Ο Δρόμος περνά από μέσα

Ο δρόμος περνά από μέσα
12.03.2020
Ο Δρόμος περνά από μέσα

Άνθρωποι από μέσα

Ξεκινάμε με την παραδοχή πως το κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη είναι ένα από τα αρτιότερα που έχουν γραφεί στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Μεστό σε νοήματα, με πολλαπλές "αναγνώσεις", σε γλώσσα απλή και κατανοητή, που, όμως, χαρακτηρίζεται από ένα μοναδικό λυρισμό, με κάθε λέξη να έχει λόγο ύπαρξης και κάθε στιγμή να αποτελεί ακόμη ένα κομμάτι ενός συνόλου που αγγίζει το τέλειο, σε ένα κομψοτέχνημα συναισθημάτων, μηνυμάτων και ρυθμού, που παραπέμπει συνειρμικά στα αριστουργήματα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.

Ο δρόμος περνά από μέσα

 Πρωταγωνιστές που αποδεικνύονται κομπάρσοι στη "ζωή" ενός άψυχου σπιτιού, ένα χάσμα γενεών με τον ιδιοκτήτη του Φάνη Ποριώτη (Πέρης Μιχαηλίδης) να μένει "αγκαλιασμένος" με τις αναμνήσεις του παρελθόντος, παρά το γεγονός πως κάποιες από αυτές ήταν απροσδιόριστα τραυματικές, και τον νεαρό ανιψιό του Ανδρέα (Αλέξανδρος Βάρθης), που είναι συγκληρονόμος, να αδημονεί στο να αφεθεί στα όνειρα του μέλλοντος, μένοντας εγκλωβισμένος στο παρόν από τις εμμονές του θείου του.  Ο ανιψιός βλέπει το σπίτι ως ευκαιρία για το επόμενο βήμα, ένα "οικόπεδο" που είναι το εισιτήριο για την επαγγελματική του εξέλιξη και ο θείος ως το "σωσίβιο" μίας καταρρακωμένης ζωής, με το κείμενο να κάνει νύξεις, χωρίς αποδείξεις.

Αναρωτιόμαστε, αδυναμία των παλαιότερων, οι οποίοι μένουν προσκολλημένοι στις εξιδανικευμένες αναμνήσεις και στην ύλη που τις συνοδεύει, αφήνοντας την περιουσία τους να χάνεται σιγά - σιγά από τη φθορά του χρόνου ή ρομαντισμός ανθρώπων γεμάτων ευαισθησία, που δίνουν περισσότερη αξία στη μνήμη και την εμπειρία από το χρήμα, εκτιμώντας την ομορφιά μίας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί με τα απομεινάρια της να αντιμετωπίζονται ως "είδος υπό εξαφάνιση"; Στον αντίποδα, ωμός ρεαλισμός, που, όμως, αντικρίζει την ύλη ως το μέσο για την επιτυχία, πριν να χαθεί η λάμψη της ή απερισκεψία και έλλειψη καλαισθησίας, που επιθυμεί το "ξεπούλημα" στο βωμό του βραχυπρόθεσμου κέρδους; 

​​Ο δρόμος περνά από μέσα

Δίπλα στον Φάνη, η Γλυκερία (Ρούλα Πατεράκη), γυναίκα που συνυπάρχει με την ιστορία της οικογένειας, σε παράλληλους βίους με τον πρωταγωνιστή, γνωρίζοντας κάθε σπιθαμή του σπιτιού και έχοντας σκοπό της ζωής της το να το προστατεύσει μαζί με τον ιδιοκτήτη του. 

Ανάμεσά τους, παρεισφρέει το ζευγάρι των Χάρη Αντωνάκου (Πάρις Θωμόπουλος) και της Λίτσας (Κωνσταντίνα Κλαψινού), που εποφθαλμιούν το οίκημα και προσπαθούν να ξεγελάσουν τον μοναχικό και καλόπιστο Φάνη, θέλοντας, δήθεν, να τον βοηθήσουν στο να το συντηρήσει, πουλώντας κάποια από τα πολύτιμα αντικείμενά του. Οργανωτής του σχεδίου ο Χάρης, με τη Λίτσα να είναι το υποχείριό του, ένα πλάσμα με αγγελικό πρόσωπο, που βρίσκεται κάτω από τη διαβολική σκιά του συζύγου, μέχρι να φτάσουμε στο κλείσιμο και στην από κοινού συνειδητοποίηση της αλήθειας τους και του ψέματός της. 

Ο Καμπανέλλης παρουσιάζει με λεπτεπίλεπτο τρόπο τους χαρακτήρες, χωρίς να τους βάζει στα στερεοτυπικά "καλούπια" του καλού και του κακού, παρά δείχνοντάς τους ως ανθρώπους με τις ελπίδες και τα ελαττώματά τους, αφήνοντας ανοικτές τις απαντήσεις στα διλήμματα που προκύπτουν.       

