Αφιέρωμα: Σινεμά, Aλήθειες και Web Streaming

Οι καλύτερες ταινίες παραγωγής 2021
07.05.2022
Αφιέρωμα: Σινεμά, Aλήθειες και Web Streaming

Όσα αγαπήσαμε σε μία κανονικότητα που ακόμη περιμένουμε

Στα δύο χρόνια πανδημίας η τέχνη υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα θύματά της. Αν και αποτέλεσε το στήριγμα μεγάλης μερίδας του κόσμου στους πρώτους μήνες με τις διαδοχικές δωρεάν διαδικτυακές προβολές σημαντικών παραστάσεων από όλους τους χώρους στα πλαίσια του "Μένουμε Σπίτι", τη συνέχεια αυτής της "έκρηξης" αλληλεγγύης διαδέχτηκε ο προβληματισμός για τον τρόπο αντιμετώπισης των σημαντικών οικονομικών επιπτώσεων σε δημιουργούς, καλλιτέχνες και εταιρείες. Ο κινηματογράφος δέχτηκε τα σημαντικότερα "χτυπήματα" αυτήν την περίοδο με τις ίδιες τις εταιρείες παραγωγής να επιλέγουν τη διαδικτυακή διανομή των ταινιών τους, ξεσηκώνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις θύελλα αντιδράσεων και από τους ίδιους του δημιουργούς, επισπεύδοντας αυτό που ήδη συμβαίνει σε άλλους χώρους τα τελευταία χρόνια.

 Από τη μία πλευρά λοιπόν μπορούμε να κουνάμε το δάχτυλο προς το ίδιο το κοινό, το οποίο σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα γύρισε την πλάτη του στη "σκοτεινή αίθουσα", και προς τους κρατικούς φορείς, που δεν στήριξαν αυτές τις επιχειρήσεις ως όφειλαν, με αποτέλεσμα τα λουκέτα που παρατηρούνται αυτό το διάστημα. Από την άλλη όμως και οι ίδιες οι κινηματογραφικές εταιρείες παραγωγής και διανομής με τις πολιτικές τους ενίσχυσαν τη στροφή προς τις ψηφιακές πλατφόρμες με τις μεγάλες καθυστερήσεις και τις απουσίες κορυφαίων κινηματογραφικών έργων στις αίθουσες της χώρας μας να ενισχύουν τον φαύλο κύκλο της μικρής προσέλευσης και των περιορισμένων εσόδων.

 Η κανονικότητα λοιπόν σε άλλους τομείς της ζωής μας δείχνει να επανέρχεται. Στον κινηματογράφο όμως τα προβλήματα είναι σοβαρά και οι επιπτώσεις τους έχουν μόλις αρχίσει να γίνονται εμφανείς. Ακολουθούν όσα ξεχωρίσαμε και αγαπήσαμε από τα έργα με έτος κυκλοφορίας το 2021 με την ελπίδα πως κάποια από αυτά θα τα συναντήσουμε στα (θερινά) σινεμά, έστω και με καθυστέρηση.
 

To πολυβραβευμένο αριστούργημα του Ryûsuke Hamaguchi μας έκανε να λατρέψουμε κάθε στιγμή της τρίωρης διάρκειάς του. Ένα οδοιπορικό στην ανθρώπινη ψυχή και στα τραύματα της απώλειας με παραλληλισμούς με το κλασικό θεατρικό έργο του Θείου Βάνια σε μία πολυδιάστατη ταινία μοναδικής ατμόσφαιρας, αισθητικής και εσωτερικότητας, που απευθύνεται αποκλειστικά σε σινεφίλ.

Βασισμένο σε μία από τις ιστορίες της συλλογής διηγημάτων "Άντρες χωρίς γυναίκες" του Haruki Murakami, παρουσιάζει μία από τις πιο ιδιαίτερες και αξιομνημόνευτες διαλεκτικές σχέσεις μεταξύ του πρωταγωνιστή ηθοποιού και σκηνοθέτη Yūsuke ( Hidetoshi Nishijima ) και της σοφέρ του Misaki ( Tôko Miura ), μέσα από ερμηνείες που καθηλώνουν σε ένα σενάριο με αποκαλύψεις για το παρελθόν των χαρακτήρων, οι οποίες κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον.

Drive my Car
Μετατρέποντας το αυτοκίνητο σε χώρο εξομολογήσεων και περισυλλογής στην καλύτερη ταινία του 2021 (Φωτογραφία: Bitters End)

Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών και η πρώτη μη αγγλόφωνη ταινία η οποία αναδείχτηκε ως η καλύτερη της χρονιάς και από τις 3 κορυφαίες ενώσεις κριτικών κινηματογράφου των Η.Π.Α. ( Λος Άντζελες - LAFCA, Nέας Υόρκης - NYFCC, Εθνικής Ένωσης - NSFC ).

Το ντοκιμαντέρ θα μπορούσε να είχε μείνει στο "Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Χάρλεμ" του καλοκαιριού του 1969, όταν τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι παρακολούθησαν ζωντανά κάποιους από τους κορυφαίους μαύρους καλλιτέχνες της μουσικής στο πάρκο Μάουντ Μόρις. Η μαγνητοσκόπηση της εκδήλωσης βρέθηκε στη σκιά του φεστιβάλ του Γούντστοκ, που έγινε το ίδιο καλοκαίρι μερικές δεκάδες μίλια βορειότερα, και έμεινε στα "αζήτητα". Οι μπομπίνες με τις περισσότερες από 40 ώρες φιλμ φυλάχτηκαν στο υπόγειο του τηλεοπτικού παραγωγού των συναυλιών ( Hal Tulchin ) για να ανακτηθούν και να μονταριστούν 50 χρόνια αργότερα.

Η εξαφάνιση του σχετικού υλικού είναι ενδεικτική της έλλειψης ενδιαφέροντος για τα γεγονότα που αφορούσαν τους Αφροαμερικανούς και τις μειονότητες της Αμερικής την εποχή εκείνη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Αχμίρ “Questlove” Τόμπσον, γνωστός στη μουσική σκηνή και από την παρουσία του στους Roots, επέλεξε με αφορμή την κινηματογραφική "αναβίωση" αυτής της ιστορικής μουσικής εκδήλωσης να μας μεταφέρει το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο αυτή έλαβε χώρα.

Ανάμεσα στα τραγούδια των θρύλων της μουσικής σκηνής ( Stevie WonderMahalia JacksonNina SimoneThe Fifth DimensionThe Staple SingersGladys Knight & the PipsMavis StaplesBlinky WilliamsSly and the Family Stone, και The Chambers Brothers ) και στις συγκινητικές συνεντεύξεις των εν ζωή καλλιτεχνών, οι αναφορές στις δολοφονίες των Κένεντι, του Μάλκολμ Χ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στον δήμαρχο της Νέας Υόρκης Τζον Λίντσεϊ, ο οποίος στήριζε την αφροαμερικανική κοινότητα της πόλης του, στο ισπανόφωνο Χάρλεμ και τους Λατίνους μουσικούς, στην προσελήνωση της αποστολής του Απόλλων 11, με τους παρευρισκόμενους στο φεστιβάλ να εκφράζουν παράπονα για το κόστος της την ώρα των πανηγυρισμών, στη σημασία που είχε η συναυλία για τα μέλη του συγκροτήματος The Fifth Dimension, οι οποίοι την περίοδο εκείνη είχαν σημειώσει την επιτυχία Aquarius/Let the Sun Shine In και ήθελαν διακαώς να εμφανιστούν ζωντανά μπροστά στο μαύρο κοινό, για να δείξουν στην κοινότητά τους το ποιοι πραγματικά είναι.

