"Το παράδοξο του ζην" του Διονύση Στεργιούλα / Εκδόσεις Νησίδες, 2021

Στεργιούλας
19.04.2021
"Το παράδοξο του ζην" του Διονύση Στεργιούλα / Εκδόσεις Νησίδες, 2021

Προσέγγιση από τον Γιώργο Ρούσκα

Δυο ορθογώνια παραλληλόγραμμα μάτια, με αμφιβληστροειδή το όνομα και το επίθετο του ποιητή αντίστοιχα μέσα τους, αφ’ υψηλού εποπτεύουν το παράδοξο. Μία τεθλασμένη μύτη με τον τίτλο της συλλογής, αποτελείται από ένα ζήτα ή από ένα ήτα ή από ένα νι ή και από όλα τούτα μαζί, αναλόγως

(α) του πότε και

(β) της θέασης τη θέση,

όπως ακριβώς συμβαίνει με το απαρέμφατο: ζην.

Παρατηρώντας προσεκτικότερα, βλέπεις το ζήτα-ήτα-νι να  παίρνει τη μορφή δρόμου. Το παράδοξο των ματιών βρίσκεται προς το παρόν άνωθεν του δρόμου, κάτωθεν του οποίου τι; Το στόμα, ως λευκό τετράγωνο, ίσως ως ρόπτρο-ρόμβος στη θύρα της ποίησης. Το υπόλοιπο πρόσωπο; Το φόντο; Γραμμικές αλληλουχίες σε καμπύλες τροχιές, ως δακτυλικά αποτυπώματα σκέψεων ή ως γραμμικοί στρόβιλοι ψυχής. Μπορεί και ως στιγμιαία καταγραφή ποτάμιας ροής συνειρμών ή ως ασπρόμαυρη απεικόνιση της κυκλοφοριακής ροής της πόλης. Το άλλο πρόσωπο της πόλης. Αποτύπωση του χάους. Το γιν και το γιαν σε πάλη για εξισορρόπηση. Από το εξώφυλλο (εικαστικό του ποιητή) στο Χάος του Ησιόδου, από εκεί στον δρόμο, από τον δρόμο στην πόλη, από εκεί στη γη, και από τη γη κατευθείαν ξανά στην ψυχή. Αναζητήσεις Ορφικές. Παράδοξο; Όσο το ζην. Εξώφυλλο; Απόλυτα ταιριαστό με το περιεχόμενο.

Τα ποτάμια των γραμμών εκβάλλουν και μορφικά στις λέξεις, επιβάλλοντας την Ηρακλείτεια ρήση «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή», με άλλα λόγια το ποίημα αρχίζει με μότο μία επτάστιχη όσο και εφτάψυχη ερώτηση και τελειώνει ακριβώς με αυτήν. Όλα εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, όπως και στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς, μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, μεταξύ ξύπνιου και ονείρου και μάλιστα σε διάστημα ενός μέρους αυτής και μάλιστα σε μικρή, συγκεκριμένη έκταση χώρου.

Αυτά συμβαίνουν σε έναν κατά τα φαινόμενα συνηθισμένο άνθρωπο, “μία ωραία πρωία”, “στα καλά του καθουμένου”. Το ποιητικό υποκείμενο βγαίνει στον δρόμο για να πάει σε μια συνάντηση, όπως πάμπολλες φορές ως τώρα. Τυπικός, καθωσπρέπει, συνεπής, “κύριος”:

 

ήθελες μόνο να είσαι συνεπής

να είσαι στην ώρα σου εκεί που σε περίμεναν

ή εκεί που νόμιζες ότι σε περιμένουν.

Για σένα αυτό είχε πάντα σημασία

κι όχι ο δρόμος κι όχι κάτι άλλο.

 

Ο δρόμος είναι αρχικά η σκηνή όπου “παίζεται το δράμα”. Ξαφνικά κάτι γίνεται και όλα αλλάζουν. Γίνεται ανατροπή στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Όλα τα αντιλαμβάνεται πλέον διαφορετικά. Αρχίζει να βλέπει αλλιώς, αρχίζει να βλέπει και τα “αλλιώς”:

 

Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση

κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

 

Παραίσθηση, επιφοίτηση, ενόραση, υπερρεαλιστική έκρηξη; Εκεί που

 

νόμιζες ότι όλα αυτά τα είχες ξαναζήσει

κι ότι τη δεύτερη φορά

δεν θα ξανακάνεις τα ίδια λάθη        

 

συνειδητοποιείς το αίμα στην κόψη της λεπίδας της συνήθειας, της επανάληψης, της ρουτίνας. Σε στιγμές διαύγειας, όπως τούτη, ο διαπιστωτικός απολογισμός είναι το σήκωμα του ποδιού για την έναρξη του πρώτου βήματος αυτογνωσίας, χάρη στο οποίο θα μπορέσεις ενδεχομένως να πας παραπέρα:

 

ακόμη κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα

μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις.

