Η Παρτίδα της Όπερας του 1858 ( "The Opera House" game) του Μόρφι εναντίον των συμμάχων ( του Δούκα του Μπράνσγουικ και Γάλλου Κόμη ) είναι μία από της διασημότερες στην ιστορία του σκακιού.

Φτάνοντας στο κλείσιμο της ρομαντικής περιόδου και το πέρασμα από το αμιγώς επιθετικό παιχνίδι στο “ποζισιονέλ στιλ” κυριάρχησε ο Βίλχελμ Στάινιτς ( Wilhelm Steinitz ), ο οποίος έγινε και ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού το 1886. Ο Στάινιτς ξεκίνησε από το επιθετικό στιλ με τις θεαματικές θυσίες κομματιών, πριν να γίνει φανατικός πολέμιός του στη συνέχεια, δίνοντας έμφαση στην τακτική ανάπτυξη και τη στρατηγική της βελτίωσης της θέσης των κομματιών, για παράδειγμα μέσα από την κατοχή μιας ανοικτής στήλης, των ισχυρών τετραγώνων και τις κινήσεις των κομματιών, προκειμένου να βελτιώσουν τις θέσεις τους. Διακρίθηκε και ως θεωρητικός του σκακιού, αναπτύσσοντας ορισμένες βασικές αρχές, που συνετέλεσαν στη συστηματοποίηση του παιχνιδιού και την τακτική ανάπτυξή του. Είχε μεγάλη συνεισφορά στη διάδοση του σκακιού, καθώς ίδρυσε το «Διεθνές Περιοδικό Σκακιού» ( “International Chess Magazine” ) , το οποίο διηύθυνε επί 10 χρόνια, από το 1885 έως το 1895.

Κατά τη δεκαετία του 1880 καθιερώθηκε και το ξεκίνημα από τον παίκτη με τα λευκά. Πριν από αυτό ήταν σύνηθες οι παίκτες να εναλλάσσονται, ανεξαρτήτως χρώματος ή ο πρώτος παίκτης να επιλέγει το δικό του χρώμα και να ξεκινάει με αυτό.

Emanuel Lasker ( δεξιά ) εναντίον Steinitz στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Σκακιού, Νέα Υόρκη 1894. Πηγή: Wikipedia
Emanuel Lasker ( δεξιά ) εναντίον Steinitz στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Σκακιού της Νέας Υόρκης το 1894 ( Πηγή: Wikipedia )

Ο Εμάνουελ Λάσκερ ( Emanuel  Lasker ) εξέλιξε περαιτέρω το «ποζισιονέλ στιλ» πετυχαίνοντας να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά σε αγωνιστικό επίπεδο, διατηρώντας τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή για 27 χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλον. Σε αντίθεση με τον Στάινιτς, ο οποίος αναζητούσε καθολικές αρχές, που να οδηγούν στο ιδανικό παιχνίδι, ο Λάσκερ, όπως και οι μεταγενέστεροί του, έδωσαν έμφαση στην τακτική πλευρά του σκακιού και σε γρήγορους και αποτελεσματικούς συνδυασμούς που καθορίζουν πιο άμεσα την έκβαση της κάθε παρτίδας.

Μέχρι και τη δεκαετία του ’20 η επικρατούσα θεωρία ήταν η κατάληψη του κέντρου κατά το άνοιγμα, συνήθως, με τα πιόνια. Ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα ( José Raúl Capablanca ) εκθρόνισε τον Λάσκερ και ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1921. Γεννήθηκε στην Αβάνα το 1888, έμαθε σκάκι όταν ήταν μόλις τεσσάρων ετών και εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1908 για να ακολουθήσει σταδιοδρομία στο σκάκι. Έμεινε στην ιστορία για τα εντυπωσιακά φινάλε του, την άνεση που είχε σε απλές θέσεις, την εκπληκτική ακρίβεια, την ταχύτητα του παιχνιδιού του ( υπήρξε χαρισματικός στο γρήγορο σκάκι (blitz) ), καθώς και για την ικανότητά του να παίζει τόσο στρατηγικά όσο και τακτικά. Εξαιτίας της απαράμιλλης μαεστρίας του στη σκακιέρα και το σχετικά απέριττο στιλ παιχνιδιού του, ονομάστηκε «Ανθρώπινη Σκακιστική Μηχανή». Παρά το γεγονός πως κράτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή για 6 μόλις χρόνια, θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως ο πιο ταλαντούχος σκακιστής όλων των εποχών. Γνωστή είναι η φράση του Λάσκερ για αυτόν: «Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς σκακιστές, αλλά μόνο μία σκακιστική ιδιοφυΐα: τον Καπαμπλάνκα».

Ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, παιδί-θαύμα, σε φωτό του 19ου αιώνα σε ηλικία 4 ετών, παίζοντας σκάκι με τον πατέρα του. Πηγή: Wikipedia
Ο Capablanca παίζοντας σκάκι με τον πατέρα του σε ηλικία 4 ετών ( 19ος αιώνας ). Πηγή: Wikipedia

Το 1924 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Σκακιστική Ομοσπονδία ( FIDE ) με την τυποποίηση των κανόνων του σκακιού και των διεθνών αγώνων. Από τις αρχές της ίδιας δεκαετίας εμφανίστηκε μία νέα σχολή στο σκάκι, ο υπερμοντερνισμός, που ήρθε να ανατρέψει τις ως τότε επικρατούσες γενικεύσεις του ποζισιονέλ στιλ («το κέντρο πρέπει να ελέγχεται από πιόνια», «η ανάπτυξη πρέπει να πραγματοποιείται υποστηρικτικά προς τον έλεγχο»,«οι πύργοι ανήκουν σε ανοικτές γραμμές και στήλες», «ανοίγματα από τα πλάγια είναι σαθρά»).

Ο Νίμζοβιτς ( Aron Nimzowitsch ) συνέτριψε αυτές τις υποθέσεις, εισάγοντας έννοιες αμυντικού παιχνιδιού, ώστε να αποτραπεί η στρατηγική του αντιπάλου. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι η υπερπροστασία, ο έλεγχος του κέντρου με κομμάτια αντί πιονιών, το μπλοκάρισμα κομματιών του αντιπάλου και η προφύλαξη. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη αξιωματικών για τον σχηματισμό φιανκέτου. Πιο σημαντικό ήταν ότι σχηματοποίησε την ορολογία που χρησιμοποιείται και σήμερα σε σύνθετες σκακιστικές τακτικές. Δεν ήταν ο πρώτος που εφήρμοσε αυτές τις ιδέες, αλλά ήταν ο πρώτος που τις παρουσίασε συστηματικά ως ένα είδος λεξικού, συνοδευόμενου από εκτενείς, ταξινομημένες παρατηρήσεις.

Capablanca vs Botvinnik 1936. Φωτογραφία Wikipedia
Capablanca εναντίον Botvinnik ( στα δεξιά ) σε αγώνα στη Μόσχα το 1936 ( Πηγή: Wikipedia )

Ο Μιχαήλ Μποτβίνικ ( Mikhail Botvinnik ) θεωρείται ο «πατριάρχης» του σοβιετικού σκακιού και ιδρυτής της Σοβιετικής Σκακιστικής Σχολής. Χαρακτηριστική είναι η έμφαση που έδιναν οι Σοβιετικοί παίκτες στο φινάλε, αλλά και στη στρατηγική ανάπτυξη των παρτίδων για την επίτευξη σταθερών αποτελεσμάτων. Μέχρι το 1972, η Σοβιετική Ένωση δεν έχασε ούτε μία φορά τον τίτλο. Ο Μποτβίνικ ήταν γνωστός για την αυστηρή λογική και τη δυνατότητά του να αλλάζει στιλ, σχεδόν σαν χαμαιλέοντας, ανάλογα με το ποιος ήταν ο αντίπαλός του. Μετά τη μακρόχρονη επικράτησή του ως παγκόσμιος πρωταθλητής (1948 - 1957, 1958 - 1960, 1961 - 1963), ο Μποτβίνικ υπήρξε ο πιο πολυβραβευμένος προπονητής σκακιού όλων των εποχών. Εκπαίδευσε τρεις μελλοντικούς παγκόσμιους πρωταθλητές ( Κάρποφ, Κασπάροφ και Κράμνικ ), ένα κατόρθωμα που κανείς άλλος δεν μπορεί να διεκδικήσει. Είχε επίσης σπουδάσει την επιστήμη των υπολογιστών και θεωρείται ένας από τους πατέρες του σκακιού υπολογιστών.