Summer of Soul
Συγκλονιστική η ερμηνεία της Νίνα Σιμόν στο Ain’t Got No - I Got Life ( Φωτογραφία: Hulu )

Ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ντοκιμαντέρ, που έχουν γυριστεί ως σήμερα. Μεταξύ των δεκάδων βραβείων, Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, Μέγα Βραβείο της Επιτροπής και Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Σάντανς.


 Από τις τραγωδίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ εκείνη του Μάκβεθ ( ή Μακμπέθ, όπως προφέρεται στα Αγγλικά ) έχει τις ποιοτικότερες κινηματογραφικές μεταφορές με την τελευταία προσθήκη του Joel Coen να παρουσιάζει περισσότερα κοινά με εκείνη του Όρσον Γουέλς, μένοντας σε μία πιστή κινηματογραφική απόδοση του αυθεντικού κειμένου στην πιο ατμοσφαιρική εκδοχή του έργου, που έχει υπάρξει ως σήμερα.

 Μαυρόασπρη φωτογραφία με λόγο ύπαρξης, λιτά σκηνικά με γοτθικές επιρροές, χωρίς εξωτερικά γυρίσματα, που συνδυαστικά δημιουργούν μία κλειστοφοβική και ζοφερή ατμόσφαιρα, η οποία ταιριάζει με τους σκοτεινούς χαρακτήρες του αριστουργήματος του Σαίξπηρ. Ο Τζόελ Κοέν σκηνοθετεί για πρώτη φορά χωρίς τον αδερφό του Ίθαν ( Ethan Cohen ) και το αποτέλεσμα αποτελεί την ιδανικότερη κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου με τη στιλιζαρισμένη κινηματογράφηση να αναδεικνύει το περιεχόμενο του πρωτοτύπου, δημιουργώντας εικόνες απαράμιλλης αισθητικής ομορφιάς, που μένουν στον θεατή, "παίζοντας" με τις γωνίες λήψης, τους φωτισμούς, τις σκιές και τις επιλογές των ρούχων. 

Εξαιρετικές ερμηνείες από τους Denzel Washington και Frances McDormand στους ρόλους του σατανικού διδύμου, το οποίο στην ταινία ερμηνεύεται από μεγαλύτερους σε ηλικία ηθοποιούς, μετασχηματίζοντας την υπέρμετρη φιλοδοξία των νεότερων εκδοχών του παρελθόντος στη μοναδική ευκαιρία της ικανοποίησης ενός απωθημένου στη συγκεκριμένη, κάνοντας τις αποφάσεις του Μάκβεθ και της Λαίδης του να φαντάζουν λιγότερο παρορμητικές και περισσότερο δόλιες.

Η οπτικοποίηση των σκηνών δράσης, που παραλείπονται στο αυθεντικό έργο, δεν αναιρεί τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα της ταινίας, που την καθιστά ιδανική για τους λάτρεις του σαιξπηρικού κειμένου και των θεατρικών μεταφορών του, κάνοντας το τελικό αποτέλεσμα να είναι λιγότερο προσιτό για τους "αμύητους" στη γλώσσα του συγγραφέα και στον μύθο της παράστασής του.

Η τραγωδία του Μάκβεθ
Ο Ντένζελ Ουάσινγκτον σε έναν κινηματογραφικό Μάκβεθ περισσότερο αδίστακτο, βίαιο και πιστό στο πρωτότυπο αριστούργημα του Σαίξπηρ ( Φωτογραφία: A24 )

Ασχέτως προτιμήσεων, η παρουσία της Kathryn Hunter στους ρόλους των τριών μαγισσών στο ξεκίνημα είναι από τις αρτιότερες εικαστικά στιγμές της φετινής σεζόν, σε μία σκηνή που στοιχειώνει, δίνοντας τον τόνο για τα όσα θα ακολουθήσουν σε ύφος και ατμόσφαιρα. 

Ο "Πράσινος Ιππότης", σε σκηνοθεσία και σενάριο του David Lowery, αποτελεί ταινία ύμνο για το fantasy και έργο - σημείο αναφοράς για τους μύθους του Βασιλιά Αρθούρου .

Χωρίς τις μάχες και τις επικές στιγμές, που μας έχει συνηθίσει το είδος, συναντήσαμε μία μοναδική δημιουργία φαντασίας, η οποία ξεκινά από την ιστορία του ποιήματος "Sir Gawain and the Green Knight" για να μετασχηματιστεί σε μία πορεία εσωτερικής αναζήτησης, γεμάτη συμβολισμούς και φιλοσοφικά-υπαρξιακά νοήματα, που είχαμε να δούμε σε ταινία ιπποτών από την "Έβδομη Σφραγίδα".

Από τις δημιουργίες για τις οποίες μπορούμε να συζητάμε με τις ώρες, με σκηνές που μένουν όχι μόνο για την εικόνα και την άρτια αισθητική τους, αλλά και για την αλληγορική σημασία των πλάνων τους, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον τρόπο που αυτά γυρίστηκαν (η κυκλική πορεία της κάμερας αναφορά στον χρόνο και στην πορεία μας μέχρι τον θάνατο).

Ο Πράσινος Ιππότης
Οι μύθοι του βασιλιά Αρθούρου συναντούν βαθύτερα φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα, που σπανίζουν στο είδος των ταινιών φαντασίας ( Φωτογραφία: A24 ) 

Τελικά ο "Πράσινος Ιππότης" τι συμβολίζει; Ποιο το νόημα των περιπετειών του Gawain; Τι συμβαίνει στη σκηνή της αιχμαλωσίας του; Ένα μοναδικό "ποίημα" φαντασίας γεμάτο ατμόσφαιρα, που μας έκανε να "χαθούμε" στην κινηματογραφική μαγεία του και, παράλληλα, να σκεφτούμε μέσα από το παραμύθι του.

Το 2021 έμελλε να είναι μία ξεχωριστή χρονιά για τον Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, μιας και πέρα από το Drive my Car, το οποίο και αναφέραμε στο ξεκίνημα του αφιερώματος, σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο και στο "Wheel of Fortune and Fantasy", το οποίο, επίσης, εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις.

Μία κινηματογραφική ανθολογία τριών ιστοριών με κοινό παρονομαστή τις συμπτώσεις και τις καρμικές συνευρέσεις, που αλλάζουν τις ζωές μας, με έντονο το γυναικείο στοιχείο. Ένα ιδιαίτερο ερωτικό τρίγωνο, μία απρόβλεπτη απόπειρα αποπλάνησης και μία φιλία από τα παλιά, που ποτέ δεν υπήρξε για να αποδειχτεί τελικά ανέλπιστα αληθινή.

Wheel of Fortune and Fantasy
Τρεις διαφορετικές και πρωτότυπες ιστορίες από έναν Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι "σε φόρμα" ( Φωτογραφία: Fictive ) 

Πρωτότυπο σενάριο, που κρατά το ενδιαφέρον, πολύ καλές ερμηνείες, μεστοί διάλογοι σε μία ακόμα ποιοτική πρόταση από τον Χαμαγκούτσι.

Φρέσκο, ιδιαίτερο, έξυπνο, με μία εξωπραγματική Renate Reinsve, που είχε αποφασίσει να σταματήσει την υποκριτική μία μέρα πριν να της γίνει η πρόταση από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Joachim Trier. Ευτυχώς που της άλλαξε γνώμη, γιατί θα χάναμε μία από τις πιο αισθαντικές γυναικείες παρουσίες της μεγάλης οθόνης της τρέχουσας σεζόν.

