"The Americans": καταρρίπτοντας τον μύθο ενός ονείρου

The Americans
13.06.2020
"The Americans": καταρρίπτοντας τον μύθο ενός ονείρου

Το έργο που επαναπροσδιόρισε τη συλλογική ταυτότητα ενός ολόκληρου έθνους

"Οι Αμερικάνοι" δεν είναι μόνο το σημαντικότερο έργο του Robert Frank, αλλά αποτελούν σημείο αναφοράς για το μέσο της φωτογραφίας με πολλούς να το θεωρούν ως "το πιο σημαντικό λεύκωμα, που εκδόθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο". Η ιστορία της δημιουργίας και της αναγνώρισης αυτού του μνημειώδους έργου είναι το ίδιο συναρπαστική όσο και οι φωτογραφίες του, που σημάδεψαν και καθόρισαν την ταυτότητα ενός ολόκληρου έθνους με τρόπο που παραμένει διαχρονικά επίκαιρος, προκαλώντας με την αμεσότητα με την οποία θίγονται τα ζητήματα της σύγχρονης Αμερικής, που έχουν καθολική απήχηση στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της εποχής μας.

Parade Hoboken, New Jersey, 1955. From The Americans © Robert Frank
Parade Hoboken, New Jersey, 1955 (The Americans © Robert Frank)


 Ένα ταξίδι δύο ετών με περισσότερα από 10 χιλιάδες μίλια σε 48 διαφορετικές Πολιτείες των Η.Π.Α., μεταφέροντας δύο κάμερες και κουτιά φιλμ σε ένα μαύρο Ford Business Coupe μαζί με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, για να τραβήξει περισσότερες από 27.000 φωτογραφίες, πριν να καταλήξει στις 83 του λευκώματος, που έμεινε στην ιστορία της φωτογραφίας.

 Ο Frank γεννήθηκε
 στη Ζυρίχη στις 9/11/1924 και ήταν Ελβετός εβραϊκής καταγωγής, που παρέμεινε ασφαλής στη χώρα του κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, βρίσκοντας στη φωτογραφία το προσωπικό του "καταφύγιο". Το 1947 μετανάστευσε στην Αμερική και δούλεψε σε διάφορα περιοδικά, όπως το Harper’s Bazaarαναζητώντας την καταξίωση. Τον διακατείχε η επιθυμία του να εκδώσει κάποιες από τις φωτογραφίες του σε ένα βιβλίο, δημιουργώντας το προσωπικό του φωτογραφικό project. Ελλείψει φωτογραφικών εκθέσεων, που θα έδιναν τη δυνατότητα στους φωτογράφους να διαφημίσουν το έργο τους στα μετέπειτα χρόνια, τα λευκώματα αποτελούσαν μία καλή λύση στο βιοποριστικό πρόβλημα των επαγγελματιών του χώρου και στην ανάγκη της ευρύτερης απήχησής τους.

Robert Frank
Ο Robert Frank επί το έργον (Φωτογραφία: Wayne Miller / Magnum)

Τα δημοφιλέστερα περιοδικά της εποχής, όπως το Life και το Look, έδιναν μία ωραιοποιημένη εικόνα της Αμερικής, που συμβάδιζε με το μεταπολεμικό κλίμα ευδαιμονίας και άκρατης αισιοδοξίας, όταν και οι Η.Π.Α. αναδείχθηκαν σε παγκόσμια υπερδύναμη.  Η δεκαετία του ’50 ήταν εκρηκτική με την τηλεόραση, τις έγχρωμες ταινίες και το ροκ εντ ρολ να δημιουργούν μία πλασματική εικόνα, που επισκίαζε τη φτώχεια, τις ανισότητες, τον ρατσισμό και την απελπισία. Αν και δημοσιεύονταν μεμονωμένες φωτογραφίες του Frank, ο ίδιος ήθελε να δημιουργήσει μία ολοκληρωμένη φωτογραφική ιστορία, που θα ανταγωνιζόταν εκείνες άλλων συναδέλφων του στα προαναφερθέντα μέσα, χωρίς όμως να είναι σαν αυτές.