 

Τούτο το καθόλου τυχαίο εγώ σε φέρνει σε θέση παρατηρητή. Ασφαλής ως τώρα (εγώ ζω), απεκδύεσαι την απομόνωση (μόνο εγώ ζω), τον διαχωρισμό (χωρίς), την ευθεία πορεία (χωρίς αυξομειώσεις) και έρχεσαι στην τεθλασμένη, στον δρόμο που γίνεται αρένα. Υπάρχεις Εσύ και οι Άλλοι. Οι Άλλοι. Κάποιοι από αυτούς ζητάνε να προσαρμοστεί η ζωή στα μέτρα τους, να βρουν επί γης δικαιοσύνη, σε ένα σύστημα όπου η δράση του ενός έχει επίδραση και στον άλλο:

 

φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο

«δεν είναι άδικο;» ρωτούσαν μεταξύ τους.

 

Οι Άλλοι. Κρατάνε ομπρέλες για να προστατευτούν από την ευλογία της βροχής. Επιθυμητό το ατσαλάκωτο, το μακιγιαρισμένο φαίνεσθαι, το “αβρόχοις ποσί”, η στεγνότητα, η προσωπίδα.

Εσύ. Εσύ και η μοναξιά. Εσύ και η μεγαλύτερη μοναξιά: εσύ ανάμεσα στους άλλους. Εσύ και η μοναξιά της ποίησης, εσύ απέναντι από τις φιλαυτίες τους:

 

Μα ποιος διαβάζει σήμερα ποιήματα

εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο

να σε ακούσει ενάμισι λεπτό.

 

Όλες σου οι εμπειρίες, σύσσωμες οι μνήμες, κατά ριπάς οι γνώσεις σου, πυροδότησαν σήμερα τη μεγάλη έκρηξη. Κουρτίνες κάηκαν (δεν θέλεις σύνδεση με τις πληγές του παρελθόντος, δεν θέλεις καν κουρτίνες, κάηκαν, δεν βάφτηκαν –άκου αείμνηστο Μητροπάνο). Παντζούρια άνοιξαν. Άπλετο διαισθητικό φως ξεπλένει τη σκόνη και τη μούχλα της κλεισούρας του έσω δωματίου:

 

Δεν είχες απομακρυνθεί από το σπίτι σου

ούτε διακόσια μέτρα ούτε τρία τετράγωνα

κι έβλεπες γύρω σου τον κόσμο σε περίληψη

την ιστορία του κόσμου συμπυκνωμένη.

 

Ο κόσμος όλος γυρίζει γύρω από τον δρόμο, ο οποίος διασχίζει ως ποταμός την πόλη. Έτσι, ο κόσμος όλος –και ο κόσμος του ποιήματος– περιστρέφεται με τη σειρά του γύρω από την πόλη, η οποία όχι μόνο είναι ζωντανή, μιας και

 

κανείς δεν ξέρει αν οι πόλεις

έχουν ψυχή και συναισθήματα

 

αλλά και η μόνη ελεύθερη αφού

 

... οι πόλεις του καιρού μας

δεν έχουν τείχη ούτε οριοθέτηση

μπορούν να επεκτείνονται ανεμπόδιστα

ώσπου να βρουν στον δρόμο τους μια άλλη πόλη.

 

Αυτά και άλλα πολλά άρχισες να τα καταλαβαίνεις σήμερα. Να είχε κάτι η βροχή; Η ατμόσφαιρα; Τα χθεσινά χάπια για τον ύπνο; Τα πρωινά για την πίεση; Να είναι κάποιος ιός; Μαγνητικά κύματα μιας επικείμενης Αποκάλυψης; Φλοίσβος από το Υπερπέραν; Ή όνειρο; Περπατάς ή υπνοβατείς;

Έχει σημασία; Εσύ είσαι και στο ένα και στο άλλο (βλ. Παρμενίδη). Στην αρχή,

 

σκέφτηκες εκείνους που προνοούν.

 

Το έκανες με κάποιο παράπονο, ίσως γιατί ήθελες να είσαι αποδεικτικά ταυτισμένος με εκείνους περισσότερο. Ήδη όμως ήσουν ένας από αυτούς κι ας μην το ομολόγησες ποτέ στον εαυτό σου. Μετά άρχισες να φοβάσαι γιατί

 

ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα

κρύβεται μέσα στο μυαλό σου

και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.

 

Πάντοτε βιαστικός προσπερνούσες τα πάντα, πάντοτε με βιασύνη περνούσες από τον δρόμο και πήγαινες στον προορισμό σου. Ποτέ δεν στάθηκες να αφουγκραστείς τη φύση, να δεις τι έχει να σου πει ένα φύλλο, όπως αυτό που έπεσε πάνω σου σήμερα. Γύρω σου διαρκώς

 

όλα μιλούσαν με τη φυσική τους γλώσσα

μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες.