Χαρακτήρες που τους νιώθεις αληθινούς, απρόβλεπτες εξελίξεις, ιδανική ισορροπία συγκίνησης και γέλιου, σκηνές και κουβέντες που ξεχωρίζουν σε μία ξεχωριστή ρομαντική κομεντί.

Το χειρότερο κορίτσι στον κόσμο
Από τις πιο ιδιαίτερες ταινίες της φετινής σεζόν ( Φωτογραφία: Oslo Pictures )

Βραβευμένη η Ρέινσβε για την ερμηνεία της στις Κάννες.

Ο Paolo Sorrentino μας μεταφέρει στη Νάπολη στα μέσα της δεκαετίας του '80 σε μία πιο προσωπική δημιουργία, βγαλμένη μέσα από τις δικές του αναμνήσεις. Οι επιρροές από το Amarcord του Φεντερίκο Φελίνι προφανείς, αν και ο Σορεντίνο εστιάζει περισσότερο στα μέλη της οικογένειας της ιστορίας του, αφήνοντας το κλίμα της περιόδου στο "χέρι του Θεού" του ποδοσφαίρου, Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, με τη μετάβαση από το προσωπικό στο καθολικό να γίνεται μέσω του παροξυσμού μίας ολόκληρης πόλης για την έλευση του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στην ομάδα της καρδιάς τους.

Εκκεντρικοί χαρακτήρες, μεσογειακό ταμπεραμέντο, κωμικές και δραματικές σκηνές με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία σε μία ταινία ενηλικίωσης, στην οποία το τέλος της αθωότητας σηματοδοτεί μία καινούργια αρχή στο κλείσιμο του έργου. Αν και στο ξεκίνημα δείχνει ασύνδετη, στην πορεία αποκτά ρυθμό και τα "θραύσματα" των αναμνήσεων αποκτούν νόημα και συνέχεια.  

Το Χέρι του Θεού
Θυμίζοντάς μας το γιατί αγαπάμε το σινεμά ( Φωτογραφία: Netflix )

Σινεμά γεμάτο ευαισθησία με μία σπάνια κινηματογραφική ειλικρίνεια, που έρχεται να μας θυμίσει σε μία αποκαλυπτική στιγμή αυτογνωσίας και εξομολόγησης του Σορεντίνο πως η έβδομη τέχνη δεν είναι παρά ιστορίες, τις οποίες μοιραζόμαστε με τους γύρω μας. Αργυρός Λέοντας στο Φεστιβάλ της Βενετίας.

Η τελευταία ταινία του Asghar Farhadi συνεχίζει σε αυτά τα μοναδικά βγαλμένα μέσα από τη ζωή κινηματογραφικά "μονοπάτια", στα οποία μας ταξιδεύει με κάθε του δημιουργία.

Βραβευμένο με το Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες παρουσιάζει ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που από ήρωες φτάνουν στον διασυρμό μέσα σε μία στιγμή, επισημαίνοντας παράλληλα την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης, όπως και το πώς επηρεάζεται και διαμορφώνεται η κοινή γνώμη.

Ο Φαραντί πετυχαίνει να μετατρέψει για ακόμα μία φορά απλές φαινομενικά ιστορίες σε πολυδιάστατες αναφορές στην ανθρώπινη φύση και στην επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος.

A Hero
Το "Ένας Ήρωας" προστίθεται στις καλές στιγμές του Ασγκάρ Φαραντί ( Φωτογραφία: Asghar Farhadi Productions )

Όπως πάντα, απόλυτα φυσικές ερμηνείες, που συνυπάρχουν αρμονικά με τη σκηνοθεσία, δημιουργώντας αληθοφανείς καταστάσεις με μία κινηματογραφική γνησιότητα, που σπανίζει.

O Nicolas Cage μας υπενθυμίζει μετά από καιρό πως παραμένει ένας πολύ καλός ηθοποιός υποδυόμενος τον Rob, έναν μοναχικό κυνηγό τρούφας, ο οποίος ζει στο δάσος με μόνη του παρέα ένα γουρούνι, που τον βοηθά στις αναζητήσεις του. Η απαγωγή του γουρουνιού τον οδηγεί σε ένα διαφορετικό ταξίδι αναζήτησης, που αποκαλύπτει το παρελθόν του, φέρνοντας στη μνήμη όλα εκείνα από τα οποία προσπαθούσε να ξεφύγει.

Σκηνοθετικό ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους του Michael Sarnoski σε ένα έργο χαμηλού προϋπολογισμού με αργούς ρυθμούς, μοναδικούς διαλόγους και ανθρώπινες ιστορίες που "δένουν" μεταξύ τους. Η διαχείριση της απώλειας, η αξία της μνήμης (και της λήθης της) και η σημασία της αυτογνωσίας σε μία ταινία με ελάχιστη δράση, έχοντας τον Κέιτζ σε ρεσιτάλ ερμηνείας, έτσι για αλλαγή από τα όσα θεωρούσαμε ως δεδομένα εδώ και καιρό στις ταινίες του.

Pig
O Nicolas Cage σε μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του ( Φωτογραφία: AI-Film )

Η σκηνή του εστιατορίου με τον σεφ και τα λόγια του Rob προς εκείνον από τις πιο αξιομνημόνευτες των ταινιών της χρονιάς που μας πέρασε.

Δύο ζευγάρια, γονείς θύτη και θύματος, σε ένα περιστατικό μαζικής ανθρωποκτονίας σε σχολείο της Αμερικής, συναντώνται, αναζητώντας τη συγχώρεση και τη λύτρωση.

Δυνατές ερμηνείες στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Fran Kranz, ο οποίος εστιάζει στους ηθοποιούς και στο κείμενό του. Δεν παίρνει θέση στο ζήτημα της οπλοκατοχής, επικεντρώνοντας στο ανθρώπινο δράμα, τη διαχείριση του πόνου και την αναζήτηση της κάθαρσης.

Θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα πολύ καλό θεατρικό έργο ( το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται μέσα σε ένα δωμάτιο ) έχοντας στο επίκεντρο τις συνέπειες αυτών των τραγικών γεγονότων σε όσους μένουν πίσω και από τις δύο πλευρές.

Mass
Λιτό και ουσιαστικό στήσιμο, όσο χρειάζεται για να αναδειχθούν κείμενο και ερμηνείες ( Φωτογραφία: 7 Eccles Street )

Βαρύ αλλά σημαντικό το θέμα και άκρως πετυχημένη η προσέγγιση, χωρίς βίαιες αναπαραστάσεις και σκηνές.

Η αληθινή ιστορία ενός Αφγανού πρόσφυγα, η οποία ενσωματώνει και πραγματικές σκηνές από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τις ζωές των πρωταγωνιστών σε έναν συνδυασμό που προσδίδει ρεαλισμό και δικαιολογεί τις οσκαρικές υποψηφιότητες σε κατηγορίες που δεν έχουμε ξαναδεί στην ίδια ταινία (καλύτερης ξενόγλωσσης - δανέζικη παραγωγή, καλύτερου ντοκιμαντέρ και καλύτερου κινουμένου σχεδίου).

