H Γυναίκα του Διστόμου και η Δικαίωση που ποτέ δεν ήρθε

Μαρία Παντίσκα - Μίχα, σφαγή Διστόμου, Περιοδικό Life
30.10.2022
H Γυναίκα του Διστόμου και η Δικαίωση που ποτέ δεν ήρθε

H φωτογραφία ορόσημο ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, που παραμένει ατιμώρητο

 Το Δίστομο είναι μία ανεπούλωτη πληγή, που αποδεικνύει πως η δικαιοσύνη ακόμη και στις δυτικές "πολιτισμένες" κοινωνίες δεν είναι αυτονόητη και καθορίζεται πολλές φορές από το δίκαιο του ισχυρού και όχι του θύματος. Αφορμή για το παρόν άρθρο η συγκλονιστική φωτογραφία του Ντμίτρι Κέσελ (Dmitri Kessel), ανταποκριτή του αμερικανικού περιοδικού «Life», με τον τίτλο «Η γυναίκα του Διστόμου», στην οποία απεικονίζεται η Μαρία Παντίσκα-Μίχα, 4 μήνες μετά τη Σφαγή του Διστόμου.

Φορώντας τη μαύρη μαντίλα με τα χέρια σταυρωμένα και με βλέμμα γεμάτο θρήνο το συγκεκριμένο φωτογραφικό στιγμιότυπο αποτέλεσε και αποτελεί την αποτύπωση του ολέθρου που άφησε πίσω της η ναζιστική πολεμική μηχανή κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η φωτογραφία τραβήχτηκε την 1η Νοεμβρίου του 1944 και το περιοδικό τη δημοσίευσε 4 εβδομάδες αργότερα σε άρθρο του για τις θηριωδίες των Ναζιστών στην Ελλάδα με τίτλο «Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα», έχοντας τη λεζάντα «Η Μαρία Παντίσκα κλαίει ακόμα, τέσσερις μήνες αφότου οι Γερμανοί σκότωσαν τη μητέρα της σε σφαγή στην ελληνική πόλη του Διστόμου».

Περιοδικό Life, Άρθρο για Δίστομο
Το άρθρο με τη διάσημη φωτογραφία στο περιοδικό Life

Η μαρτυρική ημέρα της 10ης Ιουνίου 1944

Ποια ήταν όμως τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή εκείνης και των συγχωριανών της; H περιγραφή των όσων συνέβησαν από τη Wikipedia:

«Αν και από το χωριό Δίστομο τα Γερμανικά στρατεύματα δε δέχθηκαν κάποια πρόκληση (παρόλο που μεταπολεμικά το ισχυρίστηκαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι της σφαγής), για λόγους αντεκδίκησης ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των SS άρχισε τη σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό.

Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώρισαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στη βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους.

Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228 (σ.σ. σημειώνεται πως σε άλλες πηγές ο αριθμός ανέρχεται στους 218 με την υποσημείωση όμως πως το νούμερο αφορά αποκλειστικά τους νεκρούς χωριανούς εντός του οικισμού), εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και οι 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετού George Wehrly, ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά από λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή, με πτώματα να κρέμονται ακόμα και από δέντρα περιμετρικά του δρόμου που οδηγεί στο χωριό.»

Οι μαρτυρίες των επιζώντων

Ακολουθούν περιγραφές, που θυμίζουν Αποκάλυψη, από τους ίδιους τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι γλίτωσαν από τις θηριωδίες των Ναζί για να ζήσουν στη συνέχεια με τους εφιάλτες, που οι τελευταίοι άφησαν πίσω τους. Η σκληρότητα των λέξεων και των εικόνων δεν αποσκοπεί στην καλλιέργεια του μίσους προς τους θύτες, αλλά στην ανάδειξη της βιαιότητας των ενεργειών τους και στην αποτύπωση της έκτασης των εγκλημάτων πολέμου, ώστε να γίνει αντιληπτή και η απαίτηση για ηθική και υλική αποζημίωση των θυμάτων, όπως και το μέγεθος των συλλογικών τραυμάτων, που η τοπική κοινωνία προσπάθησε και ακόμη προσπαθεί να επουλώσει.

H Ελένη Σφουντούρη ήταν 12 ετών, όταν στις 10 Ιουνίου του 1944 εκτελέστηκαν 30 συγγενείς της. Ανάμεσά τους οι γονείς της, οι δύο μικρότερες αδερφές της και ο παππούς της. Οι αναμνήσεις έντονες μαζί με τον φόβο και τις ενοχές για τα όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα.

«Τρομοκρατήθηκα όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι και απείλησαν τον πατέρα μου... Πήδηξα από το παράθυρο... Δεν θα άντεχα να βλέπω αυτά που θα έκαναν στον πατέρα μου ... Αν δεν είχα φύγει ίσως να είχα καταφέρει να γλιτώσω μία από τις αδερφές μου, μιας και ήμουν η μεγαλύτερη. Να είχα μία αδερφή. Αυτός είναι ο καημός μου. Οι αδερφές μου ήταν 9 και 6 χρόνια μικρότερες από εμένα... Έβγαλαν την οικογένειά μου έξω στον δρόμο και την εκτέλεσαν με ένα πολυβόλο. Τα μυαλά της μητέρας μου είχαν σκορπιστεί στον δρόμο. Τα βρήκε η γιαγιά μου...»

Αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Ελένης Σφουντούρη.

