"500 mg ωκυτοκίνης" της Στέλλας–Λουίζας Κατσαμπή /Εκδόσεις Απόπειρα 

φωτ
15.12.2020
"500 mg ωκυτοκίνης" της Στέλλας–Λουίζας Κατσαμπή /Εκδόσεις Απόπειρα 

εξ

 

 

Από τις σοβαρότερες κατηγορίες των επικριτών της σύγχρονης ποίησης είναι ο εντοπισμός σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτοαναφορικότητας, εσωστρέφειας, εγωκεντρισμού. Τι γίνεται όμως όταν η όποια αυτοαναφορικότητα δεν εμμένει στον στολισμό του ναρκισσιστικού της θρόνου και στην κυριαρχία της σε μία εικονική αυτοκατασκευασμένη κατά το δοκούν πραγματικότητα αλλά σπάει το τσόφλι του ατομικού και περνάει στο συλλογικό, μέσα από το συνειδητό ή το ασυνείδητο του κάθε αναγνώστη; Τι γίνεται όταν εκείνος ακούσια μέσα από τη δόνηση της αληθινής ποίησης ταυτίζεται, συμπάσχει, συμπορεύεται ή συνδιαλέγεται με το ποιητικό υποκείμενο; Τι συμβαίνει όταν ο ελάχιστος εγωκεντρισμός συνοδεύεται από ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και ανάληψη ευθυνών; Τι μπορείς να προσάψεις σε έναν λόγο διερευνητικό, απολογιστικό, που ξεπερνάει τον οίκτο, πετάει στα σκουπίδια την τόσο δημοφιλή όσο και χειριστική  δημιουργία «ατμόσφαιρας», και αναλαμβάνει τις ευθύνες του εαυτού του αλλά και δράση, καταθέτοντάς τες στο ποιητικό στερέωμα;

Βολεύει συχνά κάποιους στη ζωή (άρα και στην ποίηση) ο ρόλος του θύματος με σκοπό την τόνωση του εγώ και το “τρύπωμα” μέσα στον άλλον μέσω της πλαγίας οδού. Θύμα ίσον η άλλη όψη του θύτη. Και τα δύο, ισοτονικά διαλύματα θρέψης του εγώ. Όπως και στην παρούσα περίπτωση, παρόλο που δηλώνεται ότι

{απ’ όλους τους ρόλους

ο θύτης είναι ο αγαπημένος μου},

οι ρόλοι θύματος και θύτη εναλλάσσονται διαρκώς σε μια ποιητική ανασκόπηση τόσο της μετάβασης της γυναίκας από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση όσο και της εξέλιξης της μοναδικής σχέσης κόρης με μάνα, με συγκριτικά εργαλεία που αντλούν δεδομένα από καταγραφές μνήμης, τα οποία αξιοποιούνται από τη δημιουργό με τρόπο ώστε μέσα από τη λεκτική τους μετουσίωση να δώσουν δυναμική πνοή στο σώμα του ποιήματος.

Κυρίαρχη μία αιρετική στάση απέναντι στα πράγματα, χωρίς να παραμερίζεται-ουδετεροποιείται το φύλο του ποιητικού υποκειμένου (θήλυ), αντιθέτως, αξιοποιείται στο έπακρο. Πασίδηλη

(α) η άρνηση των στερεοτύπων με ταυτόχρονη προσπάθεια αποτίναξής τους από την πλάτη όπου βρίσκονται γαντζωμένα,

(β) η επαναστατικότητα απέναντι σε ορισμένες κοινωνικές συμβάσεις, θεσμούς, συνήθειες αλλά και

(γ) μια τάση για δήλωση στάσεων ζωής, υπό το πρίσμα του τώρα και της σαφώς υπονοούμενης δυνατότητας αλλαγής ή αναθεώρησής τους στο μέλλον, έντιμα, καθαρά, ομολογημένα. Πάντα ρει.

Ακολουθούνται πολλές από τις γενικά αποδεκτές προδιαγραφές της σύγχρονης ποίησης (ελεύθερος και ανομοιοκατάληκτος στίχος, λέξεις καθημερινές, μη εξεζητημένες, δομική ανομοιομορφία), αλλά τηρείται σχολαστικά η στίξη. Ο χωρισμός των στροφών υποδηλώνει βαθιά γνώση της ποιητικής τέχνης.

