"Καθαρό οινόπνευμα" της Δήμητρας Κουβάτα / Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020

koyb;at poimata
16.05.2021
"Καθαρό οινόπνευμα" της Δήμητρας Κουβάτα / Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020

Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν.

 

Συνεχίζοντας την προσπάθεια να ανοίξει όσο περισσότερο γίνεται ο κύκλος με την κιμωλία της Ποίησης, τούτο το κλειδί, από την αρμαθιά του Paspartou.gr, δοκιμάζει το ξεκλείδωμα της αυλόπορτας ενός μόνο ποιήματος από ένα επιλεγμένο βιβλίο κάθε φορά, παραθέτοντάς το ολάκερο, αφήνοντας και προκαλώντας συνάμα τους αναγνώστες να ανακαλύψουν μόνοι τους τα υπόλοιπα.

Εν προκειμένω, επιλέχτηκε ποίημα από την ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα, ΚΑΘΑΡΟ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020.

Είναι η δεύτερή της συλλογή, η οποία περίτρανα επιβεβαιώνει στο ακέραιο όσα είχα γράψει για την πρώτη της (1) το 2018, μεταξύ δε των οποίων ότι:

«Η αίσθηση που μένει μετά από τη μελέτη του βιβλίου είναι πως πρόκειται για ώριμη ποίηση, καθόλου πρωτόλεια. Έρχεται με γλωσσική επάρκεια, με ικανή ροή, με εντιμότητα, καθαρότητα και αμεσότητα να προσθέσει το δικό της νερό στο αέναο ποτάμι της ποίησης και να αγγίξει τις καρδιές με την ουσία που φέρει ο λόγος της».

Ο συντάκτης του παρόντος θεωρεί ότι το ποίημα αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα από όσα είδαν το εκδοτικό φως το 2020, διότι όχι μόνον υπερπληροί τις προϋποθέσεις κατάταξης ενός ποιήματος ως σπουδαίου στο συλλογικό ασυνείδητο επαϊόντων και μη, αλλά πέραν αυτού, διότι διαπραγματεύεται σπουδαία ζητήματα, συναρτημένα με την πορεία τους στον χρόνο και ειδικότερα με τη διαδρομή από τον Μύθο ως την Ιστορία και από εκεί ως το σήμερα, όπως:

  • τα στερεότυπα άνδρα και γυναίκας
  • τον έρωτα
  • τις προσωπικές σχέσεις
  • τις ιδιότητες (και όχι ρόλους) ειδικά για τη γυναίκα
    • ερωμένης
    • συντρόφου
    • μάνας
    • οικοδέσποινας
  • τη μνήμη
  • το αίτιο με το αιτιατό
  • τα ανθρώπινα όρια
  • τη δυναμική και την ανθεκτικότητα ελληνικών λέξεων – ονομάτων
  • τη σύζευξη θεατρικού και ποιητικού λόγου

Εξαρχής φάνηκε ότι η ποιήτρια δεν ήρθε ως επισκέπτις, ήρθε για να μείνει. Λόγος μεστός, συνεπής, συνεκτικός, συχνά βιωματικός, διασυνδεδεμένος με τις ρίζες του, χρησιμοποιεί τον οίνο του πνεύματος ως οινό-πνευμα καθαρό πολλών χρήσεων: απολυμαντικό, αναλγητικό, χαλαρωτικό, μεθυστικό, πτητικό. Με πλούτο γνώσεων εκτεινόμενο πολύ πέρα από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια της φιλολογικής της ιδιότητας, με αυστηρότατες εκφραστικές επιλογές, με λέξεις κοφτερές, γυμνές, γεννά έναν Ποιητικό Λόγο διαυγή, συγκροτημένο, θεατρικό, εικονοπλαστουργό, ιδιαίτερο, πλήρως αναγνωρίσιμο, ήδη από το πρώτο της βιβλίο.

 

ΜΕΔΟΜΑΙ ΛΕΝΕ ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ

 

Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε

όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε

και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.

Ευχόμουν κι ήθελα μονάχα

τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,

πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.

Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,

το μπράτσο σημαδεύει.

Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε

ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,

για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη

προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.

Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.
Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά

με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου

και σκέφτομαι της Αμπχαζίας τα βουνά

άραγε θυμούνται το όνομά μου;

Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.

Σαν να ’μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου

μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ’μουν σκλάβα του,

με μάρκαρε.

Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι απ’ τη μια

το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.

Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.

 

Λείπεις πολύ Ιάσονα, στα ξένα κρεβάτια.

Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.