 

Ο Διστομίτης Στάθης Σταθάς με την ευκαιρία κυκλοφορίας τριπτύχου για τα πενηντάχρονα της σφαγής του Διστόμου το 1994 αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Οι κάτοικοι, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν νωρίτερα από το Διάσκελο, τη μόνη αφύλακτη διάβαση, κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους. Τους έρημους δρόμους του χωριού διατρέχουν εξαγριωμένοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη. Μπαίνουν στα σπίτια, σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν ότι βρίσκουν στον διάβα τους. Γέροι, γριές, γυναίκες, ακόμα και βρέφη λίγων ημερών πέρασαν από τον ίδιο τρομακτικό Γολγοθά. Γίδια, πρόβατα, άλογα, σκυλιά... ό,τι ζωντανό κινείται, εξολοθρεύεται.

Στο Δίστομο έγιναν αυτά. Θα γίνονταν κι άλλα. Μα ήρθε η νύχτα και οι δολοφόνοι φοβήθηκαν και έφυγαν. Τώρα στο χωριό απλώνεται η γαλήνη του Νεκροταφείου για πολλή ώρα. Μα σιγά - σιγά ξύπνησε το Δίστομο. Και τότε ακούστηκαν οι θρήνοι των παιδιών που έρημα κλαίγαν τους γονείς τους και οι γόοι των γερόντων. Ακούγονταν ακόμη και κάποια παράξενα γέλια και τραγούδια αυτών που παραφρόνησαν, μπροστά στη φρίκη που έζησαν.

Μέσα στη νύχτα μικρά παιδιά πήραν τους σκοτεινούς δρόμους, προσπαθώντας να φτάσουν στα κοντινά χωριά. 'Ενα καραβάνι παιδιών που γύρευε ένα ανθρώπινο χέρι για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μουτράκια τους και να δώσει απάντηση στο ερωτηματικό: "Γιατί τους σκότωσαν;"»

Γερμανοί Στρατιώτες πυρπολούν σπίτια στο Δίστομο, Πηγή: Wikipedia
Γερμανοί Στρατιώτες πυρπολούν σπίτια στο Δίστομο. Φωτογραφία που διέσωσε ο Παντελής Καρακίτσης και την έκανε γνωστή ο Σπύρος Μελετζής. Πηγή: Wikipedia

Στην ίδια πηγή καταγράφονται οι μαρτυρίες και άλλων συγχωριανών του. 

Η Παναγούλα Σκούτα (13 ετών τότε) αφηγείται:

«Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί… Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος… Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Ο Γερμανός … έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει τον θάνατο πυροβολώντας ολόπαντα…

Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου… Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών… Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν-έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές… όσοι μείναμε ζωντανοί κρατήσαμε την ανάσα μας όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός… Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού… Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος και κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι…

Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας … ζυγώνει κλαίγοντας… κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του… Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη σαν το λεμόνι… Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ’ το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα.»

Είσοδος Διστόμου μετά τη σφαγή. Πηγή: viotikoskosmos
Πηγή: viotikoskosmos

O Παναγιώτης Σφουντούρης (6 χρονών τότε) θυμάται:

«Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα… Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου… και τους εκτέλεσαν.

Μετά από λίγο από το άλλο παράθυρο βλέπουμε να μπαίνουν οι Γερμανοί στο διπλανό μας σπίτι… Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη... όπως φούρνιζαν… Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν πατέρα, μάνα και αδερφή έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Αμέσως για καλή μας τύχη σηκώσανε τον καταρράκτη και μπήκαμε στο υπόγειο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει…

Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω. Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρονών.»

Παναγιώτης και Μαρία Σφουντούρη, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη

Ο Παναγιώτης Σεχρεμέλης (11 χρονών τότε) περιγράφει:

«Κατά τη σφαγή του Διστόμου βρισκόμουν μέσα στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι… Οι γονείς μου έλειπαν στην Αθήνα, όπου ο πατέρας μου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στομάχου. …η μακαρίτισσα η γιαγιά μας, Θεός σχωρέστην, μας πήρε και μας έβαλε κάτω από το εικόνισμα του σπιτιού μας και γονατισμένοι κάναμε τον σταυρό μας για να σωθούμε. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας βλέπω δύο Γερμανούς με προτεταμένα αυτόματα να μας λένε να βγούμε έξω.

Βγήκαμε στο μπαλκόνι και κατεβήκαμε στην αυλή όπου μας ανέμεναν άλλοι τρεις Γερμανοί. Τότε μας σπρώχνουνε όλους μπροστά στον φούρνο της αυλής μας. Η γιαγιά κατάλαβε ότι θα μας σκοτώνανε και μας τράβηξε προς το πλυσταριό, όπου βρισκόταν και το αποχωρητήριο. Ο καμπινές ήταν μια απλή γούρνα με δύο χοντρά ξύλα για να πατάμε. Γρήγορα η γιαγιά μου κάθεται στο μέρος και προσποιούμενη τη φυσική της ανάγκη με άρπαξε από το χέρι και με έβαλε μέσα στη γούρνα, καλύπτοντας το εξέχον κεφάλι με το σώμα της. Αυτό και με έσωσε!