Ο δρόμος περνά από μέσα

Το ενδιαφέρον με την προσέγγιση του Σουγάρη είναι πως οπτικοποιεί τον κομβικό ρόλο του σπιτιού, αντιστρέφοντας τις θέσεις του σκηνικού και των ηθοποιών, με την τοποθέτηση ενός γιγαντιαίου κουκλόσπιτου στο κέντρο της σκηνής, γύρω και μέσα από το οποίο κινούνται οι χαρακτήρες, ανάγοντάς το σε πραγματικό πρωταγωνιστή του έργου, που ευχόμαστε να μη χαθεί στη σκόνη κάποιας αποθήκης μετά το πέρας της παράστασης. Εξαιρετική η υλοποίηση της Ελένης Μανωλοπούλου με εντυπωσιακές λεπτομέρειες του πτυσσόμενου κτιρίου, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, έχοντας τα έπιπλα μινιατούρες και το φωτισμό να μη μένουν στην εικόνα, αλλά να αξιοποιούνται σκηνοθετικά, διατηρώντας, μετά τον αρχικό θαυμασμό, το ενδιαφέρον. 

Η πρωτότυπη σύλληψη ζωντανεύει το σπίτι, το οποίο είναι πανταχού παρών σε κάθε στιγμή των γιγάντων -"συμπρωταγωνιστών" του, κάνοντάς μας, τελικά, να ερχόμαστε στα λόγια του Ανδρέα και να αναρωτιόμαστε για το ποιος εξουσιάζει ποιον και για το αν το ίδιο είναι ιδιοκτησία των μελών της οικογένειας Ποριώτη ή εκείνα του σπιτιού τους. 

​ Ο δρόμος περνά από μέσα

Το κουκλόσπιτο οδηγεί σε σουρεαλιστικές στιγμές, ενισχύοντας την αλληγορική σημασία του έργου. Από την άλλη πλευρά, η οπτικοποίηση έχει ως συνέπεια την απλοποίηση της ατμόσφαιρας της πρωτότυπης εκδοχής. Αν και η αντιστροφή των υποκειμένων και του περιβάλλοντος βοηθά στο να επικεντρώσει ο θεατής στους ηθοποιούς, στις στιγμές που παρεμβάλλεται ανάμεσά τους το κτίριο δημιουργείται περισσότερο η αίσθηση μακρόσυρτων μονολόγων, έναντι εκείνης των μεταξύ τους διαλόγων. Και αν αυτή η "απομόνωση" μπορεί να είναι επιθυμητή και σε σημεία να λειτουργεί καθηλωτικά, σε κάποια άλλα κάνει πιο στατική τη ροή, παραπέμποντας σε αφήγηση ιστορίας και όχι σε ερμηνεία μονολόγου.

Στο επιχείρημα πως και στην πρωτότυπη εκδοχή συμβαίνει ως ένα βαθμό το ίδιο, έρχεται η δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση, που είναι η σύμπτυξη του κειμένου σε μία "παράλληλη πορεία" με εκείνη του χώρου, που ήδη περιγράφηκε. Τα όσα έχουν επιλεγεί είναι ατόφια αποσπάσματα με τις χαρακτηριστικότερες στιγμές και τις κλασικότερες φράσεις του έργου του Καμπανέλλη, ακολουθώντας την ιστορία και τις σκηνές του. Κατά ένα τρόπο, ο Σουγάρης καταφέρνει να καινοτομήσει με τις επιλογές του, χωρίς οι όποιοι νεωτερισμοί να αλλοιώσουν την αίσθηση του αυθεντικού.

Σε ένα έργο, πάλι, που υπάρχουν χρονικά άλματα σε σημεία και μικρές λεπτομέρειες, οι οποίες αναδεικνύουν τους χαρακτήρες, τις μεταξύ τους σχέσεις και το παρελθόν τους, αυτές οι διαφοροποιήσεις κάνουν λιγότερο ομαλή την ανάπτυξη των ηρώων, την αιτιολόγηση των ενεργειών τους και τις μεταβάσεις σε μεμονωμένες σκηνές, που μας φάνηκαν ελάχιστα πιο βεβιασμένες από όσο θα θέλαμε. 

 Μπορεί, λοιπόν, με το κουκλόσπιτο, την αλληγορία του και τις μεμονωμένες "παρεμβάσεις" να επιτυγχάνεται μία γρηγορότερη ροή και ένας ρυθμός που αναδεικνύει την ποίηση του αρχικού, είναι, όμως, τόσο ενδιαφέρον το στήσιμο, μαζί με τις ερμηνείες των ηθοποιών, σε ένα κείμενο που συνυπάρχουν ο λυρισμός και η εξαιρετική γραφή ως είχε, που θα επιθυμούσαμε να κρατούσε περισσότερο η εμπειρία της συγκεκριμένης προσέγγισης.