 

₪ ₪ ₪ ₪ ₪ ₪ ₪

 

Πώς αλλάζουν τα πράγματα! Λες και τότε δεν ήμουν εγώ, μα κάποια άλλη. Ή μήπως τώρα είμαι κάποια άλλη, και τότε ήμουν εγώ; Σαν να μην ξέρω πότε είμαι εγώ, αν ποτέ είμαι δηλαδή ή αν κάποια άλλη στη θέση μου ενεργεί για μένα, αποφασίζει, επιλέγει. Λες και είμαι «εγώ, ένας άλλος» (2) που έλεγε ο Κέρτες. Λες και «ο Ξένος» (3) του Καμύ είναι ο πλέον φίλιος στην παρουσία του εγώ. Το μόνο που σήμερα μπορώ με βεβαιότητα να αισθανθώ, ή μάλλον με βεβαιότητα να νομίζω ότι αισθάνομαι, είναι πως

 

Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε

όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε

και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.

 

galika
 H απογοητευμένη Μήδεια Bor, Paulus, περίπου 1640.

Τότε! Στον Καύκασο λεύτερο αγριοπούλι, ν’ ανεβοκατεβαίνω από την Κολχίδα, ανατολικά του Ευξείνου Πόντου, στης Αμπχαζίας τα βουνά. Να θωρώ τη Μαύρη θάλασσα και άσπρη να τη βλέπω. Πετούσα από χαρά. Ερωτευμένη ως το κόκαλο. Ω μνήμη ευλογημένη! Ο τόπος δεν μας χωρούσε. Τίποτε δεν ήταν τόσο μεγάλο ώστε να χωράει τον έρωτά μας. Κι εγώ, από σπίτι, με αρχές, με γαλλικά και πιάνο, αλλά και μ’ όλα τα στερεότυπα αναθρεμμένη, βασιλική η οικογένειά μου βλέπεις, κόρη του βασιλιά Αιήτη, με του πουλιού το γάλα, η Μήδεια με το όνομα, η ξακουστή, τότε όμως ανυποψίαστη ακόμη, μόλις τον είδα άστραψε έρως κεραυνοβόλος, Ιάσονας ήταν αυτός, ο γιός του Έλληνα, του Δευκαλίωνα εγγονός, μαγεύτηκα, μόλις τον είδα λύγισα,    

 

Ευχόμουν κι ήθελα μονάχα

τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,

πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.

 

Έτσι πρόσταζε η φύση μου, το φύλο μου, όλα τα κύτταρά μου. Κι εκείνος το χαιρότανε, κολακευόταν, ήμουν ο ήλιος του, βασίλισσά του.

Ανάθεμα όμως στον χρόνο, ανάθεμα στη νύχτα! Τα βασίλεια κάποτε κάνουν τον κύκλο τους, ο ήλιος κάποτε δύει. Παρόλο που εγώ δεν έδυσα ακόμη, δεν κατάλαβα πώς έγινε και τα πάντα άλλαξαν. Είναι γεγονός ότι

 

Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,

το μπράτσο σημαδεύει.

 

Δεν παραπονιέμαι, καλά τα κατάφερα ως τώρα. Πρόκαμα,

 

Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε

ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,

για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη

προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.

 

55
Μήδεια, Delacroix, Eugene, 1838

Κι ο Έρωτας κατάντησε απλώς, εκτόνωσης η πράξη. Στη χάση και στη φέξη. Αλλού είχε το βλέμμα του, αλλού και το μυαλό του. Μία και δυο και τρεις, μα πόσο να υπομένω; Τι φταίω αν δεν μπόρεσα να γίνω Αφροδίτη; Τι φταίω αν γεννήθηκα βασιλοπούλα κόρη; Αν γνώσεις μού μετέδωσαν δάσκαλοι φωτισμένοι; Τι φταίω εάν Μήδεια άλλοι με ονόμασαν; Μήδεια, από το ρήμα μέδομαι. Ο Θείος κάποτε θα πει, μ’ αθάνατο τραγούδι: «ἀλλ᾿ ἄγε δὴ καὶ νῶι μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς» (4). Η σκέψη αναπόφευκτη γιατί:

 

Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι. (5)

Αναρωτιέμαι τι έφταιξε, πώς φτάσαμε ως εδώ. Εγώ; Τι θα μου έλεγε ο ψυχολόγος; Τι θέλει να μου πει ο Ποιητής, ο Αυτοψυχίατρος κατά τον Καρούζο; (6).

Ιδού, μπροστά μου, στον καθρέφτη:

Ο Αυτοψυχίατρος! Αυτοπροσώπως!

Πώς ήλθε ως εδώ από το υπερπέραν;

 

Μ ή δ ε ι α

—Καλώς τον!

 

Π ο ι η τ ή ς

—«Ξέρω πως εκεί όπου συνήθως η καρδιά κατοικεί

      τώρα εσύ ζεις μ’ ένα κοτσύφι». Έτσι έγραψες. (7)

 

Μ ή δ ε ι α

—Ε και λοιπόν;

 

Π ο ι η τ ή ς

— Ποίησης γλώσσα, αλήθειαν λέγει.