Ο Μπόμπι Φίσερ ( Bobby Fischer ) υπήρξε ο μόνος παίκτης που κατάφερε να γκρεμίσει το σοβιετικό σκακιστικό τείχος στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε από πολύ μικρή ηλικία με αναμετρήσεις που έμειναν στην ιστορία, όπως εκείνη απέναντι στον διεθνή γκραν μετρ Ντόναλντ Μπερν ( Donald Byrne ) σε τουρνουά της Νέας Υόρκης το 1956, όταν και θυσίασε τη βασίλισσά του σε μία σκακιστική συνάντηση που χαρακτηρίστηκε ως “ο αγώνας του αιώνα”, πριν να καταφέρει να γίνει ο νεότερος ως τότε παίκτης με τον τίτλο του μετρ έναν χρόνο αργότερα.

Από το 1970 ως το 1972 κυριαρχούσε σε κάθε σκακιστικό τουρνουά. Ο αγώνας του με τον κορυφαίο Ρώσο σκακιστή της εποχής, Μπόρις Σπάσκι ( Boris Spassky ), στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1972, αποτέλεσε κοσμοϊστορικό γεγονός και μία από τις σημαντικότερες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση.

Bobby Fischer εναντίον Boris Spassky. Πηγή: Chessbase.com
Bobby Fischer ( στα δεξιά ) εναντίον Boris Spassky σε μία από τις ιστορικότερες σκακιστικές αναμετρήσεις στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην Ισλανδία του 1972 ( Πηγή: Chessbase.com - Ισλανδική Σκακιστική Ομοσπονδία )

Ο Φίσερ στο ξεκίνημα βρέθηκε σε δύσκολη θέση, χάνοντας το πρώτο παιχνίδι από λάθος του, που οδήγησε σε ισόπαλο αποτέλεσμα. Στη συνέχεια αρνήθηκε να παίξει το δεύτερο παιχνίδι, λόγω προβλημάτων που αντιλήφθηκε στον αγωνιστικό χώρο. Ο Σπάσκι ξεκίνησε τον αγώνα με προβάδισμα 2-0, φέρνοντας τον Φίσερ σε μειονεκτική θέση. Στη συνέχεια ο Φίσερ σημείωσε μία από τις μεγαλύτερες επιστροφές όλων των εποχών, κερδίζοντας με σκορ 12,5 προς 8,5. Υπάρχουν πολλά διάσημα παιχνίδια από αυτόν τον αγώνα, αλλά η παρτίδα έξι ξεχωρίζει ως μία από τις κορυφαίες όλων των εποχών. Ακόμα και ο Σπάσκι χειροκρότησε τον Φίσερ μετά το ακόλουθο παιχνίδι:

Δυστυχώς για το ίδιο το σκάκι, ο Φίσερ αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον τίτλο του 3 χρόνια αργότερα. Οι υπερβολικές απαιτήσεις του Φίσερ προς τη FIDΕ δεν του επέτρεψαν να διατηρήσει τον τίτλο του, αναγκάζοντάς τον τελικά να τον εγκαταλείψει. Ο Φίσερ εξαφανίστηκε από τον κόσμο του σκακιού, μέχρι που ξαναβγήκε στην επιφάνεια το 1992 για να παίξει έναν αγώνα με τον παλιό του αντίπαλο, Μπόρις Σπάσκι. Μετά τη νίκη σε αυτόν τον αγώνα, ο Φίσερ εξαφανίστηκε ξανά από τη σκηνή του σκακιού, αφήνοντας πίσω του περισσότερα ερωτηματικά από οποιονδήποτε άλλο παγκόσμιο πρωταθλητή.

Ο Ανατόλι Κάρποφ ( Anatoly Karpov ) είναι ο πιο επιτυχής σκακιστής όλων των εποχών σε επιδόσεις σε τουρνουά κατακτώντας πάνω από 140 πρώτες θέσεις. Από το 1978 έως το 1998 έπαιξε σε όλα τα ματς για τον τίτλο του παγκοσμίου πρωταθλητή της FIDE. Η αναμέτρηση του με τον Γκάρι Κασπάροφ το 1984 έμεινε στην ιστορία ως η μοναδική μέχρι σήμερα αναμέτρηση για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα η οποία διεκόπη χωρίς αποτέλεσμα, εξαιτίας του ότι και οι δύο παίκτες είχαν χάσει πολύ βάρος από την υπερπροσπάθεια. Είναι γνωστός για το συμπαγές, ποζισιονέλ στιλ του και την εξαιρετική τεχνική του, που «πνίγει» τους αντιπάλους του, επικεντρώνοντας στο πώς θα ακυρώσει το σχέδιό τους.