​Ο δρόμος περνά από μέσα

Πετυχημένες οι επιλογές των ηθοποιών με τον Πάρι Θωμόπουλο να ξεχωρίζει ερμηνευρικά σε κάθε στιγμή του, τον Πέρη Μιχαηλίδη, αν και σε σημεία περισσότερο σε ρόλο αφηγητή, να δίνει ρεσιτάλ στο μονόλογο του Φάνη για τη λεύκα των παιδικών του χρόνων στην κορυφαία στιγμή της παράστασης, τον Αλέξανδρο Βάρθη να γεμίζει με την παρουσία και την κίνησή του τη σκηνή, την Κωνσταντίνα Κλαψινού, που κινείται περισσότερο μονοδιάστατα, στην πιο δύσκολη σκηνή του κλεισίματος να ανταποκρίνεται εξαιρετικά και τη Ρούλα Πατεράκη να ταιριάζει φυσιογνωμικά με το ρόλο και τον συμπρωταγωνιστή της σε ένα θεατρικό ζευγάρι με τον Μιχαηλίδη που μένει. Μόνο ψεγάδι το ότι σε σημεία ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουμε κάποια από τα λόγια της με το μονόλογο της Γλυκερίας να μην είναι τόσο έντονος όσο θα περιμέναμε.

Στο τέλος φτάνουμε σε ένα οξύμωρο συμπέρασμα. Το διαφορετικό στήσιμο με το κουκλόσπιτο καθιστά ιδανική την παράσταση για όσους έχουν δει την αυθεντική εκδοχή και θέλουν κάτι το διαφορετικό. Την ίδια στιγμή οι διαφοροποιήσεις του κειμένου το πιθανότερο είναι πως θα απογοητεύσουν. Όσοι πάλι δεν έχουν έρθει σε επαφή με το αριστούργημα του Καμπανέλλη θα ενθουσιαστούν με τον λυρισμό, τα νοήματα και το πρωτότυπο σκηνικό, αλλά ενδέχεται, την ίδια στιγμή, να νιώσουν τα κενά στη ροή, την ιστορία και τους χαρακτήρες.

 Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, πως η ιδανικότερη προσέγγιση για την εκδοχή του Σουγάρη και των συνεργατών του είναι το να την αντιμετωπίσουμε ως μία αυτόνομη δημιουργία, βλέποντάς την για αυτό που είναι, βάζοντας στην άκρη τις όποιες προσδοκίες από το πρωτότυπο και τις συγκρίσεις μαζί του, παύοντας να είμαστε δέσμιοι του παρελθόντος, όπως είναι και το ζητούμενο για κάποιους εκ των πρωταγωνιστών. Αυτή η αλληγορική "γλώσσα" της παράστασης, μαζί με το ιδιαίτερο σκηνικό και τη διακριτική μουσική  (Στέφανος Κορκολής), καταφέρνουν να αναδείξουν τον λυρισμό του Καμπανέλλη σε υπερθετικό βαθμό, δικαιολογώντας την πιο αφαιρετική εκδοχή και βοηθώντας στο να δούμε τα όσα διαδραματίζονται πέρα από το χώρο, το χρόνο και τα πρόσωπα, διακρίνοντας με μεγαλύτερη ευκολία κοινωνίες και γενιές ολόκληρες, που "βουλιάζουν" μπροστά στη θέα των ανεκπλήρωτων ονείρων τους, για να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το ερώτημα του τι είναι τελικά η ζωή, με την απάντηση του "εμείς" να ακούγεται πιο συγκεκριμένη και πιο χαοτική από ποτέ. 

Ο δρόμος περνά από μέσα

Κείμενο: Ιάκωβος Καμπανέλλης / Επεξεργασία κειμένου: Στέργιος Πάσχος και Χρήστος Σουγάρης

Πρωταγωνιστούν: Ρούλα Πατεράκη, Πέρης Μιχαηλίδης, Πάρις Θωμόπουλος, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Αλέξανδρος Βάρθης

Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης

Θέατρο Μικρό Χορν

Διάρκεια: 90' (χωρίς διάλειμμα)

Τελευταίες παραστάσεις: Πέμπτη - Παρασκευή - Σάββατο 21:00 / Κυριακή 18:00

Πέμπτη - Παρασκευή: Κανονικό 18€ / Φοιτητικό - Ανέργων - ΑμεΑ 15€ / Ατέλεια (Πέμπτη) 5€ 

Σάββατο - Κυριακή: Κανονικό 20€ / Φοιτητικό - Ανέργων - ΑμεΑ 17€

Για περισσότερες πληροφορίες (επίσημη σελίδα του θεάτρου στο facebook) : Ο Δρόμος περνά από μέσα

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.