Αλκίνοος Ιωαννίδης: "Όσο τα κλειστά στόματα πληθαίνουν, τόσο βουλιάζουμε στη μαυρίλα"

Αλκίνοος Ιωαννίδης
29.01.2019
Αλκίνοος Ιωαννίδης: "Όσο τα κλειστά στόματα πληθαίνουν, τόσο βουλιάζουμε στη μαυρίλα"

Οι τέχνες μας θυμίζουν ποιοι είμαστε και τι σημαίνει Άνθρωπος. 

 

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης μίλησε για τον ρόλο του στη"Σαμία" του Μενάνδρου, για το θέατρο και το τραγούδι, τις επιπτώσεις της κρίσης στην καλλιτεχνική ποιότητα. Επίσης, αναφέρθηκε στην αλλαγή που διακρίνει στα βλέμματα των ανθρώπων όταν ακούν τα τραγούδια του και έκανε λόγο για την επιστολή που έγραψε και τις επιθέσεις που δέχθηκε, ενώ δεν παρέληψε να σχολιάσει και την απάντηση του Κύπριου φοιτητή. Σύγκρινε την κυπριακή οικονομική κρίση με την ελληνική και καυτηρίασε με έντονο τρόπο τον διχασμό που επέφερε το τραγούδι "Κεμάλ".Τέλος, μας εκμυστηρεύτηκε το όνειρό του...

Είχατε συμμετάσχει ξανά στην παράσταση “Σαμία” του Μένανδρου, 2Ο χρόνια πριν. Τι σας οδήγησε στο να παίξετε στο ίδιο έργο, και μάλιστα τον ίδιο ρόλο, μετά από τόσα χρόνια;

Η “Σαμία” του ΘΟΚ, υπήρξε πάντα για μένα ένα πρότυπο συλλογικής εργασίας και εξαιρετικού καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Δεν χαρακτηρίστηκε τυχαία ως “μία από τις σπουδαιότερες παραστάσεις του Φεστιβάλ Επιδαύρου”. Είχα την τύχη να τη ζήσω στην γέννησή της τότε, πολύ νέος. Αισθάνομαι πως είναι ένα δώρο πουμου ξαναδίνεται δυο δεκαετίες αργότερα, σαν μια μικρή νίκη στον χρόνο ή σαν μια υπενθύμιση της αθανασίας,που μόνο μέσα από το καλλιτεχνικό και το πνευματικό έργο μπορούμε να ζήσουμε οι θνητοί.

Τι έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα ως προς τον τρόπο που προσεγγίζετε και αποδίδετε τον συγκεκριμένο ρόλο;

Νομίζω πως παίζω καλύτερα τώρα, όσο κι αν αυτό ακούγεται υπερφίαλο. Το καταλαβαίνω στη σκηνή. Νιώθω περισσότερο τον Μοσχίωνα σήμερα, παρά τα χρόνια που με χωρίζουν από την ηλικία του ρόλου, ή, ίσως και εξαιτίας τους. Είμαι ένα μαζί του την ώρα που φορώ τα ρούχα του, τον αγαπώ όμως, τον κατανοώ και τον χαίρομαι σαν να είναι άλλος. Περίεργα πράματα σε βάζει το θέατρο να ζήσεις...

Πώς είναι να συνεργάζεστε με μία εμβληματική μορφή του κυπριακού θεάτρου όπως είναι ο Εύης Γαβριηλίδης;