Karpov εναντίον Kasparov στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1985 ( Πηγή: )
Karpov ( στα δεξιά ) εναντίον Kasparov στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1985 ( Πηγή: Wikipedia )

Ο Κάρποφ βασίλεψε ως παγκόσμιος πρωταθλητής για δέκα χρόνια και ήταν εξαιρετικά δραστήριος στο υψηλότερο επίπεδο του σκακιού μέχρι περίπου το 1997. Αργότερα στην καριέρα του εκδόθηκαν πολλά βιβλία με το όνομά του και συμμετείχε ενεργά στη ρωσική πολιτική.

Η κυριαρχία του στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 δεν ξεπεράστηκε παρά μόνο με την εμφάνιση ενός άλλου Ρώσου, του Γκάρι Κασπάροφ ( Garry Kasparov ). Το 1984 έγινε ο πρώτος από τους πέντε αγώνες παγκοσμίου πρωταθλήματος Κάρποφ-Κασπάροφ. Αυτοί οι δύο θρύλοι του σκακιού έπαιξαν συνολικά 144 παιχνίδια για τον τίτλο του παγκοσμίου πρωταθλήματος. Από αυτά, τα 104 ήταν ισόπαλα, ο Κασπάροφ είχε 21 νίκες και ο Καρπόφ 19 νίκες με τον πρώτο να επικρατεί σε κάθε αγώνα, παρά τη μικρή διαφορά τους.

Ο Κασπάροφ διατήρησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή για 15 συνεχή χρόνια, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μετά τα 27 του Λάσκερ. Η εξέλιξη και η διάδοση του σκακιού έκαναν δυσκολότερο και εντυπωσιακότερο το επίτευγμα του Κασπάροφ, ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει στην εποχή του περισσότερους και ισχυρότερους αντιπάλους. Εκθρονίστηκε από τον Βλαντιμίρ Κράμνικ ( Vladimir Kramnik ) το 2000, κατάφερε όμως να διατηρήσει την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη για περισσότερα από 20 χρόνια, από το 1985 μέχρι και τον Απρίλιο του 2006, όταν και διεγράφη από τη λίστα των ενεργών αθλητών σκακιού, επειδή παρέμεινε ανενεργός για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του ενός έτους. Έγινε το πρώτο άτομο που ξεπέρασε το όριο των 2800 βαθμών στη βαθμολογία, φτάνοντας τα 2851 Elo, ρεκόρ που ξεπεράστηκε από τον Μάγκνους Κάρλσεν ( Magnus Carlsen ), ο οποίος έφτασε τους 2861 τον Ιανουάριο του 2013 και τους 2882 έναν χρόνο αργότερα.

Kasparov εναντίον Kramnik σε αγώνα στη Μόσχα το 2001 ( Πηγή: Wikipedia )
Kasparov ( στα αριστερά ) εναντίον Kramnik σε αγώνα στη Μόσχα το 2001 ( Πηγή: Wikipedia )

Ο Κασπάροφ ήταν ο πρώτος γκραν μετρ ο οποίος χρησιμοποίησε εκτεταμένα του υπολογιστές για την προετοιμασία του και τη μελέτη του παιχνιδιού, νικώντας τα ισχυρότερα μηχανήματα της δεκαετίας του ΄80 και των αρχών του ΄90 σε αγώνες με μεγάλη δημοσιότητα. Νικήθηκε τελικά από τον υπερυπολογιστή Ντιπ Μπλου ( Deep Blue ) το 1997 σε έναν αγώνα έξι παρτίδων με σκορ 3,5-2,5 (2 νίκες ο Ντιπ Μπλου, 1 ο Κασπάροφ και 3 ισόπαλες παρτίδες) στη ρεβάνς μεταξύ των δύο αντιπάλων, έναν χρόνο μετά από την πρώτη τους συνάντηση. Ήταν η πρώτη φορά στην οποία η μηχανή κέρδιζε έναν παγκόσμιο πρωταθλητή, αν και ο Κασπάροφ υποστήριξε πως υπήρξε ανθρώπινη παρέμβαση στα κρίσιμα σημεία της αναμέτρησης.