Σαν κινούμενο σχέδιο, με εξαίρεση μεμονωμένες σκηνές που επαναλαμβάνονται, εντυπωσιάζει περισσότερο με το θέμα του, παρά με την ποιότητα του animation. Έχει πάντως ενδιαφέρουσα αισθητική, χωρίς να βασίζεται στην τεχνική του rotoscoping (δε δημιουργήθηκε το animation "πατώντας" επάνω στο πραγματικό φιλμ και σε αληθινά πλάνα).

Κρίνοντάς το ως ντοκιμαντέρ προσπερνά επιφανειακά τα αίτια των όσων συμβαίνουν, εστιάζοντας στο ανθρώπινο δράμα της συγκεκριμένης οικογένειας. Επίκαιρο, αναδεικνύοντας το προσφυγικό ζήτημα και τον αγώνα για τον σεβασμό της διαφορετικότητας, όπως και τη σημασία του "σπιτιού" και της "οικογένειας" ως σημείων αναφοράς στις ζωές των ανθρώπων, ξεφεύγει από τη συνηθισμένη εικόνα που έχουμε για το είδος.

Flee
To "Flee" έρχεται να μας θυμίσει το δράμα των προσφύγων, που βρίσκονται χωρίς οικογένεια και πατρίδα ( Φωτογραφία: Final Cut for Real )

Μία διαφορετική, πιο σοβαρή προσέγγιση σε σχέση με τα όσα έχουμε συνηθίσει από τα αμερικανικά animation στούντιο σε ύφος και ιστορία, καταφέρνει να συγκινήσει και να προβληματίσει, αναδεικνύοντας σύγχρονα προβλήματα και καταστάσεις, που έχουν απασχολήσει έντονα και τη χώρα μας, τόσο από την πλευρά της υποδοχής όσο και από εκείνη της αναζήτησης μίας καλύτερης τύχης.

 Iδιαίτερη ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Σάβατζ, με σαγηνευτική σκηνοθεσία από την Jane Campion, η οποία και βραβεύτηκε με το χρυσό αγαλματίδιο.

Αργοί ρυθμοί με ατμόσφαιρα, χαρακτήρες και ιστορία που μαγνητίζουν, πολύ καλές ερμηνείες με τον μοναδικά αντισυμβατικό χαρακτήρα του Benedict Cumberbatch να ξεχωρίζει και ένα ανατρεπτικό φινάλε σε μία διαφορετική Αμερική από αυτή που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην οθόνη, γεμάτη λυρισμό και μία αδιόρατη, μελαγχολική γοητεία. 

Η Εξουσία του Σκύλου
Ένα μοναδικό αντιγουέστερν με ερμηνείες και σκηνοθεσία που ξεχωρίζουν ( Φωτογραφία: Netflix )

Μοναδικοί πρωταγωνιστές σε ένα ανέλπιστα πολυεπίπεδο ψυχολογικό θρίλερ, που θυμίζει τα γουέστερν μόνο στην εικόνα.

 Όπως δηλώνει και το αρκτικόλεξο του τίτλου (Child Οf Deaf Adults) της ταινίας της Sian Heder, μία νεαρή κοπέλα, η Ρούμπι ( Emilia Jones ), είναι η μόνη που μπορεί να ακούσει σε μία οικογένεια κωφών ψαράδων. Οι γονείς και ο μεγαλύτερος αδερφός της είναι εξαρτημένοι από τις μεταφραστικές της δεξιότητες με τη Ρούμπι να είναι ο συνδετικός τους κρίκος με τον υπόλοιπο κόσμο. Έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στις δικές της ανάγκες και σε εκείνες των μελών της οικογένειάς της, το έργο ακολουθεί τα γνωστά κλισέ, έχοντας αναμενόμενο φινάλε.

Για αυτό που είναι πάντως τα καταφέρνει μία χαρά, προκαλώντας τη συγκίνηση με τις πολύ καλές ερμηνείες ηθοποιών που είναι και στην πραγματικότητα κωφάλαλοι, σε αντίθεση με τους ακούοντες της "Οικογένειας Μπελιέ" του Éric Lartigau, στο οποίο και το Coda βασίζεται.

Αξίζει όχι μόνο γιατί δείχνει την καθημερινότητα αυτών των συνανθρώπων μας, αλλά και γιατί επισημαίνει τις ιδιαίτερες απαιτήσεις και προκλήσεις, όπως και το ψυχολογικό βάρος για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η Ρούμπι δείχνει πιο ώριμη από τους γύρω της σε πολλές στιγμές της ταινίας, λόγω των ευθυνών που έχει αναλάβει και των ιδιαίτερων συνθηκών, τις οποίες και αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά της.

Coda
Ένα "παράθυρο" προς τον κόσμο των ΑμεΑ και των ανθρώπων τους γεμάτο ευαισθησία ( Φωτογραφία: Vendôme Pictures )

Τρία βραβεία Όσκαρ ( Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τη Σιάν Χέντερ και Β΄Ανδρικού για τον Troy Kotsur, o πρώτος κωφός άντρας που το καταφέρνει για τον ρόλο του πατέρα της οικογένειας ) και πολυβραβευμένο στο φεστιβάλ του Sundance ( Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, σκηνοθεσίας, κοινού, ειδικό βραβείο για το καλύτερο cast ) ακολουθεί τις γνωστές συνταγές με επιτυχία.

Το "Aτυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό" ξεκινάει στα πρώτα λεπτά του με μία κανονική σκηνή πορνό, ένα ροζ βίντεο μίας καθηγήτριας με τον σύζυγό της, το οποίο στη συνέχεια ανεβαίνει στο Διαδίκτυο και γίνεται θέμα στον Σύλλογο Γονέων του σχολείου της. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως επίτηδες ο Radu Jude, o οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο, επιλέγει να βάλει την τσόντα στην αρχή, χωρίς να υπάρχει λόγος, μόνο και μόνο για να προκαλέσει και να "πουλήσει". Σε αυτήν την περίπτωση όμως το γυμνό, που υπάρχει και σε άλλες σκηνές της ταινίας, έχει λόγο ύπαρξης, μιας και στη συνέχεια βάζει σε σκέψεις.

Η πρώτη αφορά το πόσο πουριτανοί παραμένουμε στο θέμα του σεξ σαν άτομα και κοινωνία, ενώ είναι κάτι με το οποίο υποτίθεται πως έχουμε "συμφιλιωθεί" εδώ και χρόνια στις δυτικές, προοδευτικές κοινωνίες. Και ενώ η βία, που επίσης είναι (υποτίθεται) κατακριτέα, έχει κατακλύσει τα ψηφιακά παιχνίδια, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και την καθημερινότητά μας, σαν να έχουμε εξοικειωθεί μαζί της, το σεξ και το γυμνό αποτελούν ακόμη θέματα ταμπού σε βαθμό που να μην υπάρχει όπως θα έπρεπε το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, παρά τις πολιτικές εξαγγελίες, παρά τις αμβλώσεις, παρά τους βιασμούς, παρά τις κακοποιήσεις.

Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να ενημερώνονται για αυτό το ζήτημα από τις προσωπικές τους εμπειρίες και τους φίλους τους και όχι από τους ειδικούς ή τους γονείς, να μαθαίνουν οι έφηβοι μέσα από την πράξη, χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση, να στιγματίζονται άνθρωποι και οικογένειες με την κοινωνία να προτιμά να βλέπει από την "κλειδαρότρυπα" και να σχολιάζει, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως το σεξ είναι κάτι λάθος, κάτι παράνομο, κάτι κατακριτέο, όταν σε αυτό βασίζεται η ζωή και σε μεγάλο βαθμό η ηδονή του κάθε ενήλικα.