 

Μ ή δ ε ι α

—Τι θέλεις να πεις;

 

Π ο ι η τ ή ς

—Συ είπας: «Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα.» (8)

Σου φτάνει αυτό;

 

Μ ή δ ε ι α

—Ναι.

Αυτό είναι όλο; Γι αυτό ήρθες ως εδώ; Για να τον υποστηρίξεις;

 

Π ο ι η τ ή ς

—Άκου εσύ τι είπες: «Του γέννησα δύο παιδιά», δεν είπες γέννησα δύο παιδιά. Ένα άρθρο αλλάζει τα πάντα. Γιατί του επιρρίπτεις ευθύνες; Του έκανες χάρη; Αν ναι, γιατί; Δεν έχεις μερίδιο ευθύνης;

 

Μ ή δ ε ι α

—Δεν φταίω εγώ. Έτσι μας έμαθαν οι προηγούμενοι. Πέρασε στη γλώσσα χωρίς να το καταλάβουμε. Η γυναίκα σκεύος αναπαραγωγής. Έτσι νομίζει κι εκείνος. Επίτηδες το είπα. Χειριστικά, και προς εμένα για να εφησυχάσω το υποσυνείδητό μου, και προς εκείνον, μήπως και το ακούσει και ευχαριστηθεί, αλλά και προς εσένα, για να σε προκαλέσω ποιητή, να δω αν θα παρέμβεις. Σε ήθελα απόψε εδώ. Για μάρτυρα. Σ’ ευχαριστώ. Ειλικρινά. Όμως δεν το αντέχω. Ίσως να το προσπαθήσω βήμα – βήμα. Πήγαινε τώρα. Σε παρακαλώ:

 

Δώρο το άδωρο, το ανεπίδοτο. Τώρα,

μην έρθεις. Για γάμο δώρο που

αναβλήθηκες. Δεν έχω και

πού να σου στρώσω, γι’ αυτό

 

μείνε στο ποίημα. (9)

 

mid

Sarcophagus_Medea_TermeΣαρκοφάγος με ... ων παιδιών της. Έργο του 150-170 π.Χ. 
​​​​​​

Άσε με στον πόνο μου. Άσε με να σκεφτώ. Λάθος. Όλα πηγαίνουν λάθος. Γιατί να γίνομαι ηθοποιός; Γιατί να κάνω όσα ευχαριστούν μόνο εκείνον; Μπορεί κανείς να καταλάβει το μεγαλείο της μητρότητας; Τους πόνους της γέννας; Το δάγκωμα του πεινασμένου βρέφους στο βυζί; Το να είσαι άξια μητέρα; Άμε στην ευχή του Δία ποιητή και άσε με στον πόνο μου. Στις θύμησες, στη νοσταλγία. Πόσο μου λείπει το πατρικό, τα χώματα, της μάνας μου η αγκαλιά, το βλέμμα του πατέρα!

Μάνα είπα;

 

Όπως τα έλεγες

μάνα μου,

αποδείχτηκα.

Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη. (10)

 

Μόνη απόψε πάλι. Όπως και ψες. Δάκρυα πέφτουν στο στήθος μου. Παραμιλώ.

 

Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά

με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου

και σκέφτομαι της Αμπχαζίας τα βουνά

άραγε θυμούνται το όνομά μου;

 

Πάλαι ποτέ Καλέ μου! Τι σου συμβαίνει; Τι άλλαξε που δεν επανορθώνεται; Γιατί ο χρόνος να ζηλεύει την ευτυχία; Άλλαξα εγώ; Εσύ, πόσο άλλαξες;

 

Ο δράκος έγινες

και μόνο σκόρδο πια μυρίζεις. Το παραμύθι

το φονέψαμε. (11)

 

Κάτι όμως ψυχανεμίζομαι απόψε. Σαν κάτι να μην πάει καλά.

 

Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.

 

Ήρθε.

Μεθυσμένος, αγριεμένος, ξαναμμένος ως το κόκκαλο. Φοβήθηκα. Πήγα να κρυφτώ. Εκείνος έτρεξε, πήρε το βραχιόλι μου

 

Σαν να ’μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου

μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ’μουν σκλάβα του,

με μάρκαρε.

 

Πάλι. Όποτε δεν ημερέψει έξω ή όποτε τον πιάσει ο Διόνυσος απ’ τα μαλλιά, τον κόλπο μου γυρεύει με το καράβι του να εμβολίσει. Να σφηνώσει μέσα το θυμό του. Μετά γυρίζει πλευρό και κοιμάται χορτασμένος, ικανοποιημένος, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Όμως εγώ Αυτοψυχίατρε, ακούω τη φωνή σου, τα σκέφτομαι, τα λογαριάζω. Τι Μήδεια θα ήμουνα αλλιώς; Είπαμε: Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι (5). Όλα στη ζυγαριά. Ας λένε πως το γυναικείο μυαλό δεν είναι πρακτικό. Κάθε άλλο.