Life Cover
Eξώφυλλο του περιοδικού Life από το τεύχος ιουλίου του 1950 (Φωτογραφία: originallifemagazines.com)

Κατά τη δεκαετία του '50 η φωτογραφία δεν είχε ακόμη καθιερωθεί ευρέως ως τέχνη και οι τότε φωτογράφοι είχαν τον ανάλογο ρόλο με εκείνο των αφηρημένων εξπρεσιονιστών, που έκαναν την εμφάνισή τους μεταπολεμικά στην Αμερική, εισάγοντας νέες τεχνικές και λήψεις. Ο Robert Frank υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους, αναδεικνύοντας τη φωτογραφία με τρόπο που δεν είχε καταφέρει κανένας άλλος στο παρελθόν.

Η μεγάλη ευκαιρία του δόθηκε με την υποτροφία Guggenheim, την οποία διεκδίκησε και κέρδισε, ο πρώτος Eυρωπαίος που το κατάφερε. Ο Walker Evansσυντάκτης φωτογραφιών στο Fortune, καθώς και οι Alexey Brodovitch, Edward Steichen, Alexander Liberman και Meyer Schapiro έγραψαν συστάσεις για τον Frank, όταν υπέβαλε την αίτηση για την υποτροφία το 1955, προκειμένου να λάβει την απαιτούμενη χρηματοδότηση για το μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Ο Evans αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιρροή για το μνημειώδες project του Frank, μιας και το βιβλίο του "American Photographs" του 1938, που δεν είχε τύχει ιδιαίτερης αναγνώρισης στη δεκαετία του ‘50, υπήρξε ο "πρόδρομος" του εγχειρήματος του "The Americans". Ο Frank, περιγράφοντας το πώς ένιωσε αντικρίζοντας τη δουλειά του Walker, έγραψε στο U.S. Camera Annual του 1958Όταν είδα για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του Walker Evans σκέφτηκα αυτό που έγραψε ο Malraux: «να μετατρέπεις το πεπρωμένο σε επίγνωση»." 

Παρά ταύτα η ματιά του Evans υπήρξε περισσότερο παρατηρητική, επαναλαμβανόμενη και αποστασιοποιημένη από τη γεμάτη συναίσθημα αισθητική του Frank. Στη συστατική επιστολή του ο Evans αναφέρει χαρακτηριστικά για τον τελευταίο: «Είναι ίσως ο πιο χαρισματικός από τους νέους φωτογράφους... είναι γεννημένος φωτογράφος, αν είναι δόκιμη αυτή η φράση. Είναι ένας γεννημένος καλλιτέχνης. Έχει το χάρισμα της φαντασίας, που υποστηρίζεται από το προνόμιο ή την κατάρα της ευαισθησίας, στοιχείο που σπανίζει στον χώρο της φωτογραφίας... Η επιλογή (των φωτογραφιών) θα είναι το δύσκολο πρόβλημα στο εγχείρημά του, αλλά μπορεί να τα καταφέρει». Ο ίδιος ο Robert Frank ομολογεί και  από πλευράς του στην πρότασή του για την υποτροφία πως «η φωτογράφιση της Αμερικής είναι ένα τιτάνιο έργο – η κυριολεκτική ανάγνωση αυτής της φράσης φαντάζει παράλογη», αναγνωρίζοντας πως η συνολική παραγωγή του εν λόγω εγχειρήματος θα ήταν ογκώδης, επίπονη και χρονοβόρα.

“San Francisco,” 1956. (From “The Americans.”)Credit...Robert Frank, via Pace/MacGill Gallery, New York
Μία από τις αγαπημένες φωτογραφίες του Robert Frank για την οποία ο ίδιος είχε δηλώσει πως του άρεσε που είχε θέα ολόκληρη την πόλη με το ζευγάρι να κάθεται μπροστά του. Η αντίδραση και των δυο τους από τη στιγμή που ακούγεται ο ήχος του κλείστρου, νιώθοντας την "εισβολή" του φωτογράφου στην ιδιωτικότητά τους. Ο Frank θεωρούσε ως προτέρημα το να είναι ο φωτογράφος πάντοτε σε ετοιμότητα και γρήγορος στις κινήσεις του, ώστε να περνά όσο το δυνατόν περισσότερο απαρατήρητος. “San Francisco”, 1956 (The Americans © Robert Frank)

Aν και υπήρξε, αρχικά, θαυμαστής του Henri Cartier-Bresson, συνιδρυτή του φωτογραφικού πρακτορείου Magnum το 1947, που έθεσε τα στάνταρ σε γενιές φωτορεπόρτερ, τον "απέρριψε" στη συνέχεια, θεωρώντας πως το φωτορεπορτάζ υπεραπλούστευε τον κόσμο στην προσπάθειά του να τον μιμηθεί μέσα από τις φωτογραφικές ιστορίες με αρχή και τέλος. Εμπνεύστηκε περισσότερο από τους έντονους πίνακες του Edward Hopper, προτού εκείνος να γίνει ευρέως γνωστός, με τον αντι-αφηγηματικό συμβολισμό τους και την αίσθηση απομόνωσης, μελαγχολίας και "μεταφοράς της σιωπής", φράση που ο ζωγράφος χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τα ίδια τα έργα του, να αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά τους.