Αυτές οι σκέψεις δημιουργήθηκαν από τις κουβέντες ανάμεσα στην καθηγήτρια και τους γονείς στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας, το οποίο και παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Στο πρώτο έχουμε την εικόνα της σημερινής Ρουμανίας με την εξαιρετική Katia Pascariu να περπατά με τη μάσκα στα σοκάκια της, λόγω της πανδημίας, γεμάτη με προβληματισμό για τα όσα έχουν συμβεί και για τη συγκέντρωση, που θα ακολουθήσει. Στο δεύτερο παρουσιάζονται φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους λήμματα με την επεξήγησή τους, όροι που αφορούν την πολιτική, το σεξ, τη θρησκεία, την ιστορία και την κοινωνία της Ρουμανίας, λέξεις που είναι σημαντικές για τη συζήτηση που ακολουθεί στο τρίτο μέρος, προκειμένου να γίνει αυτή κατανοητή από τον θεατή.

Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό
Πετυχημένη σάτιρα του Ράντου Ζούντε που καυτηριάζει (ανάμεσα στα άλλα και) τον πουριτανισμό των σημερινών κοινωνιών ( Φωτογραφία: microFILM ) 

Θα προτιμούσαμε να μην υπήρχε αυτή η αυστηρή δομή και οι επεξηγήσεις να ήταν εμβόλιμες στον διάλογο των εμπλεκόμενων πλευρών στο κλείσιμο. Η ταινία πάλι δεν είναι για συντηρητικούς και πουριτανούς ή για θρησκόληπτους, που έχουν δαιμονοποιήσει τη σάρκα και τον έρωτα. Αυτά ακριβώς όμως είναι που καυτηριάζει η ταινία του Jude, φέρνοντάς μας μπροστά στα όσα φοβόμαστε και απορρίπτουμε σαν άνθρωποι και κοινωνίες, παρουσιάζοντας και τα κοινωνικο-πολιτικά αίτια αυτών των συμπεριφορών.

Το σοκ λοιπόν, που αναφέραμε στο ξεκίνημα, δεν είναι "για τα μάτια του κόσμου", αλλά έχει ουσία, όσο άναρχο και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως το έργο στη δομή του.

Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βερολίνου σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές προτάσεις της χρονιάς που πέρασε.

 Ο Paul Thomas Anderson επιστρέφει σε μία ξεχωριστή ρομαντική κομεντί των ετερώνυμων που έλκονται.

Αξιομνημόνευτο το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Alana Haim και του πρωτοεμφανιζόμενου Cooper Hoffman, γιου του αείμνηστου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, που δεν είναι οι κλασικοί σταρ που έχουμε συνηθίσει. Απόλυτα πετυχημένη η αναβίωση της Αμερικής των αρχών της δεκαετίας του '70 με την ενεργειακή κρίση, τον πόλεμο στο Βιετνάμ και μία χώρα σε αναβρασμό να λειτουργούν ως το παρασκήνιο ενός έρωτα που υποβόσκει και ποτέ ( ; ) δεν έρχεται.

Πίτσα Γλυκόριζα
Για τους ρομαντικούς κινηματογραφόφιλους ( Φωτογραφία: Metro-Goldwyn-Mayer )

Το αμερικανικό όνειρο συναντά μία πρωτότυπη ιστορία αγάπης και ενηλικίωσης, σε έναν συνδυασμό που προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν ρομαντική διάθεση.

Aπό τις πιο εύκολα προσεγγίσιμες ταινίες του Pedro Almodóvar έχοντας στο επίκεντρο δύο γυναίκες ( Penélope Cruz - Milena Smit ), οι οποίες γίνονται μητέρες στο ίδιο μέρος και την ίδια στιγμή. Πετυχημένο το δίδυμο των Πενέλοπε Κρουζ και Μιλένα Σμιτ, παρά τις απότομες αλλαγές στη μεταξύ τους σχέση, με την πρώτη να ξεχωρίζει και να κερδίζει τις εντυπώσεις.

Το σενάριο του Αλμοδόβαρ είναι πρωτότυπο, κρατά το ενδιαφέρον, για να έρθει το κλείσιμο να δώσει μία απρόσμενη ιστορική και πολιτική χροιά στην ταινία, "σοβαρεύοντας" απότομα τα νοήματά της.

Παράλληλες Μητέρες
Ξεχωρίζει η Πενέλοπε Κρουζ σε μία από τις καλές στιγμές του Αλμοδόβαρ ( Φωτογραφία: El Deseo )

Το φινάλε, αν και φαινομενικά ασύνδετο με τα όσα προηγήθηκαν, επισημαίνει τη σημασία της προέλευσης, του παρελθόντος και της ιστορίας της ζωής του καθενός μας, κάνοντας και τη συσχέτιση παράλληλα με την αξία της μητρότητας, που έχει προηγηθεί. 

O Steven Spielberg επιχειρεί να ασχοληθεί για πρώτη φορά με τα μιούζικαλ στην ηλικία των 75 ετών και να αναβιώσει ένα από τα κλασικότερα έργα του είδους, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το θρυλικό West Side Story, το οποίο και γνώρισε την επιτυχία στο θέατρο ( σκηνοθεσία και χορογραφία Jerome Robbins, μουσική Leonard Bernstein και στίχοι Stephen Sondheim ), πριν την κινηματογραφική εκδοχή του 1961 ( σκηνοθεσία  Robert Wise και Jerome Robbins με τον τελευταίο να είναι υπεύθυνος μόνο για τις σκηνές σε κάποια από τα τραγούδια, μιας και αντικαταστάθηκε από τον πρώτο ), που βραβεύτηκε με 10 Όσκαρ, γράφοντας τη δική του ιστορία. Σε μία περίοδο κατά την οποία τα μιούζικαλ παρέμεναν δημοφιλές κινηματογραφικό είδος, η τότε ταινία κατάφερε να ξεχωρίσει, χάρη στα τραγούδια, το πιο ρεαλιστικό πλαίσιο, τα σύγχρονα θέματα και τη μοντέρνα χορογραφία για τα δεδομένα της εποχής.

Ο Σπίλμπεργκ καταφέρνει να μείνει πιστός στην ατμόσφαιρα του αυθεντικού έργου, κάνοντας μεμονωμένες αλλαγές που δεν αλλοιώνουν το πρωτότυπο, ούτε όμως και το ενισχύουν. Περισσότερο βίαιο σε ορισμένες σκηνές, μεγαλύτερο βάθος στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και στις μεμονωμένες ιστορίες τους, αλλαγές στη σειρά των τραγουδιών, ένα America πολύ πιο εντυπωσιακό και μία Rita Moreno, η οποία είχε κερδίσει το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου στην πρώτη ταινία, που επανέρχεται σε έναν ρόλο έκπληξη στην πιο πρόσφατη, προκαλώντας συγκίνηση. Νέες χορογραφίες, συνεχής ρυθμός ( αν και σε κάποια κομμάτια προτιμούμε τη σκηνοθεσία του πρωτότυπου έργου ) και μία εκθαμβωτική Ariana DeBose σε χορό, κίνηση και ερμηνεία, που δικαιολογημένα βραβεύτηκε με το Όσκαρ Β' Γυναικείου για τον ρόλο της Ανίτα, όπως είχε συμβεί και με την Μορένο πριν από 60 χρόνια.

