Ένα μοναδικό κινηματογραφικό ταξίδι στο χρόνο
Tι κοινό έχουν οι Dino De Laurentiis, Sergio Leone, Bernardo Bertolucci, Luc Besson, James Cameron, Quentin Tarantino και Terry Gilliam ; Η απάντηση βρίσκεται στο όνομα Renato Casaro, τον άνθρωπο που δημιούργησε τις αφίσες κάποιων εκ των ταινιών τους, μαζί με αρκετές εκατοντάδες άλλων δημιουργών. Once Upon a Time in America, The Last Emperor, Dances with Wolves, A Fistful of Dollars, My Name Is Nobody, The Sheltering Sky, First Blood, Terminator 2: Judgment Day, True Lies, Misery, Total Recall, Quadrophenia, The Princess Bride, Angel Heart , Dune, Conan the Barbarian, Once Upon a Time... in Hollywood, The Adventures of Baron Munchausen είναι μόνο κάποιες από τις συνεργασίες του με κορυφαία κινηματογραφικά στούντιο και τους παραγωγούς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς τους.
Από τα spaghetti western των δεκαετιών του '50 και του '60, μέχρι τις ταινίες δράσης και επιστημονικής φαντασίας του '80 και του '90 και από κλασικά αριστουργήματα, ως κωμωδίες, κοινωνικά και θρίλερ με "άρωμα" b-movie, ο Casaro υπήρξε ένας άνθρωπος που αγάπησε τη δουλειά του όσο ελάχιστοι και υπηρέτησε το χώρο για περισσότερα από 40 χρόνια, θεωρούμενος ως ο κορυφαίος σχεδιαστής και δημιουργός κινηματογραφικών poster της Ιταλίας και ένας εκ των σημαντικότερων του κόσμου.
Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1935 στο Treviso της βόρειας Ιταλίας. Αν και οι δικοί του άνθρωποι δεν είχαν σχέση με τις τέχνες, ο ίδιος στάθηκε τυχερός, μιας και το σχολείο του έδινε έμφαση στην τέχνη και το σχέδιο, με τον δάσκαλό του να τον ενθαρρύνει και να τον κατευθύνει σωστά στο να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει. Ο Casaro αγάπησε το αντικείμενο και κουβαλούσε πάντοτε μαζί του ένα σημειωματάριο, όπου "απαθανάτιζε" σε σκίτσα και καρικατούρες στιγμές της σχολικής καθημερινότητας με πρωταγωνιστές τους δασκάλους και τους συμμαθητές του.
Το πάθος του με τα σκίτσα και τη ζωγραφική συνάντησε ένα ακόμα. Εκείνο με τον κινηματογράφο και τις ταινίες. Σχεδόν καθημερινά πήγαινε στα σινεμά της πόλης και όταν πετύχαινε τη στιγμή της αλλαγής των αφισών ζητούσε από τους ιδιοκτήτες να του τις δώσουν για να τις μελετήσει και να τις αντιγράψει στο σπίτι του, όπως και συνήθως συνέβαινε. Επαναλαμβάνοντας τις ίδιες κινήσεις ξανά και ξανά, κατάφερε να καλλιεργήσει διάφορες τεχνικές, αποκτώντας μία καλή βάση για τη συνέχεια. Κάποιες φορές έφτανε στα όριά του και αδυνατούσε να αναπαράγει το αυθεντικό, έχοντας απορίες και ερωτηματικά που τον έκαναν να επιθυμεί διακαώς το να εγκαταλείψει την πόλη του για τη Ρώμη, αδημονώντας να βρει τις απαντήσεις στα μυστήρια, που τον ιντρίγκαραν.
Αγαπημένοι του σχεδιαστές σε αυτό το διάστημα οι ομοεθνείς του Angelo Cesselon και Averado Ciriello, με το απόλυτο ίνδαλμά του να είναι ο Αμερικανός Norman Rockwell, "ρουφώντας" τις εικόνες του σαν σφουγγάρι σε κάθε τεύχος του περιοδικού The Saturday Evening Post που έπεφτε στα χέρια του.
Ισορροπώντας ανάμεσα στα "θέλω" του και στα "πρέπει" των δικών του, ξεκίνησε να εργάζεται ως σχεδιαστής λογότυπων στη διαφημιστική εταιρεία Longo & Zoppelli του Treviso, φτιάχνοντας τις ετικέτες σε μπουκάλια κρασιών και ιταλικά panettone, με την αίσθηση της ικανοποίησης, από την αναγνώριση των πρώτων προσπαθειών του στις αφίσες και τα ράφια των καταστημάτων, να αποτελεί το "ορεκτικό" για τα όσα θα ακολουθούσαν στη συνέχεια.