Στις μέρες μας θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος σκακιστής όλων των εποχών ενώ παραμένει ενεργός ως συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής.

Μετά τον Κασπάροφ ξεχώρισαν ο Ινδός γκραν μετρ Βισβανάθαν Άναντ ( Viswanathan Anand ), πέντε φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής, ένας από τους λίγους παίκτες που κατάφεραν να συγκεντρώσουν βαθμολογία Elo μεγαλύτερη του 2800 ( το έτος 2006 ), ενώ εκλέχτηκε και πρόεδρος της FIDE το 2022. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η ταχύτητα του παιχνιδιού του με τον ίδιο να έχει κερδίσει παγκόσμια πρωταθλήματα τόσο στο κλασικό σκάκι όσο και στις ράπιντ και μπλιτς διοργανώσεις, πετυχαίνοντας να είναι ο μόνος που έχει κατακτήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα σκακιού σε όλες τις γνωστές μορφές διεξαγωγής του (αγώνες, τουρνουά, και νοκ-άουτ). 

Anand εναντίον Carlsen. Πηγή: NTB Scanpix / AFP / Kent Skibstad
Στιγμή από τον αγώνα του Anand στα δεξιά εναντίον του Carlsen από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην πόλη Τσενάι της Ινδίας του 2013 ( Φωτογραφία: NTB Scanpix / AFP / Kent Skibstad )

Ακόμα καλύτερος ο Νορβηγός, νυν Παγκόσμιος Πρωταθλητής Μάγκνους Κάρλσεν ( Magnus Carlsen ), ο οποίος και εκθρόνισε τον Άναντ το 2013, διατηρώντας τον τίτλο μέχρι και σήμερα. Ανάμεσα στις επιτυχίες του, γκραν μέτρ από την ηλικία των 13 ετών, ο νεότερος παγκόσμιος πρωταθλητής στο μπλιτς, ο νεότερος σκακιστής που έφτασε στην κορυφή της βαθμολογίας της διεθνούς κατάταξης και κάτοχος τόσο του ρεκόρ σε βαθμούς Elo όσο και των περισσότερων συνεχόμενων νικών στο υψηλότερο επίπεδο στο κλασικό σκάκι. Αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον τίτλο του μέσα στο 2023, οπότε αναμένεται να υπάρξει νέος Παγκόσμιος Πρωταθλητής στη χρονιά που διανύουμε.  

Με το τέλος του 20ού αιώνα το σκάκι συνδέθηκε με την τεχνολογία και το παιχνίδι προστέθηκε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Τη δεκαετία του ‘90 το σκάκι μεταφέρθηκε στο Διαδίκτυο δίνοντας νέα ώθηση και δυναμική στο άθλημα, καθώς οι λάτρεις του σκακιού μπορούσαν να βρουν άλλους παίκτες και να ανταγωνίζονται online, να παρακολουθούν τουρνουά και να κάνουν διαδικτυακά μαθήματα σκακιού. Πλέον ο άνθρωπος μαθαίνει από τη μηχανή, παρά το αντίστροφο, με το παιχνίδι να παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλές.

Kasparov εναντίον Μηχανής. Φωτογραφία: kasparov.com
Kasparov εναντίον Μηχανής σε μία από τις παρτίδες του εναντίον του Deep Blue ( Φωτογραφία: kasparov.com )

Πηγές Πληροφοριών ( σύνθεση και μεταφράσεις κειμένων, χρήση μεμονωμένων αποσπασμάτων ) : Wikipedia , Η Αυγή, Ακαδημία Σκάκι, Masterclass.com, ichess.net, chess.com, Britannica.com

Οι παρτίδες ενσωματώθηκαν από την ιστοσελίδα lichess.org

Φωτογραφίες - εικόνες: Από το προσωπικό αρχείο του Νίκου Πράσσου ( Βρετανικό Μουσείο - Ιανουάριος 2020 συμπεριλαμβάνεται και εκείνη του εξωφύλλου ), WikipediaMetmuseum.orgChessbase.comkasparov.comNTB Scanpix / AFP / Kent Skibstad

 

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.