 

Έχεις βέβαια μελετήσει ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ. Εμπεδοκλή, Παρμενίδη, Αριστοτέλη. Παρόλα αυτά, όχι μόνο δεν μπορούσες να δεις τον ίδιο δρόμο τόσα χρόνια (χώρος), σχεδίαζες να τιθασεύσεις και τον χρόνο, νόμιζες πως με μια φωτογραφία,

 

εάν κατάφερνες να φυλακίσεις ...

... μια οποιαδήποτε στιγμή

ο χρόνος θα ήταν αδύναμος απέναντί σου

ή τουλάχιστον λιγότερο εχθρικός.

 

Ο χρόνος όμως δεν είναι ούτε φιλικός, ούτε εχθρικός. Ούτε δυνατός ούτε αδύναμος. Το να απαθανατίσεις τα ορατά σε μια στιγμή αυτό δεν σημαίνει ότι τα φυλακίζεις. Μόνο τα αρχειοθετείς σε εκτυπωμένη ή ηλεκτρονική μνήμη για να μπορείς να τα ανακαλείς ευκρινώς όποτε θέλεις, να μπορείς να επιστρέφεις σε αυτά και στη στιγμή τους (άρα και στα αόρατα μέσα σε αυτά) κατά βούληση. Προσπαθείς να γεφυρώσεις το παρελθόν με το παρόν. Το ξέρεις πως έτσι είναι, το λες, μπορείς,

 

σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει.

 

Στον χρονικό κυκλικό δίσκο του ποιήματος, ο οποίος περιέχει εσωτερικά έναν άλλο δίσκο κάποιων ωρών της συγκεκριμένης μέρας, πολλά συνέβησαν εντός και εκτός του ποιητικού υποκειμένου, εντός και εκτός του δρόμου, εντός και εκτός των σελίδων. Παράδοξα ή μη, έλαβαν χώρα είτε στο συνειδητό, είτε στο ασυνείδητο, είτε στο ανάμεσα, σίγουρα όμως κάποια βγήκαν στο χαρτί.

«Παράδοξο»: περίεργο, παράξενο, μη αναμενόμενο, κάτι που δεν θεωρείται «κανονικό» ή «φυσιολογικό». Γιατί όλα τούτα προσάπτονται (ως επίθετα άραγε ή ως φαινόμενα) στο ζην; Τι πιο θαυμαστό, όμορφο, φυσιολογικό, κανονικό, γλυκό από τη ζωή; Μήπως θαυμαστό, όμορφο, φυσιολογικό, κανονικό, γλυκό είναι το υπάρχειν και παράδοξο το ζην, αφού συχνά το «υπάρχειν» δεν σημαίνει αναγκαστικά και ζην; Ή ακριβώς το αντίστροφο;

Πώς ορίζεται το ζην σε ατομικό και πώς σε συλλογικό επίπεδο; Ορίζεται;

Το ζην είναι εν τέλει παράδοξο ή παράδοξος ο σύγχρονος τρόπος του ζην;

Το παράδοξο συμβαίνει ή ο άνθρωπος δεν το βλέπει και ζει στη δική του κατασκευασμένη ψευδοπραγματικότητα, θεωρώντας παράδοξα τα έξω από αυτήν;

Τα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη; Κινείται τελικά το βέλος του;

Κινείται ο περιπατητής ή ο δρόμος;

Παράδοξα κατά το φαίνεσθαι, παράδοξα κατά την επαγωγική διαδικασία, παράδοξα κατά τη συλλογιστική και τη διατύπωση, ίσως, παράδοξα όμως κατά το «είναι»;

 

Το ζήτημα επεκτείνεται εκθετικά, γιατί δεν είναι μόνο τα παράδοξα σε ένα πεζοδρόμιο ή σε μια στοά ενός δρόμου:

 

κι αν στη μικρή αυτή διαδρομή

συμβαίνουν τόσα παράξενα /.../

φαντάσου τι θα γίνεται σ’ όλη τη γη.

 

Το ποίημα, με άξονα τον δρόμο-πόλη, κατά των αρχαίων την πόλη-κράτος, εστιάζει στην κίνηση-παλινδρόμηση του σύγχρονου ανθρώπου όχι μόνο «εντός» αλλά και «επί» της Πόλης-Οδού, αναζητώντας κάποτε το «επεί», διακρίνοντας καθαρά, όπως κάποιες φορές συμβαίνει όταν σαν να ξυπνάμε από λήθαργο βλέπουμε ότι η μέχρι τώρα στάση μας είναι για γέλια:

«Επεί νυν γέλως έσθ' ως χρώμεθα τοις πράγμασιν»

(Δημοσθένης, Κατά Φιλίππου  Α΄, 25).