Θα μπορούσε να είναι δύσκολη η συνεργασία. Ξέρεις, όταν υπάρχει η απόσταση που δημιουργεί το τυπικό μέρος του σεβασμού προς κάποιον που είναι ζωντανή ιστορία (ήταν και δάσκαλος της μητέρας μου), το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ασφυκτιά. Ο Εύης όμως δεν αφήνει περιθώρια για τυπικούρες. Ξεχειλίζει χιούμορ και ελαφράδα,επιτρέπει, ή μάλλον, χαίρεται το πείραγμα ή τη διαφωνία, αντέχει την ένταση, συχνά μάλιστα την προκαλεί,αξιοποιώντας την δημιουργικά, αυτοσαρκάζεται ασταμάτητα, δεν αφήνει περιθώρια να κρατήσεις αποστάσεις.Δεν διαπραγματεύεται τη δημιουργική ελευθερία του ηθοποιού, αλλά σε παρακολουθεί και σε οδηγεί με χαμόγελο, συμβουλευτικά και ήσυχα. Αυτό βοηθά την λειτουργία του θεάτρου και φέρνει καρπούς στην παράσταση.

Γιατί δεν σας βλέπουμε συχνά σε θεατρικές παραστάσεις;

Γιατί δεν είμαι ηθοποιός. Σπούδασα στο Εθνικό Θέατρο, αλλά δεν θέλησα να συνεχίσω, από τη στιγμή που κατάλαβα πως ο πρώτος, ο παιδικός μου έρωτας, η μουσική, ήταν ο μεγαλύτερος. Γράφω συχνά μουσική για το θέατρο και αυτό με κρατά σε επαφή μαζί του. Το να είσαι όμως ηθοποιός προϋποθέτει μιαν άλλη τοποθέτηση της ενέργειας, ένα συνεχές και καθημερινό άλλο παίδεμα του εαυτού από αυτό του μουσικού. Αλλού δίνω την ενέργειά μου τα τελευταία χρόνια. Όσο και αν οι δύο αυτές τέχνες έχουν κοινές πηγές, όσο και αν μοιάζουν στην ουσία τους, δεν θα ένιωθα άνετα να μεταπηδώ από τη μία στην άλλη, όποτε κάποια πρόταση έχει ενδιαφέρον. Η“Σαμία” είναι μέρος της ζωής μου, εδώ δεν αισθάνομαι πως κάνω κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Αυτός είναι και ο λόγος που επανέρχομαι, μαζί με τους περισσότερους εν ζωή πρωτεργάτες της ιστορικής παράστασης.

Πού νιώθετε περισσότερο ασφαλής στη θεατρική ή στη μουσική σκηνή;

Όσο βρίσκομαι στη σκηνή, είτε σαν μουσικός, είτε σαν ηθοποιός, είναι όλα ανοιχτά, απρόσμενα και ευπρόσδεκτα.Δεν χωρά καμιά ασφάλεια και καμιά ανασφάλεια. Τα προβλήματα έρχονται όταν βγαίνεις εκτός τελετουργίας,όταν χάνεις τη σύνδεση με αυτό που κάνεις, είτε αυτό συμβαίνει στιγμιαία, επί σκηνής, είτε στη ζωή σου την ίδια.

Όταν όμως είσαι μέσα στο πνεύμα του θεατρικού ή του μουσικού έργου, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Εκεί χωράνε και αξιοποιούνται τα πάντα.

Εξαιτίας των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, μειώνεται το κόστος παραγωγής, αυτό επιφέρει επιπτώσεις στην ποιότητα;

Η μεγάλη καλλιτεχνική παραγωγή στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν στηρίχτηκε ποτέ αποκλειστικά στο“μπάτζετ”. Σε εποχές “πλούσιες”, η καλλιτεχνική παραγωγή συχνά μισοκοιμόταν. Και σε εποχές “δύσκολες”,ανθούσε. Σίγουρα, ένα παιδί που δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω οικονομικής στενότητας των γονιών του, να μάθει ένα όργανο, είναι μια απώλεια για όλους μας. Και οι μουσικοί που δεν θα γίνουν ποτέ μουσικοί, θα μας λείψουν πολύ μέσα στα επόμενα χρόνια. Όπως και οι ζωγράφοι που θα επιλέξουν επικερδέστερα επαγγέλματα, οι παρολίγον χορευτές, λογοτέχνες, στιχουργοί. Πιστεύω όμως πως οι καλλιτέχνες που θα έρθουν, αυτοί που θα αποφασίσουν να σηκώσουν τον σταυρό της τέχνης τους σε εποχές δυσκολότερες από αυτές που οι παλαιότεροι ζήσαμε, θα βρουν τον τρόπο να αξιοποιήσουν την ύπαρξή τους, να μοιραστούν την ουσία τους, έστω και χωρίς προϋπολογισμό. Όσοι έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν, κάτι δηλαδή που είναι αδύνατον να σωπάσει, θα το πουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Και η φωνή τους θα μιλήσει εκ μέρους όλων μας.