Ο ρεαλισμός αναδύεται κρατώντας από το χέρι την αυτογνωσία, και κολυμπά όχι προς την ασφάλεια της στεριάς, αλλά προς το πέλαγος των ερωτήσεων, με κύματα στοχασμού:

 

{Με ραμμένη την ημερομηνία λήξης στο μέτωπο

και μοναχό θεριό την ύπαρξη,

τη δυσωδία της σάρκας πώς ν’ αποτινάξω

και να ’μαι γυμνή

σκουριά,

οστέινη του τέλους πυξίδα;}

 

500 mg ωκυτοκίνης ο έξοχος και ευρηματικότατος τίτλος. Συνειρμοί: 500 mg ηρωίνης; Φάρμακο σε χάπι ή ένεση των 500 mg; Αλλά γιατί, γιατί να χρειάζεσαι την ουσία; Το αποδεδειγμένο ως τώρα είναι ότι η ορμόνη (και νευρομεταβιβαστής) ωκυτοκίνη ελευθερώνεται όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά. Συνεπώς ο τίτλος ίσως ρωτά, πόσο κοντά έχεις:

  • έλθει με τον άλλο;
  • αφήσει τον άλλο να έρθει σε σένα;
  • έλθει με τον εαυτό σου;
  • αφήσει τον εαυτό σου να έρθει σε σένα;
  • πλησιάσει στο νόημα και στις επιπτώσεις του “κοντά”;

 

Η ωκυτοκίνη θεωρείται αντιαγχωτική και ότι –μεταξύ πολλών άλλων– προκαλεί αύξηση συμπόνιας και ενσυναίσθησης. Μόνον έτσι αντέχεται η σκληρή καθημερινότητα, κι αν δεν διαθέτεις αποθέματα, ίσως να χρειάζεσαι “τη δόση σου”:

 

{500 mg ωκυτοκίνης για να σκληρύνει η αντοχή

στα καθημερινά τους θέατρα. /.../

Ποτέ βλαβερότερη από τη μοναξιά η θλίψη}.

 

Ειδικά στις γυναίκες σχετίζεται με τον τοκετό, τον θηλασμό και τους δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ μητέρας και μωρού.

Ίσως έτσι εξηγείται το υπέροχο εξώφυλλο μάνας και κόρης σε δοτική αγκαλιά. Η μάνα ντυμένη στα κόκκινα, κόκκινα χείλη, κόκκινο ρουζ ή μάγουλα αιματωμένα. Η κόρη ολόγυμνη (τι έχει να κρύψει ένας άγγελος;). Φανερός τους δεσμός, τα πλούσια, από χρυσαφένιο χώμα ίδια μαλλιά. Υπέροχος ο πίνακας του Egon Sciele, “Mutter und Tochter”, έργο του 1913. Ίσως έτσι εξηγείται και η αφιέρωση του βιβλίου στη μητέρα της ποιήτριας. Ίσως έτσι και ο τίτλος του πρώτου ποιήματος: ΜΗΤΡΙΚΟ ΓΑΛΑ.

Τριάντα ποιήματα, σε τρεις ενότητες των δέκα: ΠΕΙΝΑΩ, ΟΡΜΟΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ, ΙΣΤΟΣ ή ΖΩΗ ΑΡΘΡΟΠΟΔΩΝ, σε μία άκρως καλαίσθητη έκδοση τόσο συνολικά όσο και στην παραμικρή της λεπτομέρεια (μέχρι και το ISBN στο οπισθόφυλλο φέρει πινελιά τέχνης).

Η Στέλλα–Λουίζα Κατσαμπή χρησιμοποιεί μια γλώσσα πέρα για πέρα αληθινή, κυριολεκτική, με αποτέλεσμα όσο και αν σε διαβρωμένα, άκαμπτα ή έχοντα φίλτρα αυτιά ακούγεται ενδεχομένως σκληρή ή ωμή, να μην παύει να ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατά τους ρίχνοντας με δύναμη πέτρες, που ακόμα και βυθισμένες φωνάζουν. Κραυγές για τη γυναίκα και τους ρόλους που αναλαμβάνει ή την αναγκάζουν να παίζει, με μάσκα (όχι προστασίας από covid-19) ή χωρίς, με λέξεις λίγες και τρόπο ευθύ (αν δεν ήταν ρατσισμός, θα έλεγα “αντρίκιο”):

 

{Αυτή,

καταπίνοντας όλο το τραπέζι,

τα βίτσια,

τα ξεραμένα από τον χρόνο

δάκρυα,

έπεφτε σαν κουτάβι μικρό

στα πόδια του άντρα της

εκλιπαρώντας

 

στο ακάνθινο μαστίγιό της

να τον αλυσοδέσει}.

