"Παραμύθια Ανάποδα" της Βάλιας Γκέντσου / Εκδόσεις Θεμέλιο

βιβ
04.01.2021
"Παραμύθια Ανάποδα" της Βάλιας Γκέντσου / Εκδόσεις Θεμέλιο

Ο Φ Ε Ι Λ Ο Μ Ε Ν Η   Δ Ι Ε Υ Κ Ρ Ι Ν Ι Σ Η

 

παραμύθι ανάποδα
"Παραμύθια Ανάποδα" της Βάλιας Γκέντσου

Σε μία προσπάθεια να ανοίξει όσο περισσότερο γίνεται ο κύκλος με την κιμωλία της Ποίησης, τούτο το κλειδί, από την αρμαθιά του Paspartou.gr, που οι οραματιστές του μου εμπιστεύτηκαν, κάποιες φορές θα δοκιμάζει να ξεκλειδώνει την αυλόπορτα ενός μόνο ποιήματος από το εκάστοτε επιλεγμένο βιβλίο, αφήνοντας (και προκαλώντας συνάμα) τους αναγνώστες να ανακαλύψουν μόνοι τους το υπόλοιπο οίκημα-βιβλίο και να δοκιμάσουν την τύχη τους σε όποια δωμάτια-ποιήματα επιλέξουν, ξεκλειδώνοντας οι ίδιοι τις αντίστοιχες πόρτες και παράθυρα. Η προσέγγιση θα εστιάζει σε μερικά μόνο χαρακτηριστικά (λ.χ. θέμα, διακειμενικότητα), αφήνοντας τα υπόλοιπα (τρόπος, μουσικότητα, μέσα, ρυθμός, συγκριτική αντιμετώπιση, κλπ) ελεύθερα προς εξερεύνηση, αφού το σώμα του ποιήματος θα δίδεται ολάκερο. 

Συνιστάται μετά την ανάγνωση του ποιήματος διάλειμμα για ανάσες, στοχασμό και ίσως επανάληψη της διαδικασίας, ώσπου να επιτευχθεί ικανή επαφή. 
Κάθε ανάγνωση και προσέγγιση είναι προσωπική, συνεπώς εδώ κατατίθεται ατόκως και ενυπογράφως η δική μου, χωρίς να αξιώνει το παραμικρό. 
  
Η Αρχή γίνεται σήμερα με την προσέγγιση στο ποίημα ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ NIBELUNGEN της Βάλιας Γκέντσου, που υπάρχει στο βιβλίο της με ποιήματα με τον τίτλο «Παραμύθια Ανάποδα», εκδόσεις Θεμέλιο, 2020. Είναι το δεύτερο βιβλίο της. 
   


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ NIBELUNGEN (σελ. 71)

        I.
Σώμα τρυπημένο
φριχτά υγρά κυλούν στις φλέβες
λευκές μπλούζες κουνούν λέξεις κούκλες
το σχήμα αυτό ίσως καταστρέψει
παλιά κύτταρα

Τα μαλλιά πέφτουν κινούμενη άμμος
μαζεύω μία μία τις τούφες
στην τελευταία λιγοστεύω
η σκιά στον καθρέφτη σχηματίζει
ένα φαλακρό πουλί
Δεν βγαίνει φωνή
Κρυώνω
        ΙΙ.
Η Μαρία ψωνίζει μαντήλες
τα χρώματα ξεγελούν στο φως
ψεύτικος ήλιος

Το μικρό παιδί στυλώνει πάνω μου
δυο μάτια πύλες
Δεν μπορώ τώρα να είμαι μαμά
Δεν ξέρω αν θα είμαι

Βυθίζω το άλλο σώμα στο μπλε της μήτρας
ονειρεύομαι πως κάνω μπάνιο σε αίμα δράκου
δεν έχω φύλλο φλαμουριάς στην πλάτη
διώχνω εύκολα γητειές του κάτω κόσμου
σαν γυναίκα σαν άτρωτη

Ο κήπος με αγκαλιάζει
Επιπλέω

        ΙΙΙ.
Επιστρέφω
αλλιώς όμορφη
σοφή
χωρίς να παρασέρνει το βήμα
η δίνη των στιγμών

Άγρια εποχή που θεριεύει.

