"Εμφάνεια" του Κωνσταντίνου Σύρμου / Εκδόσεις Βακχικόν, 2020

ποίημα εμφάνεια
31.01.2021
"Εμφάνεια" του Κωνσταντίνου Σύρμου / Εκδόσεις Βακχικόν, 2020

Η πρώτη του ποιητική συλλογή. Τριάντα εννέα ποιήματα, επιρροές Καβαφικές, Καρυωτακικές και λανθάνουσες Λειβαδιτικές ποτισμένες με μικρές δόσεις Κατερίνας Γώγου, σε εξώφυλλο με εικαστικό σκληρό, ασαφές, άσπρο-μαύρο-γκρι γυμνό ιδωμένο από πίσω, σε φόντο αιματηρά κόκκινο, οπισθόφυλλο πένθιμα μαύρο. Πρωτοπρόσωπη σε μεγάλο βαθμό ποίηση, περιγραφική, κινούμενη στο παρελθόν, μέσα από το οποίο προσπαθεί να κατανοήσει το παρόν, να συμφιλιωθεί με αυτό, να πορευτεί εν ειρήνη, προσδοκώντας ένα διαφορετικό αύριο. Εμφανέστατος ο υπαρξισμός. Αφηγηματικός τρόπος, χαλαρός ρυθμός, με έμφαση όχι στη μουσική, ούτε στη συμπύκνωση μήτε στον παλμό, αλλά στη σαφή ανάδειξη του –όχι πάντοτε πρόδηλου– προσωπικού βιώματος, είτε ρεαλιστικού είτε μυθοπλαστικού, με φιλότιμες προσπάθειες να επιτευχθεί η αναγωγή του στο συλλογικό.  Έντιμη κατάθεση ψυχής, με αβίαστο, φυσικό τρόπο, με γλώσσα καθομιλουμένη, κατ’ επιλογήν, με πεζόμορφες προδιαγραφές, κλασσική όμως στίχο-στίχο ανάπτυξη.

Εμφάνεια. Αντίθετο: αφάνεια. Ποιοι μπορεί να είναι αφανείς; Αν είναι (αφανείς), άρα υπάρχουν (αφού είναι). Μιας και υπάρχουν γιατί δεν φαίνονται; Ποιος ευθύνεται γι αυτό, εκείνοι ή οι άλλοι; Όλα όσα υπάρχουν θα έπρεπε να φαίνονται; Πρέπει; Οφείλουν; Σε ποιον; Εν τέλει είναι αφανείς, αόρατοι ή κάποιοι δεν τους βλέπουν; Αυτοί που είναι εμφανείς, τάχα δεν έχουν και κομμάτια τους αφανή;   

 

{Όλοι μου φαίνεστε αόρατοι

με εμποδίζετε με την αφάνειά σας

θέλω να προχωρήσω

να μην τρακάρω στον όγκο σας /_ /

Δεν βλέπω πού είστε}.

 

Πώς οι αόρατοι έχουν διαστάσεις αντιληπτές, πώς καταλαμβάνουν χώρο με τον όγκο τους; Αόρατοι, αρσενικό το γένος. Είναι οι άλλοι; Οι «ξένοι»; Οι «δικοί»; Οι κανόνες; Οι περιορισμοί; Οι δισταγμοί; Το εγώ (μου φαίνεστε, σε εμένα) είναι εμφανές; Αν ναι, ποιο από όλα;

 

{«Το πρόσωπό μας σε ποιον ανήκει;»

Με ρώτησες μπροστά σε μια τζαμαρία

«Δεν τον ξέρω», σου απάντησα

Εμένα το μόνο που με ένοιαζε

ήταν που δίπλα σου υπήρχα}

 

Μιας άλλης γενιάς αντίληψη οι δύο τελευταίοι στίχοι (Λειβαδίτης, Ρίτσος), με την παραφορά στα άκρα, αλλά και Καρυωτακική συμπόρευση συγχρόνως:

{Περπατώντας αργά στην προκυμαία

«Υπάρχω;», λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»}1

 

Ίσως αόρατοι καταφέρνουν να παραμένουν οι ίσκιοι:

 

{Πετάνε πέτρες οι σκιές

στις λάμπες και στην καθολική

την ομοιομορφία μέσα

να ανταλλαχθούμε αποζητούν}.