Συγχρόνως ο αδερφός μου έτρεξε και μπήκε στο κατώι και κρύφτηκε κάτω από τα βαρέλια. Τον είδαν οι Γερμανοί, έτρεξαν κοντά του και τον φόνευσαν, όπως ήταν κρυμμένος… Αμέσως ο ναζιστής στρατιώτης στάθηκε στην είσοδο του πλυσταριού και πυροβόλησε εμένα και τη γιαγιά μου. Όλες τις σφαίρες τις εδέχθη το σώμα της γιαγιάς μου και το χοντρό ξύλο που πατούσε… Εγώ τραυματίστηκα ελαφρώς στο χέρι, όχι από τη ριπή, αλλά από τη σφαίρα της χαριστικής βολής. Ευτυχώς που δεν μίλησα για να με ακούσουν και έμεινα σε αυτή τη θέση μέχρις ότου έφυγαν.

Τότε εξήλθα και άρχισα να τρέχω μέσα στους δρόμους του χωριού βλέποντας παντού νεκρούς. Άκουσα παντού φωνές και κλάματα και είδα κόσμο πολύ να φεύγει τρέχοντας

Απομεινάρια της Σφαγής
Απομεινάρια της σφαγής. Πηγή: viotikoskosmos

Ο Παναγιώτης Περγαντάς (22 χρονών τότε) στο πώς έζησε εκείνες τις δραματικές στιγμές:

«…όταν βασίλεψε ο ήλιος κι έπαιρνε να νυχτώσει οι γερμανικές φάλαγγες τράβηξαν για τη Λιβαδειά. Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς το χωριό.

Φτάνω σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μάνα μου.

Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι της, τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει τον λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα.»

Γυναίκες στο νεκροταφείο του Διστόμου. Φωτογραφία: Associated Press
Γυναίκες στο νεκροταφείο του Διστόμου, όπου έχουν ταφεί τα θύματα της θηριωδίας. Φωτογραφία: AP/Press Association Images.

Η Ελένη Αθανασίου Κίνια (9 ετών τότε) αναφέρεται με λεπτομέρειες σε όλα όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα:

«Η ώρα τώρα είναι 4 το απόγευμα. Οι Γερμανοί επιστρέφουν, σταματούν στην Κάτω Πλατεία του χωριού μπροστά στο δημοτικό σχολείο, εκεί όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς των ομήρων. Κατεβάζουν τον τραυματισμένο ταγματάρχη τους και μια γειτόνισσα τού πηγαίνει ένα ποτήρι νερό. Πριν ξεψυχήσει ο ταγματάρχης λέει κάτι και στις δύο γλώσσες. Στα γερμανικά το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι το «Καπούτ». Στα ελληνικά λέει:«Σκοτώστε τους όλους εκτός από την γριά». Κι αμέσως οι Γερμανοί κατεβάζουν από το αυτοκίνητο τους 12 ομήρους, τους στήνουν στον τοίχο του σχολείου και τους εκτελούν μπροστά μάτια των γυναικών τους, των γονιών τους, των συγγενών τους, μπροστά στα μάτια όλων μας.

Βάζουν όλοι τις φωνές, κλαίνε και αυτοί στρέφουν τα όπλα πάνω μας κι αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως. Όσοι προλαβαίνουν τρέχουν σαν τα αγρίμια, κρύβονται μέσα στα σπίτια, σε μαντρότοιχους και στενά κι οι Γερμανοί από πίσω να μας κυνηγούν. Η οικογένεια μου αυτή την ώρα βρίσκεται στο πατρικό μου, στο κέντρο του χωριού. Την εκτέλεση δεν την έχουμε δει…

Εγώ ή από ένστικτο, ή από φόβο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και τους βάζω όλους μέσα. Κλειδώνω την πόρτα και στέκομαι από πίσω της μη βγει έξω κανείς…

Μετά από 2 ώρες βλέπουμε από το παράθυρο της κουζίνας καπνό- « να δείτε που θα μας κάψουν ζωντανούς» λένε τώρα οι γυναίκες από το Κυριάκι. Τελικά ανοίγουμε την πόρτα και ακούμε μια υπόκωφη φωνή και περίεργη που δεν θα την ξεχάσω ποτέ να λέει «Οι Γερμανοί έφυγαν». Ξεθαρρεύουμε και βγαίνουμε στον δρόμο…

 

Μαυροφορεμένς Γυναίκες στο Δίστομο. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη

Όπως τρέχω, σκοντάφτω σε κάτι μαλακό, σκύβω και βλέπω κάτω τα πτώματα δύο μικρών κοριτσιών. Το μεσημέρι έπαιζα μαζί τους. Πιο’ κει οι γονείς τους σκοτωμένοι με τα σώματά τους σε περίεργες στάσεις και πνιγμένα μέσα στο αίμα. Τρελαμένη φτάνω στην κάτω πλατεία. Ο θείος ο Χρήστος είναι ακόμα ζωντανός. Η γυναίκα του πεσμένη πάνω του να κλαίει. Η γιαγιά και ο παππούς να τραβάνε τα μαλλιά τους. Οι μάρτυρες από τα γύρω κλειστά σπίτια να μας λένε ότι ο θείος σκοτώθηκε τελευταίος. Γυρίζει ο θείος τα μάτια του, με κοιτάζει.

Φεύγω πάλι σαν τρελή. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από τον ίδιο δρόμο με τα σκοτωμένα κοριτσάκια και παίρνω τον κεντρικό. Εκεί όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, ο δρόμος γεμάτος σκοτωμένους, αίμα να κυλάει παντού. Φτάνοντας στην γειτονιά μου βλέπω μέσα σε μια αυλή ένα αντρόγυνο σκοτωμένο και την κόρη τους- 25 χρονών, ανάσκελα πεσμένη με ένα καρό φόρεμα, μια χοντρή πλεξούδα στα μαλλιά και στο στόμα της, άσπροι και κόκκινοι αφροί να σχηματίζουν ένα μεγάλο μπαλόνι.