Η γυναίκα, ως ευλογημένη με τη δυνατότητα να φέρει στον κόσμο ζωή, έχει πλήρη (και ίσως βαθύτερη) αίσθηση του θανάτου. Στο ποίημα ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, τελευταίο φυσικά στο βιβλίο, το μόνο αρσενικό είναι ο θάνατος. Ακόμα και «ο γιος, την αγάπη του την πρώτη» θυμάται. Μέσα σε μια ζοφερή κατάσταση από καθημερινές θανατηφόρες συμπεριφορές ή συγκαταβάσεις, η γυναίκα με επίγνωση καλείται με κάθε τρόπο να προχωρήσει ή τουλάχιστον να μην καταποντιστεί:

 

{Υποψιάζομαι όμως

πως φαντάζομαι τον θάνατο

γιατί πολύ αμφιβάλλω αν

υπάρχει ζωή,

μάνα καλή, νύφη ευτυχισμένη,

ή

αγάπη που να μη θάβεται

εξαρχής,

καταμεσής,

εντέλει

 

σε έναν ορίζοντα πελάγους.}

 

Εκτός από το ποίημα ΩΚΥΤΟΚΙΝΗ, το οποίο δίδει το στίγμα της όλης ποιητικής σύνθεσης, έλαμψαν μέσα μου περισσότερο τα ποιήματα

ΑΥΤΟΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΙ (ρόλοι, μάσκες, επιβίωση, επιλογές), Η ΚΛΩΣΤΗ (δέσιμο συνειδητό του παιδιού από τη μάνα, εξαρτήσεις), ΦΟΒΑΜΑΙ (αριστούργημα, τολμηρό, ίσως το λαμπρότερο όλων), ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ (γυναίκα ως μωρό-κόρη-μάνα-εγγόνι-εαυτός), ΑΚΡΙΒΟ ΧΑΒΙΑΡΙ (άνδρας, ανδρικό μόριο, σπέρμα), ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (προσκόλληση σε τετριμμένα αλλά γνωστά-ασφαλή, ανικανότητα διαχείρισης μεγαλείου, ευτυχίας, χαράς, αναστόχευση στο εγώ), ΑΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ (επιλογές, αυτοβιογραφικό, ψυχογραφηματικό) και το ποίημα ΑΝΑΘΥΜΙΑΣΕΙΣ το οποίο παραθέτω ολόκληρο, γιατί δίνει όλη την ομορφιά της παιδικής ηλικίας, της υγιούς σχέσης μάνας παιδιού, του ασφαλούς καταφυγίου και του μαλαματένιου χρόνου της πρώτης δεκαετίας της ζωής μας με προβολικούς συνειρμούς μέσα από την αντίθεση, τη νοσταλγία, τον άλλο, τη συνειδητοποίηση του αμετάκλητου αλλά και τα δάκρυα του ενήλικα, γιατί προέρχονται από το παιδί που ευτυχώς ζει ακόμη εντός του:

 

{ΑΝΑΘΥΜΙΑΣΕΙΣ

 

Στου ορόφου τον διάδρομο

μύριζε φρεσκοψημένη πάστα φλώρα,

με μαρμελάδα βατόμουρο.

Μύριζε παιδικά παιχνίδια,

σχολικά εγχειρίδια,

μύριζε μάνα.

(Κι όλοι ξέρουμε πώς μυρίζει η μάνα).

 

Κουλούριασα στο χαλί τα πόδια μου

κι έκλαψα.

Την τόση τρυφερότητα

πώς να αντέξει

ο ενήλικος εαυτός μου;}.

 

Σημείωμα (από το αυτί του βιβλίου)

Κατσαμπή
Στέλλα–Λουίζα Κατσαμπή

Η Στέλλα–Λουίζα Κατσαμπή γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Το 2018 δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή Σάρκινοι θεοί. Τα 500 mg ωκυτοκίνης είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.

Γιώργος Ρούσκας

Γιώργος Ρούσκας

«Ταξιδευτής στους δρόμους της γης, μετανάστης σε μονοπάτια ονείρων», ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Ερωτευμένος με τη βροχή, το φως, τις λέξεις, την αγγειοπλαστική, ποθεί να χορέψει αργεντίνικο τάνγκο στο Πεντάγραμμο Φεγγάρι και πορεύεται βιώνοντας «στο κάλλος του ελάχιστου, ζωής όλο το κάλλος».