 

Οι ίσκιοι προσπαθούν να σπάσουν τις λάμπες του ανελέητου τεχνητού φωτισμού είτε για να χαθούν, να λυτρωθούν, είτε για να γλυκάνουν σχηματιζόμενοι μόνο από το φως του φεγγαριού είτε για να έχουν μόνο τον ήλιο για πατέρα, τις μέρες που δεν

{βρέχεται ο ήλιος / στην μπλούζα της απλώστρας}.

 

Διεκδικούν την ανταλλαγή με τους ανθρώπους για να γίνουν είτε  εμφανείς βγαίνοντας από την αφάνεια της ομοιομορφίας στην εμφάνεια της μοναδικότητάς τους είτε αφανείς εντασσόμενοι στην οριζόντια ομοιομορφία της ανθρώπινης κοινωνίας. Όπως θέλει το ερμηνεύει ο αναγνώστης. Υπάρχει και το ενδεχόμενο για να λάβει χώρα η εμφάνεια να μη χρειάζεται φως. Μπορεί και να συμβαίνει μόνο μέσα στους καθρέφτες:

 

  • {στον καθρέφτη με παρατηρώ επίμονα} (ΠΑΡΙΣΤΑΝΩ)
  • {Συναντιόμαστε στους καθρέφτες} (ΤΑ ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ)
  • {Σχεδόν τίποτα / Σχεδόν κανείς / Μόνο ένας καθρέφτης / που επαναλαμβάνει τον εαυτό του} (ΤΟ ΣΧΕΔΟΝ).

 

Ίσως πάλι όλα να είναι ένα όνειρο και οι ίσκιοι να είναι οι μόνοι που υπάρχουν, κάτι που είχε διαισθανθεί στο σύντομο βίο της και η υπέροχη Πολυδούρη:

 

{Θα με διπλώση το σκοτάδι κι όπως

μεσ’ στις βαθιές σκιές θα μπερδεφτώ,

πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι

από τον κόσμο αυτό}2.

 

«Θα πιστέψω» λέει η σπουδαία ποιήτρια, όχι «θα βεβαιωθώ». Μεγάλη κουβέντα η βεβαιότητα. Ειδικά στο σκοτάδι, που κάποια καλύπτει και κάποια φωτίζει:

 

{Κάποιες νύχτες ψάχνω τους νεκρούς /.../

Να ’ρθουν

να μου χτυπήσουν την πλάτη

εκεί που βασανισμένος συλλογιέμαι

τον θάνατο και τη ζωή}.

 

Μήπως αυτοί που εμποδίζουν το προχώρημα με την αφάνειά τους είναι οι σταυροί πάνω στα μνήματα; Αυτοί έχουν όγκο, δεν είναι αφανείς. Οι τάφοι κάτωθέν τους είναι. Οι κάθε λογής. Αλλά και οι νεκροί,  αν και υλικά αφανείς, έχουν όγκο ψυχικό, όγκο μνήμης, δύναμη, έχουν παρουσία. Οι δε «κανονικά» ζωντανοί, πολλές φορές δεν είναι αφανείς νεκροί;

 

{Κι εγώ

ο μόνιμα σε στάση νεκρική ζωντανός

με το βάρος στο στέρνο /_ /

Αποτινάζω του πλήθους

τούτου το νεφέλωμα

και μπρούμυτα /_ /

γυρίζω το κορμί μου}.

 

Μόνιμα σε στάση νεκρική ζωντανός / με το βάρος στο στέρνο, αλλά εμφανής, τουλάχιστον δια της γραφής, οπωσδήποτε δε δια της ενεργείας (αποτινάζω, γυρίζω). Ίσως τούτο το βάρος να είναι το τίμημα της εμφάνειας, αλλά γιατί το ποιητικό υποκείμενο λέει ότι μπρούμυτα γυρίζω το κορμί μου; Μα είναι που είναι –καθώς ομολογεί ή φαντάζεται– σε νεκρική στάση, ανάσκελα καθηλωμένο (μόνιμα), γυρίζει μπρούμυτα για να μη γίνει στ’ αλήθεια νεκρό, αναλαμβάνει δράση για να μη διευκολύνει τον Χάρο, για να βρει και να χαρεί την εμφάνειά του ανάμεσα στους ζωντανούς. Ξέρει πως οι νεκροί έχουν τους δικούς τους κανόνες, και από τους πρώτους τούτον εδώ: ποτέ δεν φεύγουν μπρούμυτα, εκτός από ειδικές περιπτώσεις. Δεν μπορώ να προσπεράσω τη σοφία της Φύσης πάνω σε τούτο το ζήτημα, μετενσαρκωμένη σε λέξεις από την ποιητική σοφία της Βισουάβα Σιμπόρσκα:

 

{Σ’ ένα λασπωμένο μονοπάτι ανάμεσα στα χωράφια

βρίσκεται νεκρό ένα σκαθάρι.

Τρία μικρά ζευγαράκια ποδαράκια

προσεκτικά διπλωμένα πάνω στην κοιλιά του.

Αντί για το χάος του θανάτου –ευπρέπεια και τάξη. /.../

Δείχνει να μην του έτυχε κάτι σημαντικό. /...}3

  

Το σκαθάρι, φεύγει ανάσκελα, επιλέγει να αντικρίζει ουρανό. Ανταμείβει την κοιλιά του, που πάντα ήταν στη σκιά, με το να την παραδώσει στον ήλιο... Ο φυσικός θάνατος στα ζώα έχει ευπρέπεια και τάξη αφού είναι μέρος της ίδιας τους της φύσης, μέρος της διαδικασίας της ζωής. Και οι άνθρωποι, όταν γαλήνια τελειώνουν, ανάσκελα επιλέγουν, θρώσκοντας άνω για τελευταία φορά...

 

Συχνά το βάρος που φέρει στους ώμους της ψυχής του ο άνθρωπος είναι ασήκωτο. Εκτός από δύναμη, χρειάζεται θάρρος για να υπερνικήσεις την έλξη της βαρύτητας:

 

{Ψάχνω μέσα μου ακόμη το θάρρος

σαν τυφλοπόντικας

που γρατζουνάει το τσιμέντο

το ανθρώπινό μου /_ /

να σηκώσω βάρος}.

 

Κατά τα άλλα, η ζωή συνεχίζεται μέσα στην αφάνεια της συνήθειας και των κάθε λογής τυπικών εκδηλώσεων, αφού προ καιρού, αυτές απώλεσαν το νόημά τους. Μόνο το προσωπείο είναι πλέον εμφανές, κάτι που δίδεται με οξύτατο σαρκασμό:

 

{«Ζώα

που δεν νιώθουν ζώα

σε τρώνε

μασουλώντας άλλα ζώα

Γιορτινά τραπέζια

οικογενειακά»}.

 

Αποκτήνωση; Χειρότερα, αφού τα σαρκοβόρα τρώνε σάρκα μόνο όσο και όταν χρειάζεται για την επιβίωσή τους.

 

Ο χρόνος και ο χώρος της εμφάνειας προσλαμβάνεται μέσα από την οριοθέτηση του εύρους των εννοιών τους, ήτοι μέσα από τις συνδεδεμένες με αυτές λέξεις, τις οποίες η γλώσσα «τσακίζει» κατά πώς επιθυμεί, επιλέγοντας συχνά στο γάμο τους την υπεροχή της δεύτερης έναντι της πρώτης:

 

{Όταν άπειρο και ελάχιστο ενωθούν

το δεύτερο συνθετικό πάντοτε

θριαμβεύει}.

 

Το απειροελάχιστο γίνεται μια σταλιά, μόλις αντιληπτό. Μήπως όμως στον χρόνο (μέρα) και τον χώρο που βρισκόμαστε (πόλη) μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο, μέσα από ένα γλωσσικό “σύμφωνο συμβίωσης”, που παραχωρεί στον πρώτο συμβαλλόμενο το προνόμιο της εννοιολογικής υπεροχής; Το τόσο δα, το εκατοστό, να καταλήξει να γίνει, να σημαίνει, ως απέραντο τόσο δα, απόσταση τεράστια χιλιομέτρων;    

 

{Μέρα πάνω στη μέρα

η πόλη μια μακέτα

και οι μινιατούρες μας να χωρίζονται

από ένα απέραντο εκατοστό}.

 

Ίσως το ελάχιστο και το μέγιστο να μην έχουν τόση σημασία αν σπαταλιέται το «τώρα». Ο χαμένος, ο αδιάφορα ξοδεμένος χρόνος, είναι αυτός που ρίχνει την ίδια τη ζωή στην αφάνεια:

 

{Σε φοβάμαι

για τον χρόνο που μου τρως

για το τώρα

που πριν προλάβει να υπάρξει

χάνεται γιατί η ζωή

είναι από εδώ ως εκεί /_ /

και κάθε της στιγμή

μια έκτρωση είναι της επόμενης}.

 

Ο φόβος οδηγεί σε απελπισία, πανικό και συνάμα εντείνεται ή γεννιέται από αυτά. Μαύρα φίλτρα μπροστά από όλα, ενδυναμώνουν την αφάνεια:

  • {Κατάμαυρο / της υπομονής βουνό}
  • {Ένα κομμάτι μαύρου ουρανού / ρουφούσε το γαλάζιο}.

 

Ίσως η εμφάνεια να συμβαίνει μόνο υπό προϋποθέσεις ή σε ορισμένες ιδιαίτερες στιγμές, όπως κάποια βράδια συνέβη και στον Georg Trakl:

 

{Το βράδυ, όταν περπατούμε σε μονοπάτια σκοτεινά,

Φανερώνονται μπροστά μας οι χλωμές μορφές μας}.4

 

Αντίδοτο; Ελπίδα; Όνειρο; Η εμφάνεια του έρωτα. Όταν αυτός έλθει, οι εραστές δεν χορταίνουν ο ένας τον άλλον, επιδιώκουν  να μη χάνουν ούτε στιγμή:

 

{Πάντα ένα τελευταίο χάδι

μετά από κάθε τελευταίο

οι εραστές αναζητούν}.

 

Όταν όμως δεν έλθει, έλθει μονομερώς ή νομίζεις ότι έχει έλθει αλλά ανακαλύπτεις ότι μόνο στη φαντασία σου ήταν, τι γίνεται; Ένα ποίημα ομιλεί:

 

{ΠΑΥΣΗ

 

Έγραψα την πρώτη

και την τελευταία λέξη

σε τούτο το γράμμα

 

Στο έδωσα λέγοντας

«Στο κενό ανάμεσα

να με διαβάσεις»

 

Φεύγω

και θα ξαναγυρίσω

κάποτε με την ευχή

στης παρουσίας μου την παύση

 

να με αγάπησες}.

 

Αγάπη. Τότε και ο άνθρωπος και η θεϊκή του πλευρά, λάμπουν στην εμφάνεια της ολότητάς τους. Στην παύση της ανυπαρξίας τους. ΑΓΑΠΗΣ ΦΩΣ ΕΜΦΑΝΕΣ.

 

Αναφορές

1. Κώστας Καρυωτάκης, Πρέβεζα, ποιήματα, εκδόσεις Γ. Οικονόμου, α. χ., σελ. 154

2. Μαρία Πολυδούρη, «Σωτηρία», Οι τρίλλιες που σβήνουν, Μαρία Πολυδούρη Άπαντα, εκδόσεις Αστάρτη, 1989, σελ. 107

3. Βισουάβα Σιμπόρσκα, Όπως το βλέπουμε από ψηλά, [Ο μεγάλος αριθμός], Μια ποιητική διαδρομή, μετάφραση-σχόλια-επίμετρο Βασίλης Καραβίτης, εκδόσεις Σοκόλη, 2003, σελ. 93

4. Georg Trakl, Βραδινό Τραγούδι, Ποιήματα, μετάφραση-σημειώσεις-επίμετρο Θανάσης Λάμπρου, εκδόσεις περισπωμένη, 2014, σελ. 35

 

Bιογραφικό σημείωμα 

Ο Κωνσταντίνος Σύρμος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης όπου και ζει και ασχολείται με τη συγγραφή και την αρθρογραφία.

 

 

Γιώργος Ρούσκας

Γιώργος Ρούσκας

«Ταξιδευτής στους δρόμους της γης, μετανάστης σε μονοπάτια ονείρων», ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Ερωτευμένος με τη βροχή, το φως, τις λέξεις, την αγγειοπλαστική, ποθεί να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι και πορεύεται βιώνοντας «στο κάλλος του ελάχιστου, ζωής όλο το κάλλος».