Φτάνω στη μάνα μου και της λέω για όλα όσα έχω δει. «Τώρα» μου λέει «πήγαινε να δεις τι κάνει ο θείος ο Γιάννης» (σ.σ. ο άλλος αδερφός του πατέρα). Παίρνω άλλο δρόμο για να μην δω την κοπέλα με τους αφρούς. Αντικρίζω δύο παλικάρια, ένα με μια λίμνη αίματος δίπλα στο στόμα του και τον άλλο να κουνάει ακόμα τα χέρια του. Τρελαίνομαι. Δεν προχωράω άλλο. Αργότερα μαθαίνω ότι τον είχαν ξεκοιλιάσει και προσπαθούσε να βάλει μέσα τα εντόσθια του.

Επιστρέφω στη μάνα μου και της λέω: «που με στέλνεις; το χωριό είναι γεμάτο νεκρούς.» Την ίδια στιγμή φτάνει μια μακάβρια πομπή, ο θείος μου ο Χρήστος ζωντανός ακόμα να τον σέρνουν μέσα σε μια κουρελού. Τον ξαπλώνουν στο πλακόστρωτο της αυλής, έρχεται ο γιατρός, βλέπει το τραύμα στο λαιμό του, κουνάει το κεφάλι και φεύγει. Ο θείος καταλαβαίνει, μας κοιτάζει, στάζει ένα δάκρυ και ξεψυχάει.

Τάφοι Μικρών Παιδιών, Δίστομο
Πηγή: viotikoskosmos

Δεν αντέχω άλλο. Επιστρέφω στη σκάλα. Εκεί- καρφωμένη η μάνα μου με τέσσερα μωρά στο χέρι και περιέργως κανένα να μην βγάζει άχνα. Φτάνει μια άλλη γειτόνισσα και μας λέει για το εγγονάκι της 2 χρονών και τη νεκρή νύφη της, 22. Το μωρό, βαριά τραυματισμένο δεν έχει ξεψυχήσει ακόμα. Το έχει πάρει η γιαγιά αγκαλιά πνιγμένη μέσα στα αίματα και το κάνει βόλτα γύρω από τη σκάλα, του βρέχει τα χειλάκια με λίγο νερό μέχρι που ξεψυχάει κι αυτό.

Στις 6 το απόγευμα μετά από 2 ώρες πέφτει μια βαριά σκιά σε όλο το χωριό κι ουρανός γίνεται τόσο γκρίζος σα νύχτα… Οι Γερμανοί έχουν αφανίσει το μισό χωριό. Έχουν μπει μέσα σε σπίτια, έχουν σκοτώσει έγκυες, ετοιμόγεννες, έχουν ποδοπατήσει έμβρυα, έχουν λιώσει τα κεφαλάκια τους στο πάτωμα έχουν σκοτώσει δύο παιδάκια μέσα στην κούνια μπροστά στα μάτια του παππού και της γιαγιάς, τα έχουν ξεκοιλιάσει τυλίγοντας τα εντόσθια τους γύρω από το λαιμό… »

Για περισσότερες μαρτυρίες μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο από το αρχείο της ΕΡΤ και την εκπομπή "Εδώ και Σήμερα- Δίστομο : Η Μεγάλη Σφαγή".

Το Δίστομο και οι άνθρωποί του στις επόμενες ημέρες της σφαγής

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αφηγήσεις των αμέσως επόμενων ημερών. Η Ελένη Αθανασίου Κίνια συνεχίζοντας την αφήγησή της αναφέρει:

«Αφού περάσαμε μια φριχτή νύχτα στο βουνό έρχεται η επόμενη μέρα και το πρόβλημα της ταφής. Επιστρέφουμε στο χωριό να τους θάψουμε ομαδικά μέσα σε σεντόνια και κουβέρτες. Όταν κάποιος βλέπει ένα αυτοκίνητο στα τριγύρω βουνά φωνάζει «έρχονται οι Γερμανοί» κι εμείς παρατάμε τους νεκρούς μέσα στο δρόμο.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να θάψουμε 220 νεκρούς μέσα σε μια ημέρα. Αρχίζει η αποσύνθεση. Το χωριό μυρίζει ολόκληρο και έτσι αναγκαζόμαστε να ανοίγουμε τάφους μέσα στις αυλές και τους κήπους, τάφους όχι πολύ βαθείς- ίσα που σκεπάζονται με λίγο χώμα. Τι κουράγιο να βρεις να σκάψεις βαθιά στις 10 Ιουνίου….;»

 

Μνήμα στην αυλή σπιτιού

Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λινέ (Sture Linner), στο βιβλίο του "Η Οδύσσειά μου", γράφει:

«Παντρευτήκαμε (σ.σ. με την Κλειώ) στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάνστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές προς μια γωνιά, όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας.

Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: Οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής, για την οποία την εποχή εκείνη ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι’ έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.

Περίπου μια ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα… Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού, που τιμωρήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο: Θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες Ες.

Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κοίτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς…»

Παρόμοιες περιγραφές έκανε και στην τηλεοπτική του συνέντευξη που ακολουθεί:

Ο Γιάννης Μπασδέκης στο βιβλίο του "ΔΙΣΤΟΜΟ" αναφέρει χαρακτηριστικά:

"Οι βιαιότητες συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες με ιδιαίτερη αγριότητα, όπου οι Χιτλερικοί πλιατσικολόγησαν ότι είχε απομείνει όρθιο. Στις 26 Ιουνίου επανέρχονται με αποκορύφωμα τον ομαδικό βιασμό μιας 50χρονης τυφλής και πνευματικά ανάπηρης γυναίκας, αφού την χτυπούν στο πρόσωπο με τον υποκόπανο, σπάζοντάς της τα δόντια και αναίσθητη όπως είναι ξεσπούν επάνω της το βρώμικο σαρκικό πάθος τους".

Οι πληγές που δεν έκλειναν

Τα συλλογικά τραύματα αυτής της ανείπωτης τραγωδίας σημάδεψαν το χωριό και τους κατοίκους του ανεξίτηλα στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο Χρήστος Παπανικολάου θυμάται ένα χωριό βυθισμένο διαρκώς στο πένθος:

«Μεγαλώνοντας πίστευα πως το χωριό ήταν γεμάτο μόνο με ηλικιωμένες κυρίες γιατί οι πάντες φορούσαν μαύρα. Στο χωριό πέρασαν χρόνια για να ακούσουμε γέλια και μουσική. Και το αποκορύφωμα της μέρας γινόταν κάθε απόγευμα όταν όλος ο κόσμος, μικρά παιδιά και ηλικιωμένες κυρίες, φορώντας μαύρα, πήγαιναν στο νεκροταφείο.»

Στο νεκροταφείο του Διστόμου. Φωτογραφικό Αρχείο, Μουσείο Μπενάκη.

Η Ελένη Αθανασίου Κίνια θυμάται και εκείνη με τη σειρά της: 

«Πέντε χρόνια μένουν έτσι μέχρι να τους ξεθάψουν. Και κάθε βράδυ το Δίστομο φωτίζεται από τα καντηλάκια και τα κεριά όλων αυτών των τάφων. Το χωριό είναι ένα απέραντο νεκροταφείο. Περνάνε 7 ολόκληρα χρόνια για να φορέσει κάποιος χρωματιστά ρούχα στο χωριό. Οι γάμοι και οι βαφτίσεις γίνονται μέσα στα σπίτια, δεν ακούγονται γέλια, τραγούδια, καμία κοπέλα δεν φοράει νυφικό στο γάμο της. Παιδιά μεγαλώνουν με τον παππού και την γιαγιά.

Από μια οικογένεια έχει μείνει μόνο ένα κορίτσι 15 χρονών. Το μεγαλώνει η γειτονιά. Στο Δίστομο λείπει πια μια ολόκληρη γενιά. Γονείς θάβουν τα παιδιά τους και μεγαλώνουν τα εγγόνια σα να είναι οι γονείς. Η λέξη «τραγικό» είναι απειροελάχιστη για να εκφράσει αυτό που έγινε στο Δίστομο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναζήσει το χωριό και να βρει τους ρυθμούς του…»

Η ατιμωρησία των υπευθύνων

Στο ερώτημα του αν τιμωρήθηκαν οι ένοχοι αυτών των εγκλημάτων η απάντηση είναι αρνητική. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη Wikipedia, o λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach), ο άνθρωπος που εκτέλεσε την εντολή για τη σφαγή του Διστόμου, δεν καταδικάστηκε. Ο ίδιος συνέταξε ψευδή αναφορά που ανέφερε ότι οι άνδρες του δέχθηκαν επίθεση "με όλμους, αυτόματα όπλα και τουφέκια από τη μεριά του Διστόμου".

Τα όσα ισχυρίστηκε ο Λάουτενμπαχ ήρθαν σε αντιδιαστολή με την ξεχωριστή αναφορά του Georg Koch, πράκτορα της μυστικής υπηρεσίας, o οποίος συνόδευε επίσης το τάγμα, σύμφωνα με την οποία έπεσαν σε ενέδρα πολλά μίλια έξω από το Δίστομο. Ο Koch προσθέτει επίσης ότι μετά την αποτελεσματική απώθηση των ανταρτών, έκαναν μεταβολή προς το Δίστομο για να διεκπεραιώσουν τη σφαγή.

Στην ανάκριση που ακολούθησε, ο Λάουτενμπαχ υπερασπίστηκε τις επιλογές του, λέγοντας ότι προτίμησε συνειδητά να ακολουθήσει το πνεύμα των διαταγών, παρά το γράμμα. Επίσης, δήλωσε ότι γνώριζε πως η επιλογή του μπορούσε να θεωρηθεί ανυποταξία, ωστόσο ήλπιζε να εγκριθεί εκ των υστέρων, βάσει των ανθρωπιστικών και στρατιωτικών ιδανικών. Σημειώνεται ότι στο στρατοδικείο, που ακολούθησε, δεν κλήθηκε κανένας Έλληνας μάρτυρας.

Ένας από τους υπευθύνους για τη σφαγή στο Δίστομο, ο Χανς Τσάμπελ (Hans Zampel), μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στο Παρίσι και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ενώ όμως ήταν προφυλακισμένος και επρόκειτο να προσαχθεί σε δίκη ζητήθηκε απο την Κυβέρνηση της τότε Δυτικής Γερμανίας και εστάλη σ' αυτή, όπου σύμφωνα με πληροφορίες παραμένει σήμερα ελεύθερος (ΔΙΣΤΟΜΟ, 1994).