Πρώτη επαγγελματική επαφή με τον κινηματογράφο η συνεργασία του με το ιστορικό σινεμά Garibaldi στο Treviso και ο σχεδιασμός της πελώριας κεντρικής αφίσας στο εσωτερικό του, που άλλαζε κάθε 2-3 εβδομάδες.
Σε ηλικία 20 ετών κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και ταξιδεύει στη Ρώμη, παρά τις ενστάσεις και τις ανησυχίες της οικογένειάς του. Έχοντας μαζί του ως portfolio φωτογραφίες από τις δημιουργίες του για το σινεμά Garibaldi και δείγματα των σχεδίων του, προσλήφθηκε από το Studio Favalli, το οποίο εξειδικευόταν στο σχεδιασμό αφισών για την ιταλική βιομηχανία κινηματογράφου.Στην εταιρεία είχε ως μέντορα τον ιδιοκτήτη Augusto Favalli, συνεργάτη στο σχεδιασμό τον Renato Fratini, ενώ την εικονογράφηση των τίτλων και των γραμμάτων την αναλάμβανε πάντα τρίτο πρόσωπο.
Oι τιμές την εποχή εκείνη κυμαίνονταν γύρω στις 60.000 λίρες ανά αφίσα (περίπου 30 ευρώ) που ήταν αρκετά, αναλογιζόμενοι πως με 400.000 λίρες (7 με 8 αφίσες) μπορούσε κάποιος να αγοράσει το κλασικό Fiat Cinquecento. Το κλίμα στην εταιρεία ήταν καλό, αν και κάποιες φορές γινόταν ανταγωνιστικό. Ένα χρόνο μετά, ύστερα και από προτροπή του Augusto, ο Casaro έγινε ανεξάρτητος και άρχισε τις απευθείας συνεργασίες με παραγωγούς και διανομείς, που αναζητούσαν μία "φρέσκια ματιά" στα παλιομοδίτικα σχέδια της πλειοψηφίας. Έχοντας το παρατσούκλι ‘Renato fa presto’, από την ταχύτητα με την οποία ολοκλήρωνε τις δουλειές που του ανέθεταν, έφτιαξε το δικό του όνομα, συνεργαζόμενος με οποιονδήποτε του το ζητούσε με τις περισσότερες προτάσεις να έρχονται από μικρομεσαίες εταιρείες παραγωγής, που γύριζαν τις λεγόμενες b-movies και ταινίες κοντύτερα στη φιλοσοφία του σημερινού ανεξάρτητου κινηματογράφου.
Η αναγνωρισιμότητα τον οδήγησε στο να στήσει τη δικιά του εταιρεία με την ποιότητα της δουλειάς του να μην είναι αυτή που θα ήθελε, εξαιτίας του φόρτου εργασίας. O ίδιος θυμάται πως υπήρχαν φορές που είχε μόνο μία μέρα για να ολοκληρώσει ένα poster. Σταδιακά ξεκίνησε και τις συνεργασίες με τα μεγάλα στούντιο, έχοντας ως αφετηρία την ταινία "Και οι επτά ήταν υπέροχοι", που αποτέλεσε σημείο καμπής στην καριέρα του.
Αυτός που του έδωσε διεθνή αναγνώριση ήταν ο Dino De Laurentiis, αρχικά με τα σχέδιά του για την ταινία "Η Βίβλος" το 1966 να εμφανίζονται σε γιγαντιαίες πινακίδες στο Sunset Boulevard του Los Angeles για μήνες, και στη συνέχεια με τις αφίσες του σε έργα όπως τα Flash Gordon και Dune. Σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του το poster για την ταινία "Κόναν ο Βάρβαρος", που χρησιμοποιήθηκε σε πληθώρα αγορών και είναι αναγνωρίσιμο ακόμη και σήμερα.
Την εποχή εκείνη το όνομα De Laurentiis ήταν συνώνυμο του μύθου στην Ιταλία, με το εξωπραγματικό σπίτι και τα στούντιό του στην εξοχή, έξω από τη Ρώμη, και το ελικοδρόμιο στην κορυφή του πύργου του. Παρά τον πλούτο, εκείνο που τον ξεχώριζε ήταν η πίστη στους συνεργάτες του, που διατηρήθηκε ακόμη και όταν εγκατέλειψε την Ιταλία για χάρη της Αμερικής, με τους υπεύθυνους φωτισμού, μακιγιάζ και τον σχεδιαστή παραγωγής να παραμένουν τα ίδια πρόσωπα, στοιχείο που ευνόησε και τον Casaro, τον οποίο πολύ συχνά ο Dino καλούσε στο χώρο των γυρισμάτων, πληρώνοντας τη διαμονή του σε ακριβά ξενοδοχεία για να κάνει τα πρώτα σχέδια, πριν μεταβεί στη Ρώμη για να τα ολοκληρώσει .