Αν κάποιος 
(α) δεν γνωρίζει την τετραλογία έργων όπερας του Βάγκνερ Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, 
(β) δεν έχει διαβάσει το βιβλίο Το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν  (DAS NIBELUNGENLIED) των εκδόσεων Στοχαστής σε μετάφραση Δ. Πεταλά, 
(γ) δεν είναι σινεφίλ ώστε να ξέρει για την κινηματογραφική ταινία του Γερμανικού Εξπρεσσιονισμού Die Nibelungen (Οι Νιμπελούγκεν) σε σκηνοθεσία του Φριτς Λάνγκ (Fritz Lang), 1924, βωβός κινηματογράφος φυσικά 
(δ) δεν έχει ακούσει τίποτε για το γερμανικό μεσαιωνικό έπος Nibelungenlied, το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν, το Τραγούδι των Παιδιών της ομίχλης δηλαδή, το οποίο αντλεί υλικό από τη γερμανική και τη σκανδιναβική μυθολογία, 
σίγουρα θα έχει δει μεταφερμένη στην οθόνη ή διαβάσει σε βιβλία τη διάσημη τριλογία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, η οποία είναι εμπνευσμένη από αυτό.

Η περιληπτική μεταφορά της υπόθεσης εδώ είναι αδιανόητη, διότι θα απαιτούσε αρκετές σελίδες. Σημειώνω μόνο τα εξής στοιχεία που υπάρχουν εκεί και ίσως φανούν χρήσιμα στη συνέχεια: Διεκδίκηση της απόλυτης Ομορφιάς, βίαιες συμπεριφορές, ακόντια και ξίφη που τρυπάνε ανθρώπινα σώματα πληγώνοντας ή παίρνοντας ζωές, υπερφυσικές-μαγικές δυνάμεις και ιδιότητες, σχετικότητα του δικαίου, αφοσίωση μέχρι θανάτου, πεποιθήσεις, όπως και ένα περιστατικό: ένας από τους κεντρικούς ήρωες, ο Ζίγκφριντ, σκοτώνει έναν δράκο και κάνοντας μπάνιο στο αίμα του γίνεται άτρωτος, εκτός από ένα σημείο στην πλάτη του, όπου είχε πέσει ένα φύλλο φιλύρας, που αποτελεί και το μοναδικό του τρωτό σημείο (την Αχίλλειό του πτέρνα), μοιραίο δυστυχώς.

I.
Ας μεταφερθούμε τώρα σε ένα νοσοκομείο, όπου γίνεται μάχη για να επικρατήσει η ζωή, ενάντια στη μάσκα του θανάτου που λέγεται καρκίνος. Σε κάποιο θάλαμο, κείτεται ένα {σώμα τρυπημένο} από τις ενέσεις, την πεταλούδα αιμοληψίας, τον φλεβοκαθετήρα με τον ορό και τα {φριχτά υγρά} που {κυλούν στις φλέβες}. Οι γιατροί αγωνίζονται, πολεμούν με τα δικά τους σπαθιά και ακόντια, είναι στην πρώτη γραμμή φορώντας {λευκές μπλούζες}, κάνουν συμβούλια, {κουνούν λέξεις}, {κουνούν} και τους άβουλους, στα χέρια τους αφημένους σαν {κούκλες} ασθενείς, ακόμη {κουνούν λέξεις} με λόγια παρηγοριάς, όμορφα αλλά στην πραγματικότητα άψυχα, σαν {κούκλες}, δοκιμάζουν νέο μίγμα (κοκτέιλ, λες και είναι ποτό) φαρμάκων, έχοντας υπό συνεχή παρακολούθηση το σώμα, γιατί {το σχήμα αυτό ίσως καταστρέψει / παλιά κύτταρα}.

Ακολουθούν οι χημειοθεραπείες, απαραίτητο συμπλήρωμα. Αποτέλεσμα; {Τα μαλλιά πέφτουν κινούμενη άμμος}. Το σώμα συλλέγει τα πειστήρια για ενθύμιο, από  ευγνωμοσύνη ή από σεβασμό; Ποιος ξέρει... Μονολογεί... Σκύβω, {μαζεύω μία μία τις τούφες / στην τελευταία λιγοστεύω} γιατί είναι το κατώφλι, η τελευταία ελπίδα. Κουράστηκα, με πάνε στο μπάνιο, κοιτάζομαι, δεν με αναγνωρίζω, {η σκιά στον καθρέφτη σχηματίζει / ένα φαλακρό πουλί}, η σκιά του φαλακρού μου κρανίου με τη μύτη μου σαν ράμφος δίνουν την εντύπωση πουλιού χωρίς λοφίο, έγινα πουλί, πότε; Προσπαθώ να φωνάξω, να μιλήσω, μάταια. {Δεν βγαίνει φωνή} και πώς να βγει, με τι δύναμη, έχω πλημμυρίσει από τη μεταλλική χημική γεύση, έχω κοκαλώσει από τον κρύο ρευστό χάλυβα στο αίμα μου, προσπαθώ να τους πω, δεν ακούν, προσπαθώ να δείξω, τίποτε, έχω παραλύσει. {Κρυώνω} αφόρητα, έχω παγώσει.