Ο Καρλ Σύμερς (Karl Schümers) Γερμανός συνταγματάρχης των SS, διοικητής συντάγματος και προσωρινός διοικητής μεραρχίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, εμπλεκόμενος πέρα από τη σφαγή του Διστόμου και στη σφαγή της Κλεισούρας, σκοτώθηκε, όταν το όχημα που επέβαινε πάτησε σε νάρκη.

Οστά εκτελεσμένων στο μαυσωλείο Διστόμου. ΑΠΕ ΜΠΕ, ΛΟΥΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Οστά των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στο Μαυσωλείο του Διστόμου. Φωτογραφία: ΑΠΕ ΜΠΕ, ΛΟΥΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Οι νομικές διεκδικήσεις και ο αγώνας των αποζημιώσεων

Σε αυτό το σημείο είναι μεγάλες και οι ευθύνες των πολιτικών κομμάτων της χώρας μας, τα οποία επιδεικνύουν αδράνεια είτε λόγω αδυναμίας να αντιταχτούν στα συμφέροντα των ισχυρότερων χωρών είτε λόγω της εκμετάλλευσης του ζητήματος για εντυπωσιασμό με τις αναφορές στο Δίστομο να μένουν στις υποσχέσεις, τη ρητορική και την εσωτερική κατανάλωση, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική πολιτική βούληση για τη δικαίωση αυτών των ανθρώπων και των οικογενειών τους.

Οι γερμανικές κυβερνήσεις με τη σειρά τους, πέρα από τις κοινοτοπίες που λέγονται από τους απεσταλμένους τους στα μνημόσυνα, χρησιμοποίησαν με συνέπεια όλα τα πιθανά νομικά και πολιτικά τεχνάσματα για να εμποδίσουν μια δικαστική απόφαση που να επιβεβαιώνει επίσημα την παραβίαση και την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Για δεκαετίες αντιτάχθηκαν στις αγωγές αποζημίωσης, υποστηρίζοντας ότι οι αξιώσεις είχαν αναβληθεί βάσει της Συμφωνίας Χρέους του Λονδίνου του 1953, η οποία ίσχυε έως ότου να υπογραφεί μια συνθήκη ειρήνης.

Μετά τη σύναψη το 1990 της «Συμφωνίας 2 + 4» κατά τη γερμανική επανένωση, η οποία θεωρήθηκε με την ευρύτερη έννοια ως συνθήκη ειρήνης, αποφεύγοντας όμως τη χρήση του όρου και συνάμα την υποχρέωση της καταβολής των αποζημιώσεων, η γερμανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αξιώσεις εξαλείφθηκαν από τη συμφωνία. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι δεν περιείχε σχετικές διατάξεις και η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της.

Το ζήτημα της αποζημίωσης για τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου παραμένει στην ημερήσια διάταξη μέχρι σήμερα, εν μέρει χάρη στους επίμονους και δημιουργικούς δικηγόρους, που εκπροσωπούν τα θύματα στην Ελλάδα, την Πολωνία, τη Γερμανία και την Ιταλία.

Ο Αργύρης Σφοντούρης πρωτοστατεί στον αγώνα των επιζώντων για δικαίωση τα τελευταία 25 χρόνια, καλώντας επανειλημμένα τη Γερμανία να αναγνωρίσει επιτέλους τη σφαγή ως έγκλημα πολέμου, να τηρήσει τις υποχρεώσεις της βάσει του διεθνούς δικαίου και να παράσχει αποζημίωση στα θύματα και τους συγγενείς των δολοφονηθέντων. Ο ίδιος χαρακτηριστικά έχει δηλώσει: «Δεν θα σταματήσω τον αγώνα μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι καιρός η Γερμανία να σταματήσει να δηλώνει άγνοια και να χαρακτηρίζει ως «πολεμικό μέτρο» το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».

Συνέντευξη του Αργύρη Σφοντούρη στην κρατική τηλεόραση

Το 1995, μαζί με τους συγγενείς του, κινήθηκε νομικά κατά της Γερμανίας για τη σφαγή της οικογένειάς του και των συγχωριανών του. Την ενέργεια του Σφουντούρη να ζητήσει αποζημίωση από τη γερμανική κυβέρνηση ακολούθησαν 290 συγγενείς και απόγονοι των θυμάτων του Διστόμου, ξεκινώντας μια συνεχιζόμενη νομική και ηθική μάχη. Παράλληλα, κινήθηκε μέσω των γερμανικών δικαστηρίων σε μία προσπάθεια που δεν καρποφόρησε.

Ο Γιάννης Σταμούλης ήταν ο δικηγόρος που είχε καταθέσει αξιώσεις πολεμικών αποζημιώσεων ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ για τις οικογένειες των θυμάτων του Διστόμου.

Στις 30 Οκτωβρίου 1997 το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ των εναγόντων και επιδίκασε αποζημίωση 28 εκατομμυρίων ευρώ. Τελικά τον Μάιο του 2000, το Ανώτατο Πολιτικό και Ποινικό Δικαστήριο της Ελλάδας επιβεβαίωσε αυτή την απόφαση. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε το κεντρικό επιχείρημα της γερμανικής κυβέρνησης ότι τα θύματα δεν μπορούσαν να κινήσουν νομικές διαδικασίες κατά της Γερμανίας μέσω μη γερμανικών δικαστηρίων, λόγω της αρχής της κρατικής ασυλίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η αρχή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, όπως εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, απόφαση αναμφίβολα ορόσημο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Θρήνος στο Δίστομο από τη μητέρα του δολοφονημένου Γιώργου Γαμβρίλη
Πηγή: Viotikoskosmos

Η απόφαση, ωστόσο, δεν μπόρεσε να εκτελεστεί στην Ελλάδα, διότι, όπως είναι απαραίτητο σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η εκτέλεση απόφασης κατά κυρίαρχου κράτους υπόκειται στην προηγούμενη συγκατάθεση του Έλληνα υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δεν δόθηκε, πιθανότατα λόγω των πολιτικών πιέσεων από το Βερολίνο.