Τα βλέμματα των ανθρώπων που ακούν τα τραγούδια σας, έχουν αλλάξει; Έχουν σκληρύνει;

Όχι, κάθε άλλο. Σε μια εποχή που ο καθένας μας αισθάνεται μόνος, κάθε συλλογικότητα (και, υπό μίαν έννοια, η συναυλία είναι μια συλλογικότητα) αποκτά άλλο νόημα. Η ανάγκη όλων μας για συνύπαρξη, συμμαχία,συναναστροφή, σύμπνοια, συμπόρευση, βρίσκει στη συναυλία μια, προσωρινή έστω, απάντηση. Δημιουργείται μια άλλη συγκίνηση απ’ ότι παλαιότερα, μια άλλη ανοιχτοσύνη. Οι στίχοι πέρνουν άλλο νόημα, οι ήχοι μας αγγίζουν αλλιώς. Και τα βλέμματα των ανθρώπων, όπως και η μουσική ερμηνεία, το καθρεφτίζουν όλο αυτό εντονότερα.

H επιστολή που είχατε γράψει συζητήθηκε πολύ. Θα ξανακάνατε κάποια αντίστοιχη κίνηση;

Ήταν πράγματι τρομακτική η έκταση που πήρε η υπόθεση, τόσο στη θετική όσο και στην αρνητική της υποδοχή.Το διαδίκτυο γιγάντωσε την κυκλοφορία του κειμένου, ο καθένας το πήρε, το έκοψε και το έραψε στα μέτρα του, άλλαξε τίτλο, το χρησιμοποίησε κατά βούλησιν. Το ίδιο είχε γίνει ακριβώς ένα χρόνο πριν. “Δεν ξαναγράφω τίποτα”, είχα πει τότε. Πέρασε ένας χρόνος να ξαναγράψω οτιδήποτε στην ιστοσελίδα μου. Μετά ξεχνιέσαι,πιέζεσαι από τα όσα συμβαίνουν, θέλεις να μιλήσεις. Και ξαφνικά, από την ησυχία του σπιτιού σου μετατρέπεσαι σε “Ανθελληνικό σκουλήκι” ή “Εθνικό τραγουδιστή”. Επειδή είπες την αλήθεια σου. Ενδιαφέρουσα εμπειρία, δεν λέω, ειδικά αν έχει κανείς τις ψυχικές αντοχές που απαιτεί αυτή η υπερέκθεση. Σκεφτόμουν τους πολιτικούς,που τρώνε καθημερινά αυτή την πίεση. Ή είναι αναίσθητοι, έλεγα, ή πιστεύουν υπερβολικά πολύ σε αυτό που κάνουν, ή τα λεφτά είναι πολλά, ή έχουν τόση υποστήριξη από τους δίπλα τους, που δεν τους αγγίζει τίποτα.Αλλά για κάποιον σαν κι εμένα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μετά τρομάζεις και σιωπάς, άσε λες, πού να μπλέκω πάλι... Και κλείνεσαι. Και όσο τα κλειστά στόματα πληθαίνουν, τόσο βουλιάζουμε στη μαυρίλα.