Edward Hopper
Office in a Small City, 1953, Edward Hopper (Πηγή: Metmuseum.org)

Το όραμα του Frank ήταν να κοιτάξει κάτω από την επιφάνεια της φαινομενικά ευτυχισμένης αμερικανικής κοινωνίας, για να συναντήσει τον ρατσισμό, τη διαφθορά της εξουσίας, την αποχαύνωση και την αυτοματοποίηση του υπερκαταναλωτισμού. Με την Leica και τον φακό των 35 χιλιοστών, βρήκε τη σωστή αναλογία ανάμεσα στην απαθανάτιση του τόπου και των ανθρώπων του, φέρνοντας πιο κοντά τα υποκείμενα και τα σύμβολα στην κάμερα, σε σχέση με τα ευρύτερα πλάνα που συνηθίζονταν. Δεν δίνει την αίσθηση πως "μιλάει" μαζί τους, με τον θεατή να νιώθει πως παρακολουθεί, όπως και ο φωτογράφος, από το παρασκήνιο. Φωτογράφιζε καθημερινούς ανθρώπους να κάνουν καθημερινά πράγματα, στα κρυφά, σε χαμηλό φωτισμό με θολές φιγούρες, χωρίς ευθυγραμμισμένους ορίζοντες, πάντοτε σε ετοιμότητα για να πατήσει το κουμπί του κλείστρου της μηχανής του.

Robert Frank’s Jay, NY (Fourth of July) Photograph: Pace/MacGill Gallery
Μία από τις γνωστότερες φωτογραφίες του λευκώματος με τη γυναίνα χειρίστρια ενός ασανσέρ. Είναι ενδεικτική της ανατρεπτικής διάθεσης του Frank, ο οποίος "αδιαφορεί" για την καθαρότητα της εικόνας, έχοντας θολές φιγούρες στο αριστερό και το δεξιό τμήμα της και μία "αυθόρμητη" (στα όρια του αυτοσχεδιασμού) για την εποχή γωνία λήψης. Fourth of July, Jay, New York,1954. (The Americans © Robert Frank)
Η γυναίκα στο ασανσέρ
Το φιλμ με τη γυναίκα στο ασανσέρ. Επάνω δεξιά η φωτογραφία που τελικά ο Frank επέλεξε. Παρατηρήστε πως είναι η λιγότερο στημένη, ενδεικτική της "ανατρεπτικής διάθεσης" του φωτογράφου. (Φωτογραφία: National Gallery of Art, Washington)

Πρωτοπόρησε εισάγοντας νέα θέματα, που αργότερα καθιερώθηκαν ως σύμβολα. Αυτοκίνητα, jukebox, ακόμα και ο δρόμος ο ίδιος, συνυπάρχουν με τα παραδοσιακά σύμβολα των πολιτικών και της σημαίας σε λήψεις των τελευταίων που δεν εξυψώνουν, αλλά ανεπιτήδευτα απομυθοποιούν. Με το που έφτανε σε μία νέα πόλη προσπαθούσε να βρει ένα - δύο αντικείμενα ή σκηνές, που να αντιπροσωπεύουν αυτό το μέρος για τον ίδιο. Αν και η ροή των φωτογραφιών του φωτογραφικού του άλμπουμ είναι απρόβλεπτη κατάφερε να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύνολο με τον δικό του ρυθμό και τη δικιά του λογική.

Ο Frank κατάφερε να αποτυπώσει μία εικόνα της Αμερικής από άκρη ως άκρη, που επίτηδες δεν ήταν φανταχτερή, σπάζοντας τις συμβάσεις των κανόνων του φωτορεπορτάζ της εποχής σε θεματολογία και ύφος. Με την οπτική ωμότητα και το προσωπικό εκφραστικό του στιλ οι λήψεις του έμοιαζαν σαν να έριχνε την κάμερά του στον κόσμο και να την άφηνε να πιάσει ό,τι μπορούσε, μέσα από μία λίμνη ανθρώπινων συναισθημάτων. Φωτογραφικός ρεαλισμός, φωτογραφική ειλικρίνεια και ποίηση με μία αμεσότητα που "αφοπλίζει", προκαλεί και σοκάρει σε μία ανεπιτήδευτη κοινωνικοπολιτική κριτική, που άλλαξε τα δεδομένα του φωτορεπορτάζ και της ντοκιμαντερίστικης φωτογραφίας.  

Covered Car--Long Beach, California, 1956
"Covered Car--Long Beach", California, 1956 (The Americans © Robert Frank)

Έχοντας ως προσωπικό του σύνθημα το "η πρώτη εντύπωση, η μόνη εντύπωση", χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του αυθόρμητου καρέ, που έγινε γνωστό στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως «αισθητική του στιγμιότυπου», ένα προσωπικό αυτοσχέδιο στιλ, που προσπάθησε να συλλάβει την εικόνα και την αίσθηση του αυθορμητισμού σε μια αυθεντική στιγμή. Αποφεύγοντας τις φωτογραφίες - ιστορίες επεδίωξε να δημιουργήσει στιγμιότυπα της ίδιας της καθημερινότητας και της ανθρώπινης ζωής.

Σε τεχνικό επίπεδο απέρριψε τις παραδοσιακές ιδέες σύνθεσης, κάδρου, έκθεσης και εστίασης και τις ευκρινείς και καλά φωτισμένες εικόνες. Οι αντισυμβατικές και ενστικτώδεις εικόνες του επηρέασαν βαθιά τον τρόπο με τον οποίο οι φωτογράφοι άρχισαν να πλησιάζουν όχι μόνο τα θέματα, αλλά και το πλαίσιο της εικόνας.

Men's room, railway station. From The Americans © Robert Frank
"Men's room, railway station". Memphis, Tennessee, 1955 (The Americans © Robert Frank)

Ως προς τα θέματά του, αντιτάχθηκε στην αμερικανική τάση για συμμόρφωση και το άλμπουμ του θεωρήθηκε ένα δριμύ κατηγορώ της αμερικανικής κοινωνίας, αφαιρώντας την τέλεια εικόνα της χώρας, αποκαλύπτοντας τα ελαττώματά της και καταρρίπτοντας τον εξιδανικευμένο μύθο του αμερικανικού ονείρου, που προβαλλόταν σε περιοδικά, ταινίες και τηλεόραση. Ο Frank είδε την ανισότητα στις Η.Π.Α. να αυξάνεται και τους πολίτες τους να γίνονται πιο απομονωμένοι και απογοητευμένοι. Ο ίδιος δήλωσε μετά την ολοκλήρωση του έργου του “είχα κουραστεί από τον ρομαντισμό. Ήθελα να παρουσιάσω αυτό που είδα, καθαρά και απλά”. Συνειδητά απέφυγε τις τουριστικές ατραξιόν και έδωσε μία εικόνα της Αμερικής που οι πολίτες της θεώρησαν ως ξένη, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει πως εκείνη βρισκόταν συνέχεια μπροστά τους, περιμένοντας απλά να την αντικρίσουν. Αυτό το κυνήγι της αγνότητας και της απλότητας τον βοήθησε να βρει το χάσμα ανάμεσα στο αμερικανικό όνειρο και την πραγματικότητα της καθημερινότητας.

“Charleston, South Carolina,” from “The Americans,” 1955.Photograph by © Robert Frank / Courtesy Pace/MacGill
“Charleston, South Carolina", 1955 (The Americans © Robert Frank)

Ωστόσο, στον πυρήνα της κοινωνικής του κριτικής υπήρχε μια ρομαντική ιδέα για την εύρεση και την εξύμνηση αυτού που ήταν αληθινού και καλού για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καταφέρνοντας να βρει και όμορφες στιγμές σε αυτήν την "απλοϊκή" και "παραμελημένη" αμερικανική ζωή. Ο ίδιος αναγνώρισε πως συνάντησε ανάμεσα στους λιγότερο προνομιούχους τους πιο συναρπαστικούς συμπολίτες και συνανθρώπους του.

Όταν κάποια στιγμή η μητέρα του αναρωτήθηκε γιατί τραβούσε συνεχώς φωτογραφίες φτωχών ανθρώπων εκείνος διαφώνησε, παραδεχόμενος πως είχε αδυναμία στους βιοπαλαιστές και πως παρέμενε δύσπιστος απέναντι σε όσους έφταχναν τους κανόνες. Αυτή η φωτογραφική αναζήτηση συνετέλεσε στο να επαναπροσδιοριστεί η ταυτότητα των Αμερικανών, ως πολιτών ενός έθνους που βασίζεται σε μία ιδέα και όχι σε μία μακραίωνη ιστορία, κάνοντάς τους να αναρωτιούνται σε στιγμές κρίσης για το τι σημαίνει και το τι περιλαμβάνει η λέξη Αμερικάνος.
 

“Butte, Montana,” from “The Americans,” 1956.
“Butte, Montana", 1956 (The Americans © Robert Frank)

Με την ολοκλήρωση του φωτογραφικού ταξιδιού του, ο Frank συναντήθηκε με τον Jack Kerouac, διάσημο ποιητή και λογοτέχνη της Μπιτ γενιάς, ο οποίος είχε εμπνευστεί το μυθιστόρημα «On the Road» του 1957 από τα δικά του ταξίδια. Ο Kerouac έγραψε την εισαγωγή στην πρώτη αμερικανική έκδοση του λευκώματος από τον εκδοτικό οίκο Grove Press το 1959, ένα χρόνο μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου στη Γαλλία από τον Robert Delpire με την ονομασία "Les Americains", όπου και χρησιμοποιήθηκαν οι φωτογραφίες του Frank ως εικονογραφήσεις για δοκίμια Γάλλων συγγραφέων. Στη μεταγενέστερη έκδοση, οι φωτογραφίες είχαν τη δυνατότητα να "μιλήσουν" από μόνες τους, χωρίς κείμενο, όπως ο ίδιος ο φωτογράφος είχε συλλάβει εξαρχής το βιβλίο.

Ο Kerouac χαρακτήρισε τον Frank ως έναν «από τους τραγικότερους ποιητές της εποχής μας, που κατάφερε να αποτυπώσει μέσω του φιλμ της κάμεράς του μία μοναδική ελεγεία της σύγχρονης Αμερικής». «Αυτή η αίσθηση στην Αμερική», έγραψε ο Kerouac, «όταν ο ήλιος είναι ζεστός και η μουσική έρχεται από το jukebox ή από μια κοντινή κηδεία, αυτό έχει αποτυπώσει ο Robert Frank σε εκπληκτικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν, καθώς ταξίδευε στον δρόμο σε σαράντα οκτώ Πολιτείες με ένα παλιό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο (στα πλαίσια της υποτροφίας Guggenheim) και με την ταχύτητα, το μυστήριο, τη μεγαλοφυία, τη μελαγχολία και την περίεργη μυστικότητα μιας σκιάς φωτογράφισε σκηνές, που δεν έχουν ειδωθεί ποτέ στο φιλμ».

“Canal Street – New Orleans,” (1955) by Robert Frank, from “The Americans.”
“Canal Street, New Orleans”, 1955 (The Americans © Robert Frank)

Το "στοιχειωμένο πορτρέτο" των Η.Π.Α. έγινε με δυσκολία δεκτό και αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση από τους κριτικούς στα πρώτα χρόνια, καθυστερώντας την αναγνώριση της σημασίας του. Ο πατριωτισμός, η αισιοδοξία και ο μύθος του αμερικανικού ονείρου έρχονταν σε αντιδιαστολή με τις στρεβλές, πικρές και σκοτεινές φωτογραφίες του Frank, που απέπνεαν σήψη, παρακμή και δυσαρέσκεια. Το περιοδικό Popular Photography κατέκρινε «το άσκοπο θόλωμα, τους κόκκους, την υποέκθεση, τους στραβούς ορίζοντες και τη γενική προχειρότητα», χαρακτηρίζοντας τον δημιουργό τους ως «έναν κατηφή άνθρωπο, που μισεί τη χώρα που τον φιλοξενεί».

Ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει τον μύθο της Αμερικής, όταν εκείνος βρισκόταν στο απόγειό του; Εάν το «The Americans» ήταν "ένοχο" για κάτι, ήταν για το ότι "έβλεπε" πολύ μπροστά από την εποχή του και ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος στο να το αποδεχτεί. Το έργο του Robert Frank έπιασε τους ανθρώπους στον ύπνο, παρουσιάζοντας μία διαφορετική εικόνα ενός έθνους, που η οπτική της υποτιμήθηκε και χλευάστηκε, πριν να γίνει στη συνέχεια αναπόσπαστο κομμάτι και σημείο αναφοράς της ίδιας της κουλτούρας του.

Ακόμα και το ΜοΜΑ δεν πούλησε το βιβλίο του, παρά το γεγονός πως υπεύθυνος στο τμήμα φωτογραφίας του ήταν ο Edward Steichen, ένας από τους μέντορές του και από τους ανθρώπους που πρότειναν τον Frank για την υποτροφία. Αποτέλεσμα αυτών των αντιδράσεων το να σταματήσει η εκτύπωση του λευκώματος μετά τα πρώτα 1.100 αντίτυπα.

“Movie premiere, Hollywood,” 1955.
Από τις χαρακτηριστικότερες φωτογραφίες του "The Americans" με τον Frank να εστιάζει στους καθημερινούς ανθρώπους στο παρασκήνιο, αγνοώντας επιδεικτικά τα φώτα της δημοσιότητας και τη λάμψη των σταρ του σινεμά. “Movie premiere, Hollywood,” 1955 (The Americans © Robert Frank)

Χρειάστηκε να περάσει μία δεκαετία για να αναγνωριστεί η δουλειά του Frank, όταν και η εικόνα της ευμάρειας ξεθώριασε μπροστά στη βίαιη καταστολή των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα των Αμερικανών πολιτών, στις δολοφονίες των αδελφών Kennedy και του Martin Luther King, αλλά και στον πόλεμο του Βιετνάμ. Αν οι Αμερικάνοι δεν ένιωθαν πως αμφισβητούταν η ψυχή του έθνους τους το 1959 δεν θα υπήρχαν αμφιβολίες για αυτό μέσα στα επόμενα χρόνια. Καθώς πολλοί αναζήτησαν τον επαναπροσδιορισμό του τι σημαίνει να είσαι Αμερικάνος, η δουλειά του Frank ήταν εκεί, πάντα παρούσα, δείχνοντας τις αντιθέσεις και τις ατέλειες μίας χώρας σε κοινή θέα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν και το κλίμα άλλαξε και η κοινωνία ήταν έτοιμη για να αποδεχτεί τη φωτογραφική αλήθεια του Frank, το "The Americans" επανήλθε στο προσκήνιο και ο ίδιος ξεκίνησε να βγάζει λεφτά, αν και όχι ιδιαίτερα πολλά. Οι ευκαιρίες και οι λόγοι για να τυπώσει αυτές τις φωτογραφίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες σε όλο το προηγούμενο διάστημα.

Los Angeles , 1955
Άνθρωποι "παγιδευμένοι" στα πρέπει των κοινωνιών τους.
Los Angeles, 1955 (The Americans © Robert Frank)

To "Τhe Americans" αποτέλεσε στη συνέχεια το σημείο αναφοράς για τον ίδιο και για το μέσο με το οποίο το δημιούργησε με την εικόνα του τραμ από την Νέα Ορλεάνη, την οποία και επέλεξε για εξώφυλλο της πρώτης αμερικανικής έκδοσης του λευκώματος, να αποτελεί τον διαχρονικό συμβολισμό ενός έθνους των άκρων και των ανισοτήτων με το μήνυμα να βρίσκει περισσότερους αποδέκτες στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ο Frank τοποθετεί "ανατρεπτικά" όλους αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους, οι οποίοι συνυπάρχουν και κυριολεκτικά πορεύονται προς την ίδια κατεύθυνση, κάτω από τον τίτλο του βιβλίου, που αποτελεί και την κοινή τους ταυτότητα.

The Americans cover
To εξώφυλλο της αμερικανικής έκδοσης του "The Americans" (The Americans © Robert Frank)

Αυτή η φωτογραφία, που θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες στην ιστορία του μέσου, προέκυψε εντελώς τυχαία με τον Frank να φωτογραφίζει μία παρέλαση στον δρόμο, όταν αντιλήφθηκε το όχημα και στιγμιαία το απαθανάτισε γράφοντας με ένα κλικ μία ανεπανάληπτη φωτογραφική ιστορία, χωρίς σενάριο. Οι φυλετικές διακρίσεις με τους λευκούς στο μπροστινό τμήμα του τραμ και τους μαύρους στο πίσω μέρος του, η έκφραση του μαύρου που ασυναίσθητα αποτυπώνει την έκπληξη και τη μελαγχολία για τα όσα συμβαίνουν, το κοριτσάκι στο κέντρο με το λευκό φόρεμα, που αγγίζει με το χεράκι του την ξύλινη πινακίδα στο επάνω μέρος του καθίσματος με την επιγραφή "τμήμα των έγχρωμων", η οποία μετακινούταν όταν οι θέσεις δεν έφταναν για τους λευκούς επιβάτες, αναγκάζοντας τους μαύρους να μετακινηθούν προς τα πίσω μένοντας όρθιοι.

The Americans
Το φιλμ που περιλαμβάνει τη διάσημη φωτογραφία του εξωφύλλου, επάνω δεξιά. Είναι προφανές πως η σκηνή του τραμ παρεβλήθηκε ανάμεσα στις υπόλοιπες της εκδήλωσης. Μία στιγμή δευτερολέπτων που έμεινε στην ιστορία της φωτογραφίας. (Φωτογραφία: National Gallery of Art, Washington)

 Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγες μέρες πριν η Rosa Parks να αρνηθεί να δώσει τη θέση της σε λευκό επιβάτη σε λεωφορείο στο Montgomery με αποτέλεσμα να διωχθεί νομικά και να αναδειχθεί σε σύμβολο του αγώνα των μαύρων για ίσα δικαιώματα με το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών να την ονομάζει "Πρώτη Κυρία των πολιτικών δικαιωμάτων" και "μητέρα τoυ κινήματος ελευθερίας".

Ο Robert Frank έφυγε από τη ζωή στις 9 Σεπτεμβρίου του 2019 σε ηλικία 94 ετών. Θεωρείται 
ένας από τους πιο επιδραστικούς φωτογράφους του 20ου αιώνα, με περίοπτη θέση στο φωτογραφικό πάνθεον. Αν και είθισται οι καινοτόμες ιδέες μίας γενιάς να γίνονται οι αποδεκτές συμβάσεις εκείνων που θα ακολουθήσουν, με τον ίδιο να δηλώνει σε συνέντευξή του το 2004 πως «το είδος της φωτογραφίας που έκανα έχει φύγει. Είναι παλιό ... Δεν υπάρχει νόημα για εμένα πλέον και δεν ευχαριστιέμαι το να το προσπαθήσω ξανά. Υπάρχουν τόσες φωτογραφίες σήμερα», η επιρροή του έργου του και ειδικότερα του "The Americans" υπήρξε καταλυτική, αλλάζοντας την πορεία του φωτογραφικού μέσου, στρέφοντας την κάμερα στο "περιθώριο" της κοινωνίας.

Επηρέασε ολόκληρες γενιές φωτογράφων στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπως οι Garry WinograndLee FriedlanderMary Ellen MarkJoel Meyerowitz, Diane ArbusJeff Wall και ο ζωγράφος Ed Ruscha. Ο Ruscha μιλώντας για την πρώτη στιγμή που αντίκρισε το "The Americans" είχε πει «βλέποντας το... ήταν μία εντυπωσιακή και αποκαλυπτική εμπειρία για εμένα. Κατάλαβα πως το επίτευγμα αυτού του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να αντιγραφεί, γιατί το είχε ολοκληρώσει με απόλυτο τρόπο, μας το άφησε και πήγε σπίτι του με εμάς να μένουμε με τις αναθυμιάσεις του ταλέντου του».

Η επίδραση του Frank είναι εμφανής στους φωτογράφους του δρόμου που ακολούθησαν, όπως οι Garry Winogrand και Bruce Davidson,  των οποίων οι σειρές φωτογραφιών του 1959 για τις συμμορίες του Brooklyn είναι άμεσα επηρεασμένες από το έργο τουΟ Davidson επισημαίνει «Δεν με άγγιξε πολιτικά, ήταν λυρικό, ήταν ποιητικό και ήταν ενδιαφέρον και ήταν αλήθεια. Και ήταν μια καταπληκτική δουλειά. Ακόμα και τότε, το φοβόμουν λίγο. Ήταν πραγματικά μία ακατέργαστη και ωμή εικόνα της Αμερικής . Ήταν μια Αμερική που αρνούμασταν να κοιτάξουμε».

“Belle Isle—Detroit,” from “The Americans,” 1955.
“Belle Isle, Detroit", 1955 (The Americans © Robert Frank)

Τα αυθεντικά αρνητικά βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αμερικής, ενώ έχει τυπωθεί ένας αρκετά περιορισμένος αριθμός φωτογραφιών από πλευράς Frank, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε από τις συλλογές συλλεκτών και τα όσα έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς σε οίκους δημοπρασιών.

 
Αν και γνωρίζουμε καλύτερα τα θέματα τα οποία προσεγγίζει ο Frank στο βιβλίο του δεν είμαστε πιο κοντά στο να απαντήσουμε τα ερωτήματα που προέκυψαν για την αμερικανική ταυτότητα, ερωτήματα για τα οποία είμαστε το ίδιο, αν όχι και περισσότερο, διχασμένοι από το 1958, όταν και πρωτοκυκλοφόρησε το "The Americans". Κανένας φωτογράφος δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτυπώσει  τη χαοτική απεραντοσύνη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αλλά οι προσπάθειες του Frank σίγουρα ενέπνευσαν πολλούς στο να το δοκιμάσουν. 

“Political Rally—Chicago,“ from “The Americans,” 1956.
“Political Rally, Chicago", 1956 (The Americans © Robert Frank)


 Το "The Americans" δεν είναι απλά ένα κορυφαίο λεύκωμα, αλλά αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πώς η φωτογραφία μπορεί να αμφισβητήσει και να αμφισβητηθεί, να δείξει πτυχές της πραγματικότητας, που την ανατρέπουν, να βρεθεί μπροστά από την εποχή της και να αποδειχτεί προφητική, αφουγκραζόμενη τα σημεία των καιρών για τα οποία ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να αποδεχτεί την αλήθεια τους, όπως και να επαναπροσδιορίσει τη θεματολογία, τα σύμβολα και τους τεχνικούς κανόνες, έχοντας όραμα, ικανότητα, καρδιά και τόλμη. 

 Το μνημειώδες έργο του Robert Frank δεν έμεινε στην ιστορία ως "λείψανο του παρελθόντος". Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει επαναπροσδιορίζοντας τη συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου έθνους, θυμίζοντάς του πως πίσω από τους κομπασμούς, τα σύμβολα και τα ιδεώδη βρίσκονται οι πολίτες του, που χάνονται μέσα στη μάζα των αφηρημένων ταυτοτήτων. Το μεγαλύτερο δώρο του Frank στην τέχνη της φωτογραφίας είναι πως αντέστρεψε τους όρους φέρνοντας στο προσκήνιο τον άνθρωπο και την αλήθεια του, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα για τα βιβλία της ιστορίας. 

 Ήρωες - αντιήρωες, πρωταγωνιστές στις ιστορίες των ίδιων των ζωών τους. 

Del Rio, Texas, 1955 (The Americans © Robert Frank)
Ανάπαυλα στον δρόμο για την πόλη Del Rio του Texas με τον Frank να φωτογραφίζει τη σύζυγο και τα δύο παιδιά τους στο αυτοκίνητό τους. Η κόρη του Andrea βρίσκεται με γυρισμένο κεφάλι προς τον αδερφό της Pablo και τη μητέρα τους Mary, που είναι φανερά ταλαιπωρημένοι και δεν έχουν αντιληφθεί την κίνηση του πατέρα και συζύγου. Το μέλλον υπήρξε σκληρό προς τον Frank, ο οποίος έχασε την κόρη του Andrea από αεροπορικό δυστύχημα στην Γουατεμάλα το 1974 σε ηλικία 20 ετών, ενώ 20 χρόνια αργότερα ο γιος του Pablo, που έπασχε από σχιζοφρένεια, αυτοκτόνησε. Αυτή είναι και η τελευταία φωτογραφία του λευκώματος. Del Rio, Texas, 1955 (The Americans © Robert Frank)


Πηγές πληροφοριών: WikipediaTime.com, smithsonianmag.comnytimes.comnewyorker.com, Robert Frank's 'The Americans': The Art of Documentary Photographytheguardian.comartsy.netlensculture.comPBS News Hour, qz.com (Quartz)

Πηγές Φωτογραφιών: National Gallery of Art (copyright Robert Frank / The Robert Frank Collection, National Gallery of Art, Washington) / Pace/MacGill

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.