Mε κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων

EXPFYLO
03.03.2021
Mε κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων

Σε μία προσπάθεια να ανοίξει όσο περισσότερο γίνεται ο κύκλος με την κιμωλία της Ποίησης, τούτο το κλειδί, από την αρμαθιά του Paspartou.gr, ξεκίνησε ήδη να δοκιμάζει το ξεκλείδωμα της αυλόπορτας ενός μόνο ποιήματος από ένα επιλεγμένο βιβλίο (παραθέτοντάς το ολάκερο), αφήνοντας (και προκαλώντας συνάμα) τους αναγνώστες να ανακαλύψουν μόνοι τους τα υπόλοιπα.

Στη δεύτερη τούτη απόπειρα επελέγη το ποίημα ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ από το βιβλίο της  Ξανθίππης Ζαχοπούλου, ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020, του οποίου το εξώφυλλο κοσμεί μία άκρως ερωτεύσιμη ζωγραφιά του Emil Nolde, με την τυποτεχνική του αρτιότητα να αγγίζει τα όρια της τελειότητας (χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων εκδόσεων). Η επιλογή έγινε έχοντας υπόψη το σύνολο του έργου της ποιήτριας, του οποίου θεματικοί κύριοι άξονες θεωρώ πως είναι δύο: ο έρωτας και η θάλασσα.

 

ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ

 

Το βότσαλο

Σημάδι του καλοκαιριού

Εισχώρησε στις μέρες μας

Του χειμώνα

 

Άλλοτε πέφτει στις λίμνες μας

με κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων

Άλλοτε πολύτιμο πετράδι

κρέμεται στον λαιμό μας

Άλλοτε γεννάει βράχους

και μας συνθλίβει

 

Το βότσαλο

της ακτής που ξαπλώσαμε τα σώματά μας

με γυμνό τον έρωτα

κουβαλά τα μυστικά της Μεσογείου

τα μυστικά των ερώτων

 

Κατοίκησε τις μέρες μας

κυλάει ανάμεσα στις στιγμές μας

αναζητώντας τη σχισμή επίμονα

για να γλιστρήσει για πάντα στη Ζωή μας

 

Μόνος. Χειμώνας.

Έρχεται πυκνή σαν θάλασσα η αλήθεια σου1 και με πνίγει. Στα χέρια μου το βιβλίο. Ξέρεις ποιο. Εσύ πάντα ξέρεις. Εγώ; Προσπαθώ. Αβέβαιο όμως το αποτέλεσμα.

Η ποίηση ... είναι μια κατεργάρα άνοιξη που ζητά να ψαύσει τα πρόσωπά μας, να μεταμορφώσει τη χλωμή όψη του χειμώνα2, έτσι διάβασα κάπου.

Κι οι λέξεις;

Οι λέξεις βότσαλα / κοράλλια, μέδουσες3.

 

Θυμήθηκα, το βότσαλο που μου έδωσες την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί στο ακρογιάλι, λείο, στιλπνό σαν τον έρωτά μας, καλοκαιρινό, υγρό ακόμη, λαμπυρίζον. Μνήμης ορόσημο, το έχω πάντοτε μαζί μου,

 

Το βότσαλο

Σημάδι του καλοκαιριού

Εισχώρησε στις μέρες μας

Του χειμώνα

 

και ζεσταίνει τη μοναξιά, γεφυρώνει την απομάκρυνση, μαγικό,

 

Άλλοτε πέφτει στις λίμνες μας

με κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων

 

περνά με ευκολία από το νόστο στο άλγος, ταράζει τη στασιμότητα, τη λογική, ξυπνά τα ναρκωμένα μας αισθήματα, αυτά που μόνοι μας πνίξαμε στα τοξικά νερά της κοινωνικής συμβατότητας και τα φουντάραμε στο βυθό της δήθεν αναγκαιότητας, αυτά που νικήθηκαν από το φόβο και την υπεραξία που δώσαμε στους άλλους, τα διαστέλλει, αρχίζουν να φουσκώνουν, μεγαλώνουν τόσο που μας ξεπερνούν, μας τυλίγουν σαν να θέλουν να μας προστατέψουν, μας περιέχουν, όπως το μπαλόνι την πνοή μας, είμαστε μέσα τους, με το βότσαλό μας στο κέντρο να ακτινοβολεί ομόκεντρους διαστέλλοντες κύκλους, να αναβοσβήνει,

 

Άλλοτε πολύτιμο πετράδι

κρέμεται στον λαιμό μας

 