ΙΙ.
Καιρό μετά, όχι πολύ, {Η Μαρία ψωνίζει μαντήλες}. Έχω ανάγκη την ελπίδα, θέλω να αγκιστρωθώ από οτιδήποτε μπορεί να με βαστάξει, ας είναι και ψέμα. Ψώνια λοιπόν όπως παλιά, μαντήλες να κρύβουν το φαλακρό μου κεφάλι, πολύχρωμες, να προσποιούνται τη χαρά ή την ανεμελιά, καμουφλάζ, ευτυχώς {τα χρώματα ξεγελούν στο φως}, το εκμεταλλεύομαι, κι ας ξέρω πως για μένα βγαίνει πλέον ένας άλλος, κρύος, {ψεύτικος ήλιος}, κι ας μην ξέρω για πόσο ακόμα.

Δύσκολο να κρυφτείς στον καθρέφτη των παιδικών ματιών, δύσκολο να ξεγελάσεις το ένστικτό τους. Πώς να ξεφύγεις από το μοίρασμα του πόνου, από την αβεβαιότητα, από το φλερτ του χάρου; Αγγελούδι μου, με πόση αθωότητα έρχεσαι κοντά μου, πώς με κοιτάς έτσι, με πόση αγνότητα! {Το μικρό παιδί στυλώνει πάνω μου / δυο μάτια πύλες}, προσπαθεί να καταλάβει, να βοηθήσει, θέλει, ζητά, ρωτά. Το ένστικτό του δουλεύει καλά. Όμως εγώ, πώς να του πω ότι {Δεν μπορώ τώρα να είμαι μαμά}, πώς να του κόψω τα φτερά ομολογώντας την αδυναμία και την αβεβαιότητά μου; Το χειρότερο; {Δεν ξέρω αν θα είμαι}. Κανείς δεν ξέρει. Εν τω μεταξύ οι υποχρεώσεις τρέχουν, οι ρόλοι απαιτούν, για να εκπληρωθούν όμως προϋποτίθεται υγεία, κι εγώ δεν ξέρω αν θα σταθώ στα πόδια μου ξανά.

Λίγο πριν από το βράδυ, μόνη, παίρνω την κασετίνα με τους ψηφιακούς δίσκους της όπερας του Βάγκνερ. Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, φορώ ακουστικά και πριν ξαπλώσω, πατώ την έναρξη, δυναμώνοντας στο μέγιστο τον ήχο. Από ένα σημείο και μετά αρχίζω να χάνομαι ανάμεσα στο όνειρο, το όραμα, ή σε κάποια διάσταση που δεν είχα ξαναπάει ως τώρα. Λες να ήταν παραισθήσεις από τα χάπια; Βγαίνω από το άρρωστο σώμα μου, βρίσκομαι ξάφνου σε ένα άλλο, γνώριμο, δικό μου σε νεαρότερη ηλικία, μπαίνω πάλι στην κοιλιά της μάνας μου, περίεργο, μπλε θάλασσα εκεί, μπλε ουρανός, μπλε αίμα βασιλικό (βασίλισσα κάθε μάνα, βασίλισσα κάθε γυναίκα), όλα είναι μπλε, του φθορίου πάνω, με λίγο του κοβαλτίου κάτω. {Βυθίζω το άλλο σώμα στο μπλε της μήτρας}, συναντώ τον κομμένο ομφάλιο λώρο. Γαλάζιο υγρό σταλάζει σαν ποτιστήρι από την άκρη του, μπαίνω από κάτω, στο όνειρο μέσα βλέπω να {ονειρεύομαι πως κάνω μπάνιο σε αίμα δράκου}, ω ναι, ανακούφιση, ήρθε η πληροφορία, έγινε ο συνειρμός, τώρα ξέρω, τώρα θα νικήσω, δεν θα την πατήσω όπως ο  καλός μου Ζίγκφριντ, κοιτάζω καλά, {δεν έχω φύλλο φλαμουριάς στην πλάτη}, το αίμα πήγε παντού. Τελειώνω, επιθεωρώ, νιώθω ισχυρή. Δεν σκουπίζομαι, το δέρμα μου το έχει απορροφήσει όλο. Δαίμονες της κόλασης με καλούν, πειρασμοί, ο Δάντης φωνάζει, όμως εγώ, νιώθω δυνατή, τόσο που απορώ με την άνεση με την οποία {διώχνω εύκολα γητειές του κάτω κόσμου}.  Συνειδητοποιώ ότι μπορώ πλέον, {σαν γυναίκα} που μπορεί και γεννά ζωή, μπορώ, {σαν άτρωτη}, από το αίμα του δράκου, το αίμα του φόβου που σκότωσα, ναι, μπορώ, {σαν γυναίκα σαν άτρωτη}, δηλαδή: σαν έτοιμη από καιρό, σα θαρραλέα, καλή σου ώρα Αλεξανδρινέ.