Τον Νοέμβριο του 2008 ιταλικό δικαστήριο αποφάσισε ότι οι ενάγοντες μπορούσαν να πάρουν γερμανική περιουσία στην Ιταλία ως αποζημίωση που επιδικάστηκε από τα ελληνικά δικαστήρια. Στους ενάγοντες παραχωρήθηκε μια βίλα στο Menaggio, κοντά στη λίμνη Κόμο, η οποία ανήκει σε γερμανικό κρατικό μη κερδοσκοπικό οργανισμό, ως μέρος της αποκατάστασης.

Τον Δεκέμβριο του 2008, η γερμανική κυβέρνηση υπέβαλε αγωγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο γερμανικός ισχυρισμός ήταν ότι τα ιταλικά δικαστήρια έπρεπε να είχαν απορρίψει την υπόθεση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της κυριαρχικής ασυλίας. Στην τελική του απόφαση του 2012, το δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία είχε παραβιάσει την κρατική ασυλία της Γερμανίας και έδωσε εντολή να ανακληθεί η απόφαση των ιταλικών δικαστηρίων.

Το 2014 το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η κυριαρχική ασυλία για εγκλήματα όπως το Δίστομο παραβίαζε τα βασικά δικαιώματα που εγγυάται το ιταλικό σύνταγμα. Συνεπώς, η κυριαρχική ασυλία δεν θα είναι πλέον εφαρμοστέο δίκαιο στην Ιταλία για τις εν λόγω υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου. Επομένως, νέες αξιώσεις για αποζημίωση για τη σφαγή του Διστόμου θα μπορούσαν να ασκηθούν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.

Η Κέλλυ Σταμούλη, η οποία διαδέχτηκε τον πατέρα της στην υπόθεση του Διστόμου με την αδερφή της Χριστίνα, δήλωσε σχετικά: «Υπάρχει ηθικό ζήτημα που αφορά τη Γερμανία, εξαιτίας της συμπεριφοράς των Ναζί εναντίον των Ελλήνων πολιτών και των συγγενών τους, που τώρα διεκδικούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις το λιγότερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να ζητήσει συγγνώμη ενώ υπάρχει πάντα το ζήτημα της αποζημίωσης, το οποίο συνδυάζεται με την ηθική υποχρέωση. Άρα υπάρχει κοινή υποχρέωση. Αυτό δεν το λέμε εμείς. Το λέει η δικαιοσύνη, ο νόμος».

Τελευταία απόφαση για το ζήτημα ήταν εκείνη του Σεπτεμβρίου του 2019 σύμφωνα με την οποία το Ανωτάτο Αναιρετικό Δικαστήριο της Ιταλίας απέρριψε την προσφυγή της εταιρείας γερμανικών σιδηροδρόμων, που ζητούσαν να μη γίνει δεκτή η κατάσχεση των εισπράξεων 25 εκατομμυρίων ευρώ από τα εισιτήρια των ιταλικών σιδηροδρόμων, την οποία και είχε αποφασίσει το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο το 2014, δίνοντας το πράσινο φως για να υπάρξουν κατασχέσεις και να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των Διστομιτών. Ο δρόμος όμως παραμένει μακρύς για την οριστική δικαίωση των εναγόντων.

Επίλογος (;)

Η Ελένη Σφουντούρη είχε δηλώσει για το θέμα των αποζημιώσεων: «Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μας ότι μπορούσαμε να ζητήσουμε αποζημιώσεις. Δεν ξέραμε καν ότι μπορούσαμε να έχουμε το δικαίωμα να το ζητήσουμε. Είχαμε στο μυαλό μας τις οικογένειές μας που είχαμε χάσει, ποτέ δεν σκεφτήκαμε τις αποζημιώσεις. Ήταν άλλοι που μας το υπενθύμισαν, που μας είπαν ότι είχαμε το δικαίωμα να το απαιτήσουμε. Δεν θα το πιστεύαμε ποτέ και ακόμα δεν πιστεύουμε ότι θα λάβουμε αποζημιώσεις. Για μένα τώρα είναι πολύ αργά.» 

Ο Χρήστος Παπανικολάου αποκαλύπτει πως επισκέπτονται και Γερμανοί το μνημείο των θυμάτων της σφαγής στο Δίστομο, που ζητούν συγχώρεση. Το ζήτημα όμως των πολεμικών αποζημιώσεων παραμένει και πρέπει να διευθετηθεί. «Δεν υπήρξε ποτέ ειρηνευτική συμφωνία με την Ελλάδα», λέει. «Και δεύτερον, αυτή η ιστορία δεν έχει κλείσει ούτε νομικά, επειδή η Γερμανία όντως πλήρωσε κάποια χρήματα, αλλά ήταν χρήματα για συγκεκριμένο σκοπό και όχι ως αποζημίωση για τα θύματα» (σ.σ. η αναφορά στις αποζημιώσεις της Γερμανίας βάσει μιας διμερούς συμφωνίας του 1960, που μοίρασε το ποσό των 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων σε 96.876 Έλληνες πολίτες).