Πώς σας φάνηκε η απάντηση του Κύπριου φοιτητή στην δική σας επιστολή;

Τουλάχιστον, ο άνθρωπος απάντησε πολιτισμένα. Στις εποχές που ζούμε δεν μπορεί να μην του το αναγνωρίσει κανείς, αν και αυτή η στάση θα έπρεπε να είναι ο κανόνας. Μπορεί να διαφωνώ σε πολλά μαζί του, από το ύφοςμέχρι τις απόψεις, αλλά μπροστά σε άλλους που, επειδή διαφωνούν, σε καταργούν ως άνθρωπο, ήταν μια ανάσα ευγένειας. Η αλήθεια είναι πως στην Κύπρο, εκεί δηλαδή όπου απευθυνόταν το κείμενο, εκεί όπου οι άνθρωποι πλήρωναν το κόστος, όσοι διαφώνησαν το έκαναν χωρίς βία, χωρίς εμπάθεια και με πραγματική διάθεση συζήτησης. Εδώ ήταν άλλη η αντιμετώπιση.

Ποσο κοντά και ποσό μακριά είναι η ελληνική με την κυπριακή νοοτροπία στην αντιμετώπιση της κρίσης;

Εδώ, στην Ελλάδα, είναι πιο βίαια τα πράγματα, πιο τεταμένα, ασυνάρτητα και μπερδεμένα. Η Κύπρος είναιμικρός τόπος. Η κοινωνία είναι πιο δεμένη, η αλληλεγγύη λειτουργεί στην καθημερινότητα σαν κάτι αυτονόητο και όχι σαν εξαίρεση. Λόγω της μικρότητας και της επικινδυνότητας του νησιού, λόγω της επίγνωσης δηλαδή πως η επιβίωσή μας εκεί δεν είναι δεδομένη αλλά παίζεται ανά πάσα στιγμή, υπάρχει μια λιγότερο σπασμωδική

αντιμετώπιση της όλης κατάστασης από τους πολίτες, που ξυπνούν από τον καταναλωτικό λήθαργο ξαφνιασμένοι, αλλά έτοιμοι να το παλέψουν χωρίς πολλές φανφάρες. Όσο για τους “προύχοντες”, την πολιτική και οικονομική ελίτ, παρά τις ιδιαιτερότητες, τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά απ’ ότι εδώ.

Αλκίνοος Ιωαννίδης
Αλκίνοος Ιωαννίδης

Υπαρχει χώρος για τέχνη όταν η κρίση σε κάνει να κοιτάς τα ρεαλιστικά προβλήματα, για παράδειγμα πώς θα επιβιώσεις;