Τώρα {Ο κήπος με αγκαλιάζει}, να είναι ένας άλλος Παράδεισος; Οι σπόροι της ίασης, τα άνθη της ελπίδας, τα δέντρα της γνώσης απαλλαγμένα από την αμαρτία, τα φρούτα του πάθους για ζωή, οι λωτοί της λήθης, τα αγριολούλουδα του χρόνου, όλα με αγκαλιάζουν. Γαληνεύω, εμπιστεύομαι, ευγνωμονώ, αφήνομαι {στο μπλε της μήτρας} και χωρίς καμία προσπάθεια, με χαρά με νιώθω να {Επιπλέω}, {στο μπλε της μήτρας} του Σύμπαντος. 


ΙΙΙ.
Κάποτε {Επιστρέφω} στο τώρα, μα είναι ένα άλλο τώρα, ολότελα αλλαγμένο από το πριν.
Με το φως της ενόρασης αντίκρισα το έσω σύμπαν, πήρα φως. Τώρα με βλέπω στον καθρέφτη της ολότητάς μου {αλλιώς όμορφη}, με καταλαβαίνω περισσότερο ή έστω λιγάκι {σοφή}, τολμώ, κινούμαι, δρω, επιλέγω {χωρίς να παρασέρνει το βήμα / η δίνη των στιγμών}, δυναμωμένη από τη βιωμένη σοφία των εμπειριών και στο σωματικό, και στο ψυχικό και στο συναισθηματικό και στο νοητικό επίπεδο, ή για να μεταφέρω και προς τα έξω τη χάρη που μου δόθηκε, δυναμωμένη από τη βιωμένη σοφία των εμπειριών στην ολιστική χωροχρονική μου ύπαρξη.

Έξω με περιμένει {Άγρια εποχή που θεριεύει.}

Δεν φοβάμαι. Είμαι ευγνώμων. Όπως είχα δει γραμμένο στις MARIONETTES (Παραμύθια Ανάποδα, σελ. 62): 
{Ζω μέσα σε παράλογους θανάτους
Ζω όμως}.

ΥΓ
Επιλέχτηκε το συγκεκριμένο ποίημα ως το πρώτο της νέας χρονιάς, γιατί με τα όσα περάσαμε το μαρτυρικό 2020 ως πραγματικοί ή φανταστικοί ασθενείς, εν δυνάμει ή όχι, εν όλω ή εν μέρει –χώρια τους τόσους θανάτους–, η ευχή για το 2021 θα μπορούσε να είναι για όσους ως τώρα απομείναμε:
{Επιστρέφω / αλλιώς όμορφη / σοφή / χωρίς να παρασέρνει το βήμα / η δίνη των στιγμών}
συνειδητοποιημένα προς ένα νέο, φωτεινότερο μέλλον. 

 

Βιογραφικό Βάλιας Γκέντσου

γκ

Η Βάλια Γκέντσου γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. Σπούδασε Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στις Κλασσικές Σπουδές. Εργάστηκε στη Μέση εκπαίδευση και, από το 2010, ως επιμελήτρια κειμένων. Ασχολείται ενεργά με την καλλιτεχνική φωτογραφία και είναι μέλος του Φωτογραφικού Κύκλου του Πλάτωνα Ριβέλλη.

Τον Δεκέμβριο του 2017 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Θεμέλιο Ο δρόμος άνοιγε στο τέλος.

Γιώργος Ρούσκας

Γιώργος Ρούσκας

«Ταξιδευτής στους δρόμους της γης, μετανάστης σε μονοπάτια ονείρων», ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Ερωτευμένος με τη βροχή, το φως, τις λέξεις, την αγγειοπλαστική, ποθεί να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι και πορεύεται βιώνοντας «στο κάλλος του ελάχιστου, ζωής όλο το κάλλος».