Τα ονόματα των θυμάτων της σφαγής στο Δίστομο στο Μνημείο του χωριού, Associated Press
Τα ονόματα των θυμάτων της σφαγής στο Δίστομο στο Μνημείο του χωριού. Πηγή: AP/Press Association Images

Η Ελένη Αθανασίου Κίνια συμπληρώνει: 

«Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να πληρωθεί. Για τα παιδιά που έζησαν χωρίς τα αδέλφια τους, που ποτέ δεν είπαν τις λέξεις «μάνα» και «πατέρα», για ορφανά που δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα. Με τι πληρώνονται όλα αυτά; …Θα έπρεπε να νιώθουν απέραντη ντροπή. Δεν ήμασταν θύματα πολέμου όπως ισχυρίζονται. Ήμασταν δολοφονημένοι εν ψυχρώ. Κρατήστε αυτά που σας είπα σαν ένα φόρο τιμής για όλους αυτούς που χάθηκαν.»

Aνάμεσα στις μαρτυρίες των θηριωδιών και της αποκτήνωσης υπήρξαν μικρές αναλαμπές με στιγμές ανθρωπιάς είτε σε μεμονωμένες περιπτώσεις Γερμανών στρατιωτών που δεν υπάκουσαν στις εντολές των ανωτέρων τους είτε στο κλείσιμο της εξιστόρησης των γεγονότων από τον εκπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού (Sture Linner) με την αιχμαλώτιση ομάδας Γερμανών εχθρών και την ανθρώπινη αντιμετώπισή της από τους Έλληνες αντάρτες στην περιοχή του Διστόμου λίγες εβδομάδες αργότερα. 

Το ζήτημα της οικονομικής και υλικής αποζημίωσης είναι κυρίως πολιτικό. Η σύνδεσή του όμως με το ηθικό σκέλος είναι που το μετασχηματίζει σε πρόβλημα που αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ξεπερνώντας τη φρίκη της σφαγής στο Δίστομο και αποκτώντας καθολική διάσταση. Ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος και προσπάθησε ως Ευρωβουλευτής να πείσει τους Γερμανούς στο να συνεργαστούν για να βρεθεί μία λύση, θεωρούσε πως από ελληνικό ζήτημα θα έπρεπε να μεταστραφεί και σε γερμανικό, πιστεύοντας πως η γερμανική κοινή γνώμη έχει τη δύναμη να επαναπροσδιορίσει την κυβερνητική πολιτική της χώρας τους.

Αργύρης Σφοντούρης. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη
Ο μικρός Αργύρης Σφοντούρης. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη

Η παρουσία του επιζήσαντα Αργύρη Σφοντούρη σε γερμανική σατιρική εκπομπή, που καυτηρίασε τη στάση της κυβέρνησής τους, και τα δακρυσμένα βλέμματα των Γερμανών θεατών μπροστά στη φωτογραφία εκείνου του τετράχρονου αγοριού, που έπαψε να είναι παιδί από την ημέρα της τραγωδίας του Διστόμου, υποδηλώνουν πως σε αυτήν την περίπτωση οι πολίτες ίσως να είναι εκείνοι που θα πρέπει να δείξουν τον δρόμο στους πολιτικούς τους. 

Καταλήγουμε στο σημείο εκκίνησης. Από τα δακρυσμένα βλέμματα των Γερμανών θεατών και τη συνειδητοποίηση των εγκλημάτων που έχουν γίνει, στο γεμάτο πόνο της Μαρίας, της γυναίκας από το Δίστομο, που στέκεται μέσα στη σιωπή της για να μας μιλήσει μόνο με την εικόνα της για όσα ανείπωτα συνέβησαν στους ανθρώπους και τον τόπο που αγαπούσε. Μπροστά σε αυτό το δράμα κανείς μας, ανεξαρτήτως ιδιότητας ή εθνικότητας, δεν μπορεί να μένει ασυγκίνητος. 

Η Μαρία Παντίσκα - Μίχα απεβίωσε στις 12/3/2009 σε ηλικία 84 ετών. Ετάφη με μια σεμνή τελετή στο πικρό το χώμα του Διστόμου, όπου πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου

Tο άρθρο για τη Σφαγή στο Δίστομο από το περιοδικό Life
Tο άρθρο για τη σφαγή στο Δίστομο από στο περιοδικό Life

Πηγές Πληροφοριών: Wikipedia, Καταγραφή αφηγήσεων από τον Στάθη Σταθά, European Center for Constitutional and Human RightsTHE DISTOMO SLAUGHTER: MEMORY, POLITICS AND THE STRUGGLE FOR CLOSURE του Nίκου Πετρόπουλου, Greece.org, Daa.gov.gr, Κokkinosfakelos.blogspot.com, ΔΙΣΤΟΜΟ του Γιάννη Μπασδέκη, euronews.comhuffingtonpost.gr

Πηγές Εικόνων: Wikipedia, Viotikoskosmos.wikidot.comΜουσείο ΜπενάκηAP/Press Association Images, Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο ΕιδήσεωνLife Magazine

Πηγές Βίντεο: Euronews, ΣΚΑΪ, Aρχείο της ΕΡΤ, ΕΡΤ3Die Anstalt

 

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.