 

Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι απ’ τη μια

το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.

Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.

 

Ξεσηκώνεται η λογική: Σκλαβωμένο αντικείμενο θαυμασμού, αμισθί παροχής υπηρεσιών, κατάσβεσης πόθων.

Ανεμίζει το όνειρο: Έπαθλα, φυγή, κοσμήματα. Χίμαιρες.

Εγώ; Ανάμεσα.

Θα κάνω υπομονή; Με σταυρωμένα χέρια, θα κάνω ό,τι έκανα ως τώρα;

 

Στον ύπνο σου θα σε κοιτώ,

όπως γυναίκα μοναχή κοιτάζει απ’ το παράθυρο

απέναντι το Πήλιο. (12)

 

Θα αντιδράσω; Θα λάβω μέτρα η θα το καταπιώ; Τι θέλω τελικά; Τι προσδοκώ για σένα;

 

Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου

το κάθαρμα που είσαι

να θυμίζεις. (13)

 

Απόψε τόλμησα, έκανα ένα βήμα. Έσκυψα στο αυτί του, την ώρα που κοιμότανε βαριά και του ψιθύρισα, μπας και το καταλάβει:

 

Λείπεις πολύ Ιάσονα, στα ξένα κρεβάτια.

Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.

 

Σηκώνομαι, τολμώ και δεύτερο βήμα. Θέλω ν’ αφήσω την αλήθεια πίσω μου, αισθάνομαι το χρέος: προς τα παιδιά μου, προς τους γονείς μου, την πατρίδα μου, τον Μύθο, την Ιστορία. Σε όσους παρόμοια υποφέρουν. Τα γράφω συμπυκνωμένα ως εδώ, απόψε, σε τούτο το ποίημα. Τα προσφέρω:

 

Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν. (14)

 

Απόψε.

Αύριο; Μη ρωτάς.

Το μόνο που ξέρω για το αύριο είναι πως:

 

δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.

 

Μάης 2021

Γιώργος Ρούσκας

 

 

Αναφορές

 

1. https://www.fractalart.gr/skyli-demeno-dimitra-kouvata/

17/04/2018, τίτλος κειμένου μου: Η αλήθεια του καθενός είναι το αγώγι του.

2. Ίμρε Κέρτες, ΕΓΩ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ, μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου, εκδόσεις Καστανιώτης, 2002

3. Αλμπέρ Καμύ, Ο ΞΕΝΟΣ, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Καστανιώτης, 1998

4. Ιλιάδα, Ε, 718.

    Σε μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή:

    «Μόν' έλα τώρα την αδάμαστη να θυμηθούμε αντρειά μας».

5. μέδομαι τινός= βουλεύομαι, φροντίζω, σκέπτομαι περί τινός.

Λεξικόν Ομηρικόν περιέχον πάσας τας ευρισκομένας λέξεις παρ' Ομήρω και τοις Ομηρίδαις. /.../ Το μεν πρώτον συνταχθέν υπό Κρουσίου πολλαχώς δ’ επεκταθέν και κατά τας νεωτέρας έρευνας διορθώσεων υπό Ε. Ε. Σέιλερ εκ δε της έκτης γερμανικής εκδόσεως διασκευασθέν χάριν των Ελλήνων υπό Ι. Πανταζίδου, Εκδότης Ανέστης Κωνσταντινίδης, έκδοσις εβδόμη στερεότυπος,   Χρόνος Έκδοσης 1888, βλ. σελ. 409 (αντληθέν νομίμως ψηφιακά από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης [Ανέμη]).

6. «Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής». Από το μότο του βιβλίου, το οποίο είναι απόσπασμα από τη «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη» του αείμνηστου Νίκου Καρούζου.

7 ως 14: στίχοι από το βιβλίο

 

 

koybΗ Δήμητρα Κουβάτα (Βελεστίνο, 1970) σπούδασε Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Κυκλοφορούν δύο ποιητικές της συλλογές: «Σκυλί δεμένο» (στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη 2018 της Εταιρείας Συγγραφέων) και «Καθαρό Οινόπνευμα» από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ μερικά μεταφράστηκαν στα Ιταλικά και Ισπανικά.

 

 

 

 

Γιώργος Ρούσκας

Γιώργος Ρούσκας

«Ταξιδευτής στους δρόμους της γης, μετανάστης σε μονοπάτια ονείρων», ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Ερωτευμένος με τη βροχή, το φως, τις λέξεις, την αγγειοπλαστική, ποθεί να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι και πορεύεται βιώνοντας «στο κάλλος του ελάχιστου, ζωής όλο το κάλλος».