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Renato Casaro δεχόταν προτάσεις από ολόκληρο τον κόσμο, έχοντας γίνει διάσημος στο χώρο χάρη στους πειραματισμούς στο στυλ χρωματισμού και στα εργαλεία που χρησιμοποιούσε. Εμπνεόμενος από τους Ιάπωνες καλλιτέχνες, υιοθέτησε τη χρήση πιστολιού βαφής αέρος, που προσέδιδε φωτο-ρεαλιστική όψη στο αποτέλεσμα, το οποίο και χρησιμοποιούσε με φειδώ για τις λεπτομέρειες, τις σκιές και τους φωτισμούς της εικόνας.
Αυτή η διάθεση καινοτομίας και προσαρμογής στις νέες καταστάσεις τον βοήθησε να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες ανάγκες ενός χώρου, που είχε αλλάξει δραματικά από τη δεκαετία του '50 σε εκείνες του '70 και του '80, με τον ίδιο να διατηρεί τον δημιουργικό έλεγχο σε κάθε δουλειά του, αναλαμβάνοντας τις αφίσες, τις διαφημίσεις των εφημερίδων και οτιδήποτε άλλο σχετιζόταν με την προώθηση του φιλμ.
Συνέπεια όλων αυτών πως εργαζόταν 7 ημέρες την εβδομάδα, ακόμη και 12 ώρες ανά ημέρα, με δυσκολία στο να αρνηθεί τις προτάσεις που του έκαναν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το διαζύγιο στον πρώτο του γάμο με την εταιρεία του να έχει γίνει η ζωή και το πάθος του.
Χαρακτηριστική είναι η συνεργασία του με τον Sergio Leone για το "Κάποτε στην Αμερική", όταν και ζητήθηκε η συνδρομή του, χωρίς όμως να του δοθεί αρχικά σχετικό υλικό, με εκείνον να απαντά αρνητικά. Μήνες μετά η εταιρεία διανομής του έργου στη Γερμανία, αγορά στην οποία ο Casaro είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία καλύπτοντας την έλλειψη σε δημιουργούς αφισών της εν λόγω χώρας, ήρθε σε συμφωνία μαζί του, μιας και στο μεσοδιάστημα είχαν κυκλοφορήσει φωτογραφίες και πληροφορίες για την ταινία. Ο ίδιος ετοίμασε μία πολύχρωμη αφίσα για τα σινεμά των μικρών πόλεων και χωριών και μία περισσότερο σκοτεινή και "εκλεπτυσμένη" για το κοινό των μεγαλουπόλεων.
Ο Leone συνάντησε τον Casaro και λάτρεψε τις προτάσεις του δίνοντάς του συγχαρητήρια. Ο εκπρόσωπος, όμως, του διαφημιστικού τμήματος της Ιταλίας ήταν διστακτικός, λέγοντας πως, αν και του άρεσαν τα χρυσά κεφάλια στην εκδοχή για τις μεγαλουπόλεις, θα έπρεπε να προστεθεί και εκείνο μίας γυναίκας, για να λάβει την αποστομωτική απάντηση του Leone πως "όπου υπάρχουν άντρες που δείχνουν ισχυροί με κομψά κουστούμια μπορείς να συμπεράνεις ότι κάπου εκεί ανάμεσά τους κρύβεται και μία γυναίκα". Ο Casaro χαρακτηρίζει τον Leone ως φιλόξενο, ευγενικό και πάντοτε διαθέσιμο, άνθρωπο που έδινε σημασία στις σχέσεις με τους συνεργάτες του πίσω από τις κάμερες.
Άξιο αναφοράς είναι και το περιστατικό με την αφίσα της ταινίας του Bertolucci, "Τσάι στη Σαχάρα", όταν ο ατζέντης του John Malkovich επέμενε, σύμφωνα και με τα συμβόλαια, πως ο πελάτης του δε θα έπρεπε να απεικονιστεί χαμηλότερα ή στα δεξιά της συμπρωταγωνίστριάς του Debra Winger. Για να αποφύγει το αδιέξοδο ο Casaro επέλεξε να ζωγραφίσει τις δύο φιγούρες ακριβώς στο ίδιο σημείο, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπά τους, ώστε να μην υποστεί τις νομικές κυρώσεις με την εικόνα να γίνεται εξώφυλλο ακόμη και στο ομώνυμο βιβλίο.