σαν να θέλει να πει

«είμαι εκεί, με πρωτακούμπησαν τα χέρια εκείνης, μετά και των δυο σας καθώς φίλησες τα δικά της όταν με έδινε σε σένα και τώρα, να ’μαι, ακουμπώ ξανά στο σώμα σου, κατάσαρκα, κομμάτι της, μνήμη μαρμαρωμένη, στέκομαι εδώ, απορροφώ μέρος της φωνής σου, πάλλομαι με τους παλμούς σου, μην έχεις αυταπάτες, κάθε σου λέξη σε εκείνη απευθύνεται, όπως και κάθε σου εκπνοή»,

το βότσαλο νιώθει, μιλάει:

Φωνή θα γίνω / και θα φυσήξω / μέσα στα φύλλα της καρδιάς / κι αν κινηθούμε / θα πει πως ζούνε / τα πιο βαθιά μου μυστικά4

το ξέρεις καμάρι μου, ζούνε, εντός μου, κειμήλια ιερά, άλλο αν τώρα γίναμε έτσι, άλλο που τον κανόνα ακολουθήσαμε, σου έλεγα θυμάμαι

Οι άνθρωποι / βουβές σχεδίες σε θάλασσες /.../ Στεγνώνουν / μόνο όταν ημερεύουν / Λιθάρια δύσκολων καιρών / Γυμνά στην άκρη των κυμάτων5

χωρίς να συνειδητοποιώ πως προφήτευα και για μας το ίδιο, φυσιολογικό, όταν είσαι ερωτευμένος δεν βλέπεις αντικειμενικά, δεν θέλεις να ακούσεις καν για αλλαγές, θέλεις τον άλλο έτσι για πάντα, όμως ιδού, ως και το βότσαλο κάποιες φορές αλλάζει,

 

Άλλοτε γεννάει βράχους

και μας συνθλίβει

 

πάνω στο απόκρημνο των αποφάσεων, της υποταγής, της παραίτησης, της ατολμίας, της μοίρας θα μου πεις, έχω ενστάσεις, δεν ξέρω πια —υπάρχει μοίρα;— μετά από σένα δεν μου απέμειναν και πολλές βεβαιότητες, ένα μόνο νομίζω πως γνωρίζω καλά,

 

Το βότσαλο

της ακτής που ξαπλώσαμε τα σώματά μας

με γυμνό τον έρωτα

κουβαλά τα μυστικά της Μεσογείου

τα μυστικά των ερώτων

 

όλων όσων ευοδώθηκαν από αυτούς οι οποίοι ενώθηκαν δίπλα ή μέσα στη θάλασσα, λες και η θάλασσα είναι Θησαυροφυλάκιο Ερωτικής Μνήμης, κρυμμένο στα έγκατα της Τράπεζας της Ζωής, και τα φυλάει με ασφάλεια, ανέγγιχτα από το χρόνο, μαζί με τα δικά μας μυστικά,

όλη την ηδονή, την εμπειρία, την απογείωση, το σμίξιμο κάτω από τον ουρανό, όπως ήμασταν γυμνοί, βρεγμένοι από τα νερά της, κρατώντας το βότσαλο ανάμεσα στα μπλεγμένα δάχτυλά μας, ψηλαφώντας την αγνότητα της στιγμής, την ιερότητά της, χαμένοι στην απεραντοσύνη του να αγναντεύουμε το πέλαγο μαζί, γιατί

διάφανο το κορμί / σταγόνα που κλείνει μέσα της την οικουμένη6

και πώς αλλιώς,

θυμάμαι όταν μου έλεγες

«Τα πόδια σου / Τα σύνορά μου /.../ Το μήκος σου / Η σκάλα μου // Τα στήθια σου / Οι βράχοι μου //Ο ομφαλός σου / Οι Δελφοί μου

κι εγώ επαναλάμβανα ψιθυριστά στο αυτί σου τα ίδια,

«Τα πόδια σου / Τα σύνορά μου /.../ Το μήκος σου / Η σκάλα μου //Τα στήθια σου / Οι βράχοι μου // Ο ομφαλός σου / Οι Δελφοί μου»

εκεί ένιωσα για πρώτη φορά την αμοιβαιότητα ως προϋπόθεση του αληθινού έρωτα, αυτού που φούντωνε ακόμα και την ώρα που σε έβλεπα να κοιμάσαι, την ώρα που σε έβλεπα ανήσυχη να ξυπνάς και σου μουρμούριζα:

«το σύννεφο επέστρεψε στα μάτια σου / βρέχει βλεφαρίδες κι όνειρα / που άντεξαν κάπου στη σχισμή του ύπνου

κι εσύ περιπαίζοντας με κοίταγες στα μάτια, μου χάιδευες τα μαλλιά και μου έλεγες

«με κόκκους αστεριών / θα φυσήξεις τη μέρα / σε αμμουδιά καλοκαιριού

αχ!,

γιατί να μην κρατά η ευτυχία για πάντα, γιατί

Οι νύχτες κάποτε ξεχνούν / ότι ο έρωτάς τους είναι το σκοτάδι10

και έρχεται η ώρα που ένα βότσαλο —όχι όμως οποιοδήποτε βότσαλο, αλλά το βότσαλό μας—, τρυπώνει,

 

Κατοίκησε τις μέρες μας

κυλάει ανάμεσα στις στιγμές μας

αναζητώντας τη σχισμή επίμονα

για να γλιστρήσει για πάντα στη Ζωή μας

 

λες και δεν έχει ήδη γλιστρήσει, λες και δεν είναι πάντα εκεί, λες και εγώ δεν πηγαίνω συνέχεια στη δικιά μας παραλία, λες και δεν

μιλάω με κύματα / μήπως χωρέσουν / οι θάλασσες μου μέσα σου11

λες και δεν προσπαθώ γράφοντας να αντέξω το βάρος,

ναι, εσύ τουλάχιστον από την αρχή το είχες καταλάβει,

γράφω / για αυτά που δε θα ειπωθούν / παρά με δύο λέξεις ή τη σιωπή / που βρίσκει ο Έρωτας ανοικτή για να γλιστρήσει / εκεί ανάμεσα στα στήθη της Αθωότητας12

όπως τότε, που έβαλα το βότσαλο ανάμεσα στα στήθη σου και συμπλέκονταν με τόση αθωότητα οι άκαμπτες καμπύλες του με τις εύκαμπτες δικές σου,

γιατί αθώος είναι πάντοτε ο Έρωτας καλή μου,

οι άνθρωποι γίνονται πονηροί,

ο δικός μας, αθώος κι αυτός,

όσο για τα αισθήματά μου, κοχύλια δίπλα στο βότσαλό σου,

κοχύλια βεντάλιες / κοχύλια σπείρες / γυρίζουν τους ανέμους σου13

ψάχνοντάς σε στο κάθε τι, συνέχεια, όσο πιο μαλακά γίνεται αφού

η σκληρή όψη των πραγμάτων / είναι αυτή που δεν συγχωρούμε14

κι εγώ,

προσπερνώντας και συγχωρώντας, αρχής γενομένης από τον εαυτό μου, προσπαθώ να ανήκω

 

σ’ αυτούς

που παλεύουν ν’ αγγίξουν

έστω μια ίνα ουρανού15.

 

Αναρωτιέμαι,

έχεις κρατήσει άραγε το βότσαλο που σου χάρισα τότε;

 

Αναφορές

1-14: στίχοι ποιημάτων από τη συλλογή

15: μότο του βιβλίου

 

ζαχ

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλο μέρος της ζωής της έζησε στην Αθήνα. Έχει κάνει σπουδές παιδαγωγικής, μουσικής (μονωδία) και φιλολογίας ( κατεύθυνση μεσαιωνικής και νεοελληνικής λογοτεχνίας) στο ΑΠΘ. Είναι γνώστρια της αγγλικής , γαλλικής, ιταλικής και ισπανικής γλώσσας. Εργάζεται ως δασκάλα.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Μάρερμα" ( Πηγή, 2016) με ζωγραφική του Γιάννη Μητράκα και "Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας" ( Το Ροδακιό, 2020). Συλλογικά έργα: "Δέκα φτερά" ( Εν τύποις, 2016), "Με το Π της Ποίησης" (ΑΩ.2018). "Η Θεσσαλονίκη των ποιητών" ( επιμέλεια, Ρώμη, 2019), "Ανθολογία ερωτικής ποίησης" ( επιμέλεια, Ρώμη 2020).

Ποιήματα , δοκίμια, διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

Γιώργος Ρούσκας

Γιώργος Ρούσκας

«Ταξιδευτής στους δρόμους της γης, μετανάστης σε μονοπάτια ονείρων», ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Ερωτευμένος με τη βροχή, το φως, τις λέξεις, την αγγειοπλαστική, ποθεί να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι και πορεύεται βιώνοντας «στο κάλλος του ελάχιστου, ζωής όλο το κάλλος».