 

Αποτελείται από μικρότερες ποιητικές –πολλές εκ των οποίων αυτόνομες ή ημιαυτόνομες– υποενότητες, οι οποίες συγκροτούν την όλη ποιητική σύνθεση, ακριβώς όπως χωρικά οι δρόμοι συνθέτουν την πόλη, ακριβώς όπως χρονικά οι στιγμές συνθέτουν τη διάρκεια της ζωής, ακριβώς όπως λεκτικά οι στίχοι συνθέτουν το ποίημα. Μικρό μεν σε έκταση (τριάντα δύο σελίδες συν δύο άγραφες για σημειώσεις) μεγάλο δε σε αξία. Επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά τη φράση "οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα" (βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίος Ζήνωνος: ρήση του αυλητή Καφησία ή βλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί).

Οφείλω να σημειώσω επίσης τη συνειδητή χρήση γλώσσας ομαλής και ρέουσας, χωρίς ακρότητες λέξεων ή εκφράσεων, χωρίς καμία πρόθεση εντυπωσιασμού ή επίδειξης, παρόλο το γλωσσικό μήκος, πλάτος και βάθος του εκφραστικού αποθέματος του συγγραφέα, κάτι που μαρτυρά κατά τη γνώμη μου ήθος ποιητικόν.

Μανιφέστο του παραδόξου; Δοκίμιο για την οδό; Σουρεαλιστική έκλαμψη του ζην; Απόπειρα ενσωμάτωσης στην πόλη (βλ. οπωσδήποτε και Καβάφη); Αγωνία για κατανόηση της Φύσης; Εναρμόνιση με το τεχνητό περιβάλλον;

Συνειδητός Εναγκαλισμός του Άστεος

ή Ασυνείδητη Ομολογία Πλάνης;

 

Με τούτο το βιβλίο ο Διονύσης Στεργιούλας, προερχόμενος από τις Νήσους του Δοκιμίου και της Κριτικής, επαξίως αποβιβάζεται με αποσκευές πλέον στο νησί της Ποίησης, έχοντας στην έσω τσέπη του σακακιού του γραμμικές συνθέσεις από τη Νήσο των Εικαστικών.

Κομίζει ακόμα μία ηχηρή απάντηση σε όσους συνεχίζουν να αμφιβάλλουν αν γράφεται αξιολογότατη σύγχρονη Ποίηση. Παράδοξο; Καθόλου. Το παράδοξο του αξίως ποιείν διατρανώνει την ευλογία της δημιουργίας, όσο παράδοξη κι αν είναι αυτή.

Εντός ή εκτός της πόλεως. Άλλωστε η πόλη πάντοτε εκεί:

 

«Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.»

(Καβάφης, Η Πόλις, 1910)

 

Και οι δρόμοι της πάντα εκεί. Ανοιχτοί. Όπως και κάποιοι άνθρωποι.

Όπως οι Ποιητές.

 

Βιογραφικό Σημείωμα

στεργιουλα

Ο Διονύσης Στεργιούλας (1967) ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, δοκιμιογράφος. Συνεργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Έχει επιμεληθεί αφιερώματα σε Έλληνες λογοτέχνες για το περιοδικό Οδός Πανός και πέραν των συμμετοχών του σε συλλογικά έργα, έχει εκδώσει τα ακόλουθα βιβλία:

 

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΖΗΝ, εκδόσεις Νησίδες, 2021

Καβάφης και Πατριάρχης : Μια πρόταση ερμηνεία, εκδόσεις Οδός Πανός, 2020

Νύχτες αγρύπνιας, εκδόσεις Οδός Πανός, 2019

Καθόλου ποιήματα, εκδόσεις Νησίδες, 2019

Κώστας Καρυωτάκης: Ένας απρόσμενος διάλογος, εκδόσεις Οδός Πανός, 2018

Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα : Δοκίμιο για τη λογοτεχνία, εκδόσεις Νησίδες, 2017

Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του : (Εμπόδια και αλληλεπιδράσεις), εκδόσεις Νησίδες, 2014

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό : Δύο συνεντεύξεις, εκδόσεις Οδός Πανός, 2004

Οι μαθητευόμενοι της οδύνης, εκδόσεις Οδός Πανός, 1995

Γιώργος Ρούσκας

Γιώργος Ρούσκας

«Ταξιδευτής στους δρόμους της γης, μετανάστης σε μονοπάτια ονείρων», ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Ερωτευμένος με τη βροχή, το φως, τις λέξεις, την αγγειοπλαστική, ποθεί να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι και πορεύεται βιώνοντας «στο κάλλος του ελάχιστου, ζωής όλο το κάλλος».