Στον "Τελευταίο Αυτοκράτορα" ζητήθηκε από τον Bertolucci να μην υπάρξει κάποια πολιτική αναφορά και να αποφευχθεί το έντονο κόκκινο χρώμα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Για αυτό και η τελική αφίσα εστιάζει στον μικρό αυτοκράτορα με τον Casaro να νιώθει υπερήφανος που η δημιουργία του χρησιμοποιήθηκε και στην προώθηση της ταινίας στην Κίνα.
Ο Casaro έγινε επίσης γνωστός για την απεικόνιση των "μπρατσωμένων" κινηματογραφικών ηρώων, ειδικότερα κατά τη δεκαετία του '80, με τον ίδιο να δηλώνει πως ήθελε να τους απεικονίσει λίγο πριν να συμβεί η δράση, χωρίς να εστιάζει στη βία ή να "χαλάει" το στοιχείο της έκπληξης στο θεατή.
Έχοντας γνωρίσει επιτυχία στη γερμανική αγορά, μετακόμισε για λίγα χρόνια με την Gabriele, τη δεύτερη σύζυγό του, στο Μόναχο, όπου και ολοκλήρωσε την καριέρα του στις κινηματογραφικές αφίσες με το poster για την ταινία "Asterix και Obelix εναντίον Καίσαρα" του 1999. Βλέποντας την ψηφιακή εποχή των υπολογιστών να πλησιάζει, με την τεχνολογία να τον αφήνει ασυγκίνητο, αποφάσισε να σταματήσει και να στραφεί σε μία πιο προσωπική σειρά έργων τέχνης με το όνομα "Painted Movies". Θέμα τους ταινίες και ηθοποιοί που δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει στην πολύχρονη καριέρα του, είτε επειδή ήταν πολύ νέος όταν το έργο κυκλοφόρησε είτε γιατί οι καλλιτέχνες είχαν εγκαταλείψει το επάγγελμα. Χωρίς την πίεση του χρόνου και τους περιορισμούς διανομέων και σκηνοθετών, δίνει νέα πνοή σε αγαπημένες κινηματογραφικές στιγμές, παύοντας να είναι ο ‘Renato fa presto’ του παρελθόντος.
Παράλληλα, ζωγραφίζει πίνακες με πρωταγωνιστές άγρια ζώα της Αφρικής, με τον ίδιο να δηλώνει πως σε αντίθεση με συναδέλφους του, που εξειδικεύονταν είτε στα πρόσωπα είτε στα ζώα, εκείνος τα κατάφερνε το ίδιο καλά και στις δύο κατηγορίες θεμάτων.
Σε αντιδιαστολή με τα όσα συμβαίνουν σήμερα, στις εποχές του Casaro δημιουργούνταν ξεχωριστές αφίσες ανά χώρα και περιοχή, που να ταιριάζουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε λαού και της εκάστοτε πληθυσμιακής ομάδας, κάτι που στις μέρες μας έχει εξαφανιστεί, συνέπεια τόσο της παγκοσμιοποίησης και της ταχύτητας της διάδοσης της πληροφορίας, όσο και των σύγχρονων οικονομικών παραγόντων. Ο ίδιος αναφέρει με ικανοποίηση πως το έργο του ήταν δημοφιλές σε ολόκληρη την Ιταλία (και όχι μόνο σε μεμονωμένες περιοχές της, όπως συνηθιζόταν) ενώ για τη γερμανική αγορά έφτιαχνε δύο εκδοχές ανά ταινία, μία για τις μεγαλουπόλεις και μία για τις μικρότερες κοινωνίες, όπως και αναφέρθηκε στο παράδειγμα του "Κάποτε στην Αμερική".
Το πρόβλημα της εποχής μας, σύμφωνα με τον Casaro, είναι πως πολλές αφίσες καταλήγουν να μοιάζουν πανομοιότυπες, γιατί ξαναχρησιμοποιούν παρόμοιες ιδέες στο σχεδιασμό και τα χρώματα. Ακόμη χειρότερα, τα στούντιο και οι εταιρείες διανομής επιλέγουν τις ίδιες φωτογραφίες σε όλες τις αγορές, χωρίς να εξειδικεύουν ανά περίπτωση. Ο ίδιος δηλώνει απελπισμένος, χαρακτηρίζοντας τις σύγχρονες αφίσες ως βαρετές, χωρίς φαντασία και επαναλαμβανόμενες, μη θέλοντας να ρισκάρουν σε κάτι το διαφορετικό.
Οι πληροφορίες του άρθρου από συνέντευξη του Renato Casaro στο Film on Paper. Επιπρόσθετες πληροφορίες από την Wikipedia.
Οι φωτογραφίες του άρθρου, όπως και του λευκώματος που ακολουθεί, από τον επίσημο ιστότοπο του Renato Casaro.