West Side Story
Αναβιώνοντας την τραγική ιστορία αγάπης του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ( Φωτογραφία: 20th Century Studios )

Στα μειονεκτήματα το ότι δεν είναι το ίδιο επιδραστικό, όπως ο προκάτοχός του, με τη βία της ιστορίας και τα νοήματα των στίχων του να μην προκαλούν στον ίδιο βαθμό με τις δεκαετίες του '50 και του '60, ενώ και ο Ansel Elgort στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τόνι δεν καταφέρνει να διακριθεί, βρισκόμενος στη σκιά των συμπρωταγωνιστών του. Λαμβάνοντας υπόψη πως τα μιούζικαλ αποτελούν είδος προς εξαφάνιση εδώ και χρόνια, η προσπάθεια του Σπίλμπεργκ και των συνεργατών του μόνο ως μία από τις λαμπερές εξαιρέσεις μπορεί να θεωρηθεί, παρά τις όποιες συγκρίσεις.

Βασισμένο στο ομώνυμο manga ( των Jiro Taniguchi και Baku Yumemakura ), η ταινία κινουμένων σχεδίων του Patrick Imbert μεταφέρει το πάθος και την έξαψη της ορειβασίας, μαζί με τους κινδύνους της στην προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όριά του. Αν και το animation δε βρίσκεται στα επίπεδα των κορυφαίων ταινιών του ανταγωνισμού, οι σκηνές της αναρρίχησης είναι καλοσχεδιασμένες με μεγάλη ακρίβεια και έμφαση στη λεπτομέρεια.

 Το έργο απευθύνεται περισσότερο σε ενήλικες με την ιστορία να περιστρέφεται γύρω από τη θρυλική αποστολή των George Mallory και Andrew Comyn Irvine με στόχο την Κορυφή του Έβερεστ το 1924, χωρίς κανείς να γνωρίζει αν τελικά κατάφεραν να τον πετύχουν, μιας και ποτέ δεν επέστρεψαν. Το παγωμένο πτώμα του Μάλορι βρέθηκε από σχετική αποστολή αναζήτησης ( "Mallory and Irvine Research Expedition" ) στις πλαγιές του βουνού 75 χρόνια αργότερα. Ακόμη αγνοείται όμως η φωτογραφική μηχανή των δύο αντρών, που θα μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα του αν ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που έφτασαν στην κορυφή 29 περίπου χρόνια πριν τους Τένσινγκ Νοργκέι και Έντμουντ Χίλαρι.

The Summit of the Gods
Διεισδύοντας στον κόσμο της ορειβασίας ( Φωτογραφία: Netflix )

Αυτό το γεγονός γίνεται η αφορμή της ιστορίας με την κάμερα να φέρνει κοντά τους πρωταγωνιστές της ταινίας και να τους οδηγεί σε νέες ορειβατικές περιπέτειες, επιδιώκοντας την αποφυγή των λαθών του παρελθόντος, 70 χρόνια μετά την εξαφάνιση των Μάλορι και Ιρβάιν. 

Ξεφεύγοντας από τις κλασικές συνταγές της Disney και της Pixar, οι οποίες έχουν αρχίσει να επαναλαμβάνονται και να κουράζουν τα τελευταία χρόνια απευθυνόμενες περισσότερο στις μικρές ηλικίες, η Sony Pictures Animation επανέρχεται, μετά το πολυβραβευμένο Spider-Man: Into the Spider-verse, σε μία εξίσου φρέσκια ιδέα.

Θυμίζοντας τις ταινίες δρόμου της δεκαετίας του '80 και τις εξεγέρσεις των μηχανών σε κλασικά έργα επιστημονικής φαντασίας, το "The Mitchells vs the Machines" παρουσιάζει μία δυσλειτουργική οικογένεια του σήμερα, η οποία έρχεται αντιμέτωπη τόσο με το χάσμα γενεών μεταξύ των μελών της όσο και με την Αποκάλυψη μιας επανάστασης, που απειλεί την ίδια την ανθρωπότητα.

The Mitchells vs The Machines
Μοντέρνα ταινία κινουμένων σχεδίων τόσο ως προς την εικόνα όσο και ως προς το περιεχόμενο ( Φωτογραφία: Sony Pictures Animation )

 Έξυπνο χιούμορ, ευρηματική απόδοση με επιρροές από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα κόμιξ και την τέχνη του δρόμου και θεματολογία που άπτεται σύγχρονων προβλημάτων, όπως είναι η εξάρτηση από την τεχνολογία, το τεχνολογικό χάσμα και οι κίνδυνοι της Τεχνητής Νοημοσύνης, "μιλώντας" στη γλώσσα των νέων παιδιών με το τελικό αποτέλεσμα να ικανοποιεί μικρούς και μεγάλους. 

Στο έργο του Mike Mills πρωταγωνιστεί η τρυφερή σχέση ενήλικα και παιδιού, η οποία έρχεται να θυμίσει κάποια από εκείνα που οι πιο μεγάλοι ξεχάσαμε στην πορεία. Πετυχημένη η επιλογή του εντεκάχρονου Woody Norman στον ρόλο του ανιψιού, με την παρουσία του να λειτουργεί ως καταλύτης στις σχέσεις των υπολοίπων. Ο Νόρμαν στέκεται με άνεση δίπλα στον πάντα ποιοτικό Joaquin Phoenix, ο οποίος υποδύεται τον θείο και ραδιοφωνικό παραγωγό, που τον φιλοξενεί εξ ανάγκης.

Τα αυτούσια αποσπάσματα βιβλίων περί μητρότητας, δημοσιογραφίας και οικογένειας, τα γραπτά μηνύματα μεταξύ της μητέρας του παιδιού και του αδερφού της, οι αναδρομές στο παρελθόν ταυτόχρονα με την αφήγηση των όσων συνέβησαν σε πραγματικό χρόνο και τα όμορφα πλάνα των πόλεων με τις εμβόλιμες συνεντεύξεις των νέων ανθρώπων για το μέλλον τους σε μία Αμερική που διαρκώς αλλάζει δημιουργούν μία κατακερματισμένη εικόνα και μία ασάφεια ως προς τον προσανατολισμό του έργου ( παρόμοια η αίσθηση και για το κοινό στο οποίο απευθύνεται ). 

Η Ζωή συνεχίζεται
Χοακίν Φοίνιξ και Γούντι Νόρμαν σε μία αρμονική κινηματογραφική συνύπαρξη ( Φωτογραφία: A24 )

Η ανάδειξη όμως του τρόπου με τον οποίο μπορεί η παρουσία ενός παιδιού στις ζωές των ενηλίκων να τους κάνει να αναθεωρήσουν τις προτεραιότητες και τον κόσμο γύρω τους, βλέποντας μέσα από τα δικά του μάτια, κρύβει μία απλότητα και μία αθωότητα, που μόνο ως δεδομένες δεν θα έπρεπε να θεωρούνται. Πόσο μάλλον όταν και η "χημεία" του πρωταγωνιστικού διδύμου είναι τόσο πετυχημένη.

 

  • Όσα μας άρεσαν, χωρίς να τα λατρέψουμε
Dune
Μεγαλεπίβολο το εγχείρημα του Denis Villeneuve να χωρέσει το πρώτο βιβλίο του Dune σε δύο ταινίες ( Φωτογραφία: Warner Bros.)