Το πώς θα βγάλει κανείς τον μήνα, είναι ένα πολύ σοβαρό, ιερό θα έλεγα πρόβλημα. Το πώς θα βγάλει τη ζωή,είναι ένα άλλο πρόβλημα, εξίσου σοβαρό και ιερό. Και η ζωή δεν βγαίνει χωρίς πολιτισμό. Δεν βγαίνει με το κεφάλι σκυφτό σε μια πραγματικότητα θλιβερή, χωρίς παράθυρο στην ουσία της ύπαρξης. Ο άνθρωπος, ακόμη και σε εποχές πολύ δυσκολότερες, δεν άφησε ποτέ τις τέχνες. Ούτε κι αυτές τον άφησαν. Γιατί αυτές μάς θυμίζουν ποιοι είμαστε και τι σημαίνει Άνθρωπος. Αυτές συντηρούν τον μύθο της ύπαρξής μας και στέκονται ατρόμητες μπροστά στο τέρας, λέγοντας όσα πρέπει να λεχθούν. Θα σας δώσω δύο παραδείγματα: Το ένα είναι πολύ πρόσφατο, η υπόθεση της ΕΡΤ. Οι μουσικοί των ορχηστρών και οι χορωδοί της, παλεύουν καθημερινά και για χρόνια, έχοντας αφιερώσει την ύπαρξή τους στο να κάνουν ένα παλιόξυλο με σύρματα να τραγουδήσει, ή στο να κάνουν μια καραμούζα να μιλήσει τη γλώσσα της ψυχής. Για 800 ευρώ τον μήνα. Τώρα, στη δύσκολη ώρα,αυτοί οι κακοπληρωμένοι, απαξιωμένοι και τελικά απολυμένοι άνθρωποι, μέσα από την τέχνη τους και τη θυσία τους προς αυτήν, γίνονται το σύμβολο και η φωνή και το πρόσωπο του αγώνα όλων των υπολοίπων:δημοσιογράφων, τεχνικών, διοικητικών υπαλλήλων κλπ. Αλλά και όλων των άλλων απολυμένων και ανέργων της χώρας, καθώς και όσων από εμάς ανησυχούν για τον τόπο μας. Το άλλο παράδειγμα το έζησα ο ίδιος στον Νατοϊκό βομβαρδισμό του Βελιγραδίου. Εκεί, μέσα στις βόμβες που έπεφταν, οι άνθρωποι έστηναν συναυλίες στην κεντρική πλατεία της πόλης. Σαν τελευταία τους πράξη, αφού ανά πάσα στιγμή μπορούσε να σκοτωθούν,διάλεγαν να τραγουδήσουν. Όχι να μετρήσουν χρήματα στην τράπεζα, ούτε να αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, ούτε να προφυλάξουν τις περιουσίες, τα μαγαζιά ή τη ζωή τους, αλλά να τραγουδήσουν.

Ο Κεμάλ που έχετε τραγουδήσει πριν από ένα περίπου μήνα δίχασε. Τελικά το τραγούδι ενώνει ήμπορεί και να διχάσει όταν δεν υπάρχει παιδεία;

Όταν ο πολιτισμός σου είναι να μισείς τους άλλους, να τρέφεις τις φαντασιώσεις σου με ψέματα, να αισθάνεσαι ανώτερος των υπολοίπων, να φοβάσαι την αλήθεια και να αντιμετωπίζεις όποιον δεν συμμερίζεται τη στάση σου σαν προδότη και εχθρό, οδηγείσαι με μαθηματική ακρίβεια στη βλακεία. Η οποία βλακεία, τρέφει όλα τα χαρακτηριστικά που προανέφερα, οδηγώντας σε σε έναν φαύλο κύκλο που σε ανεβάζει σε δυσθεώρητα ύψη πνευματικής διαύγειας, η οποία τελικά σου επιτρέπει μια τέτοια, πρωτότυπη, αποκαλυπτική και ανατρεπτική ανάγνωση ενός αριστουργήματος του Γκάτσου. Περαστικά.

”Όσα η αγάπη ονειρεύεται, τ' αφήνει όνειρα η ζωή”. Ποιο είναι το όνειρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη;

Θα ακουστεί σαν ανέκδοτο από κάποιον σαν κι εμένα που απασχολεί τους άλλους πολύ και με το ζόρι, αλλά η βαθιά επιθυμία μου ήταν πάντα να ζήσω ήσυχα. Να περάσω και να φύγω απαρατήρητος. Έχει πλάκα η ζωή, ποτέ δεν μας τα φέρνει όπως θέλαμε...

ΣΥΝΤΕΝΤΕΥΞΗ ΑΡΧΕΙΟΥ

(Ιούλιος 2013)

Εύα Κακλειδάκη

Εύα Κακλειδάκη

Με λένε Εύα και είμαι καλά, όπως συνηθίζω, να λέω. Σπούδασα Κοινωνιολογία κι έκανα μεταπτυχιακό στις ανθρωπιστικές σπουδές. Αλλά καθώς, όπως λέει και ο ποιητής “Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω, άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα”, κάπως έτσι κι εγώ αποφάσισα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Ο λόγος; Η μαγική τέχνη της συνέντευξής μέσω της οποίας προσπαθώ να ανακαλύψω όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό.