Δε θα το πουν

poila
01.11.2020
Δε θα το πουν

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως άνθισε

παρά τα λυπημένα μου τραγούδια.

Σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωσαν

γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

 

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως μέστωσε

παρά τα πικραμένα μου τραγούδια.

Οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν

γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

 

Δε θα το πουν, πως γιγαντώθη ο πόνος μου

παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια.

Οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν

γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια

 

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως πέθανε

παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια

και θα περνά η ζωή πάνω μου ξένοιαστη

πως έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.

 

Μαρία Πολυδούρη

 

Από την ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» εκδ. Εντύποις, 2015


 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

pol

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα, την 1η Απριλίου 1902 και ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.

Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη Νομαρχία Αθηνών, γνωρίζεται τον Ιανουάριο του 1922 με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Η Πολυδούρη ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της. Μετά από αλλεπάλληλες απουσίες έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (σήμερα Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) όπου και πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, έχοντας μάλιστα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το καλοκαίρι του 1926 φεύγει για το Παρίσι και σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν εργάζεται ποτέ καθώς προσβάλλεται από φυματίωση. Έτσι επιστρέφει στην Αθήνα το 1928 και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου και μαθαίνει για την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη με τίτλο «Ηχώ στο χάος» ενώ άφησε και δύο πεζά έργα, το ημερολόγιό της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.

Ως ποιήτρια ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδ. Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες κλασικοί, έντεχνοι και ροκ, ανάμεσά τους και ο εκλιπών Θάνος Ανεστόπουλος - τραγουδιστής του συγκροτήματος «Διάφανα Κρίνα» - που μελοποίησε τα ποιήματα «Κοντά σου» και «Σαν πεθάνω».

Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930, μετά από την μάχη με την φυματίωση που την είχε καταβάλει, άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε παράνομα ένας φίλος της, στην Κλινική Καραμάνη. Το όνομά του παραμένει ως σήμερα άγνωστο.


 

Μαρία Χρονιάρη

Μαρία Χρονιάρη

Η Μαρία Χρονιάρη είναι ποιήτρια.  Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάστηκε στην τηλεόραση  ως οπερατέρ. Αγαπάει τις λέξεις, τη μουσική και την φωτογραφία.