Μεγάλες οι προσδοκίες για το Dune του Denis Villeneuve. Ενώ το ξεκίνημα εντυπωσιάζει, βάζοντάς μας στον κόσμο του βιβλίου, στη συνέχεια η δράση προχωρά με καταιγιστικούς ρυθμούς, χάνοντας στην ανάπτυξη χαρακτήρων και στην εξέλιξη της ιστορίας, με το έργο να προσπαθεί να καλύψει αρκετά πρόχειρα κάποιες από τις σημαντικές στιγμές του αριστουργήματος του Frank Herbert.Τα καλά νέα είναι πως αυτό που μένει από το πρώτο βιβλίο μπορεί να καλυφθεί πιο άνετα στην επόμενη ταινία. Εξαιρετικό, επίσης, το cast, πολύ καλά τα εφέ και το τεχνικό μέρος, υποβλητική η μουσική του Hans Zimmer, αλλά το τελικό αποτέλεσμα περισσότερο αδικεί το βιβλίο. Θριάμβευσε στα Όσκαρ χάρη κυρίως στο τεχνικό του μέρος (Οπτικών Εφέ, Ήχου, Διεύθυνσης Φωτογραφίας, Σκηνογραφίας, Μοντάζ και Πρωτότυπης Μουσικής).

The French Dispatch
Περισσότερο στιλ και λιγότερο συναίσθημα από τον Wes Anderson ( Φωτογραφία: American Empirical Pictures )

O Wes Anderson επανέρχεται με το ξεχωριστό του ύφος με το έργο H Γαλλική Αποστολή / The French Dispatch, μία από τις πιο στιλιζαρισμένες ταινίες του 2021. Τρεις διαφορετικές ιστορίες με κοινό παρονομαστή τον αρχισυντάκτη της ομώνυμης εφημερίδας ( Bill Murray ) και το δημοσιογραφικό λειτούργημα με συμπρωταγωνιστές μία πλειάδα πρωτοκλασάτων ηθοποιών (Benicio Del Toro, Frances McDormand, Adrien Brody, Tilda Swinton, Timothée Chalamet, Owen Wilson, Jeffrey Wright, Léa Seydoux). Υπολείπεται σε ουσία και συναίσθημα, αλλά οι ιστορίες έχουν αρκετή φινέτσα και φαντασία. Δεν είναι από τις καλύτερες του Άντερσον, αλλά παραμένει άκρως εντυπωσιακή και τολμηρή σε σημεία.

Nightmare Alley
Το Nightmare Alley ξεχωρίζει για τον ρόλο της Blanchett, την ατμόσφαιρα, την εικόνα, όπως και για το κλείσιμο ( Φωτογραφία: Fox Searchlight Pictures )

Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών / Nightmare Alley του "παραμυθά" Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο υπήρξε μία καλή ταινία, παρά τις αδυναμίες της. Η ιστορία βασίζεται σε εκείνη του ομώνυμου φιλμ νουάρ του 1947 ("Ο Αγύρτης" στα ελληνικά) με τον Bradley Cooper στον ρόλο του φιλόδοξου τυχοδιώκτη και του χαρισματικού κομπιναδόρου, που προσπαθεί να μάθει τα μυστικά πίσω από τα κόλπα των μάγων και των μέντιουμ ενός περιοδεύοντος τσίρκου. Στο δεύτερο μέρος έρχεται η Cate Blanchett ως femme fatale να ανατρέψει όσα θεωρούσαμε ως δεδομένα, δίνοντας μία νότα φιλμ νουάρ στην ταινία. Οι σεναριακές αδυναμίες του αυθεντικού ταλαιπωρούν και τη νεότερη εκδοχή με τις προσθήκες στην ιστορία της τελευταίας να μη βελτιώνουν ουσιαστικά το πρωτότυπο. Ο Κούπερ σε μία παράταιρη ερμηνευτικά παρουσία, παρά την αξιομνημόνευτη σκηνή του κλεισίματος, με την ατμόσφαιρα και τη μοναδική καλλιτεχνική διεύθυνση να μην καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον στις περίπου δυόμιση ώρες διάρκειας του έργου.

Petite Maman
Joséphine και Gabrielle Sanz στην πραγματικότητα, μητέρα και κόρη στην ταινία σε μία φανταστική συνεύρεση ( Φωτογραφία: Lilies Films )

Η Μικρή Μαμά / Petite Maman της Céline Sciamma έρχεται να μας θυμίσει τη διάθεση για περιπέτεια και την αθωότητα των παιδικών μας χρόνων μέσα από τη φανταστική συνεύρεση της μικρής σε ηλικία κόρης με την παιδική εκδοχή της μητέρας της με αφορμή τον θάνατο της γιαγιάς της πρώτης. Η Σιαμά επιλέγει τις δίδυμες αδερφές στον πραγματικό κόσμο Joséphine και Gabrielle Sanz για να παρουσιάσει αυτή τη σχέση σε ένα κινηματογραφικό χρονικό παράδοξο, στο οποίο επιχειρείται η ανάδειξη της αξίας της μητρότητας, υπενθυμίζοντάς μας, παράλληλα, τις ανάγκες των παιδιών μέσα από τις αντίστοιχες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας των ενηλίκων. Έργο γεμάτο με μία διακριτική ευαισθησία, που καταφέρνει να αναφερθεί και σε δύσκολα ζητήματα, όπως είναι η διαχείριση της απώλειας και το πένθος σε αυτές τις ηλικίες, αφήνοντας μία γλυκόπικρη αίσθηση.

Χαμένη Κόρη
Η Olivia Colman σε έναν ακόμα ρόλο πρόκληση ( Φωτογραφία: Endeavor Content )

Mία μητέρα που βρίσκεται στον αντίποδα στο έργο Η Χαμένη Κόρη / The Lost Daughter, το οποίο αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου της Έλενα Φεράντε, στην πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Maggie Gyllenhaal. Η Olivia Colman σε ρεσιτάλ ερμηνείας σε έναν ρόλο υψηλών ερμηνευτικών απαιτήσεων, υποδύεται τη Λίντα, η οποία έχει έρθει για διακοπές στις Σπέτσες, προσπαθώντας να ξεχαστεί από τις τύψεις του παρελθόντος της. Τα ένοχα μυστικά της αποκαλύπτονται στην πορεία μέσα από την παράλληλη εξιστόρηση των όσων είχαν συμβεί πριν από είκοσι χρόνια με την Jessie Buckley να ερμηνεύει τον ίδιο χαρακτήρα, θυμίζοντας φυσιογνωμικά την Κόλμαν. Η νεότερη Λίντα είναι μία φιλόδοξη γυναίκα, που δυσκολεύεται να συνδυάσει την επαγγελματική και την οικογενειακή της ζωή, οδηγώντας τον εαυτό της σε αδιέξοδα, που προκαλούν νεύρα και εντάσεις. Η Λίντα της Κόλμαν βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες των αποφάσεων της Λίντα της Τζέσι. Μία γυναίκα εμμονική, καταθλιπτική, ανασφαλής, παρορμητική και ψυχαναγκαστική, η οποία είναι συνέχεια αποστασιοποιημένη από τους γύρω τους, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό της. Η Κόλμαν καταφέρνει να αποδώσει αυτόν τον πολυεπίπεδα αντιφατικό χαρακτήρα με επιτυχία, παρουσιάζοντας σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, που συνηθίζεται να αγνοούνται τόσο από τους θεατές όσο και από τα κινηματογραφικά στούντιο.

Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και το The Card Counter του Paul Schrader με τον Oscar Isaac στον ρόλο ενός ιδιόρρυθμου παίκτη πόκερ, ο οποίος αναζητά την εξιλέωση από τα εγκλήματα που είχε κάνει ως πρώην ανακριτής του αμερικανικού στρατού, το The Bergman Island της Mia Hansen-Løve με ένα ζευγάρι κινηματογραφιστών να αναζητούν την έμπνευση στο νησί Fårö, στο οποίο έζησε και μεγαλούργησε ο Ingmar Bergman, με το έργο να μένει σε μία πιο επιφανειακή συσχέτιση με τον κορυφαίο δημιουργό, έχοντας μία ταινία να προκύπτει ως ιδέα μέσα στην ταινία, επισημαίνοντας την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία του σινεμά και το Red Rocket του Sean Baker με έναν πρώην πορνοστάρ, ο οποίος επιστρέφει στον τόπο του μετά από χρόνια για να κάνει μία νέα αρχή, παραμένοντας εγκλωβισμένος στα ίδια αποτυχημένα μεγαλεπίβολα σχέδια, σε μία μαύρη κωμωδία ενός αμερικανικού ονείρου, που παραμένει ως σκιά του εαυτού του. 

  • Άξια αναφοράς, που δεν τα αγαπήσαμε 

Ταινίες που προκάλεσαν θόρυβο και ξεχώρισαν, χωρίς όμως να μας κερδίσουν ή να μας συγκινήσουν, ξεκινώντας με δύο πρωτότυπες κινηματογραφικές περιπτώσεις απαιτήσεων, υπομονής και σινεφίλ αντοχών, που μας έκαναν να αναθεωρήσουμε τα κινηματογραφικά μας όρια ως θεατές.

Σκληρό και προκλητικό το Titane της Julia Ducournau παρουσιάζει ένα μοναδικό συνονθύλευμα τρόμου, φαντασίας και δράματος με εξαιρετικές ερμηνείες. Η εικόνα το ίδιο προκλητική με το δύσπεμπτο σενάριο της ερωτευμένης με τα αυτοκίνητα κατά συρροής δολοφόνου ( Agathe Rousselle ), που βρίσκει καταφύγιο στη μοναξιά ενός πυροσβέστη ( Vincent Lindon ), ο οποίος συναντά σε εκείνη τον γιο που είχε χάσει, με το αποτέλεσμα να ξεχωρίζει σε σχέση με τα όσα έχουμε δει ως σήμερα. Αυτή η πρωτοτυπία του έργου όμως δεν είναι για όλα τα γούστα. Βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.

Λιγότερο προκλητικό, αλλά εξίσου δύσκολο στο να το ακολουθήσουμε η Ανάμνηση / Memoria του Apichatpong Weerasethakul, που με τους αργούς ρυθμούς του και το απρόσμενο (αν και διφορούμενο) φινάλε απευθύνεται περισσότερο σε όσους βλέπουν το σινεμά ως εμπειρία και όχι ως ιστορία. Μυσταγωγία και ατμόσφαιρα με εξαιρετική χρήση του ήχου και μία απόκοσμη Tilda Swinton, η οποία προσπαθεί να βρει την ταυτότητα ενός θορύβου, τον οποίο ακούει μόνο εκείνη, για να συναντήσει μία σειρά από παράδοξα μίας ονειρικής κινηματογραφικής δημιουργίας. Ταινία η οποία μένει στην πρωτοτυπία και το συναίσθημα, χάνοντας την επαφή με την πραγματικότητα και τη σύνδεση με τον θεατή.

Και τα δύο έργα απαιτούν από τον τελευταίο να αφήσει τα όσα γνωρίζει ως δεδομένα και να αφεθεί στις ορέξεις των δημιουργών τους, επαναπροσδιορίζοντας το τι είναι το σινεμά. Αποκλειστικά για σκληροπυρηνικούς σινεφίλ.

Ως προς τις ταινίες που έγινε ντόρος με τις βραβεύσεις και τις υποψηφιότητες, Η Μέθοδος των Γουίλιαμς / King Richard ακολουθεί την κλασική συνταγή του πάτερ φαμίλια ( Will Smith ), ο οποίος οδηγεί τις διάσημες τενίστριες Σερένα και Βένους Γουίλιαμς στα πρώτα βήματα της λαμπρής καριέρας τους. Η ταινία εστιάζει στον (King) Richard Williams (ο Γουίλ Σμιθ επανέρχεται στις καλές ερμηνείες), στον οποίο και "χρεώνεται" και η επιτυχία τους. Η επίτευξη του αμερικανικού ονείρου σε μία εικόνα εξωραϊσμού της αυταρχικής και καταπιεστικής συμπεριφοράς του πραγματικού προσώπου, σε μία προβλέψιμη όσο δεν πάει κατά τα υπόλοιπα ταινία με τις δυόμιση ώρες να κρίνονται υπερβολικές. Ένα από τα πιο επεισοδιακά Όσκαρ Α' Ανδρικού ρόλου, που θα έχουμε να το θυμόμαστε στα χρόνια που θα έρθουν για τους λάθος λόγους.

Συνεχίζοντας με τo Belfast και την επιτηδευμένη σκηνοθεσία του Kenneth Branagh, ο οποίος χρησιμοποιεί τις διαμάχες μεταξύ των Προτεσταντών και των Καθολικών στο ξεκίνημα περισσότερο για εντυπωσιασμό, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες και να εμβαθύνει. Έχει πολύ καλές ερμηνείες (οι οποίες δεν αναδεικνύονται σε ορισμένες σκηνές από την άναρχη κινηματογράφηση), σε μεμονωμένες περιπτώσεις εντυπωσιακά πλάνα και κάποια λόγια που μένουν. Δεν υπάρχει όμως μία αβίαστη ροή, οδηγώντας σε ένα άνισο αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο, χωρίς την επιτήδευση των δημιουργών του. Βραβευμένη με Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου.

Tέλος, έντονος ο θόρυβος του Μην Κοιτάτε Πάνω / Don't look up του Adam McKay με μία πληθώρα κορυφαίων ηθοποιών ( Leonardo DiCaprio, Jennifer Lawrence, Meryl Streep, Cate Blanchett, Timothée Chalamet, Ron Perlman, Mark Rylance ) σε μία ανελέητη σάτιρα της σύγχρονης πραγματικότητας. Παρωδία των ταινιών καταστροφής, κοινωνικοπολιτική κριτική επίκαιρη λόγω πανδημίας, καυτηριάζοντας τα όσα συμβαίνουν στον "όμορφο" - καπιταλιστικό κόσμο μας. Το πρόβλημα είναι πως η σάτιρα από μόνη της δεν είναι αρκετή με πολλά από τα αστεία να μην είναι το ίδιο πετυχημένα, καταλήγοντας στον χαβαλέ για τον χαβαλέ του πράγματος. Ο μελοδραματισμός στο κλείσιμο (δεν αναφερόμαστε στους πετυχημένους μέσα στον γενικότερο χαμό τίτλους τέλους) και ο υπεραπλουστευμένος διδακτισμός αποδυναμώνουν τη δυναμική ενός έργου, που στο τέλος μας άφησε την αίσθηση πως για να το απολαύσουμε θα έπρεπε να το πάρουμε λιγότερο στα σοβαρά από όσο το κάναμε.

Το μεγαλύτερο όμως μειονέκτημα της ταινίας είναι πως σε σημεία η εγχώρια και η διεθνής πραγματικότητα με το διαθέσιμο πολιτικό προσωπικό εντός και εκτός συνόρων, αλλά και τα όσα συμβαίνουν στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, τα κέντρα εξουσίας και τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα ξεπερνούν κατά πολύ τον κινηματογραφικό τραγέλαφο του ΜακΚέι.

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.