Tsioti: Τα λούτρινα παιχνίδια που αγαπήσαμε

Βούλα Τσιώτη δημιουργός λούτρινων παιχνιδιών
19.01.2019
Tsioti: Τα λούτρινα παιχνίδια που αγαπήσαμε

Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουν επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουν", είχε πει κάποτε ο Αμερικανός συγγραφέας Oliver Ηolmes.

Πόσοι δεν μεγαλώσαμε παίζοντας με λούτρινα παιχνίδια; Πόσα παιδικά δωμάτια και σαλόνια δεν στολίζονται ακόμα από αυτά; Γάτες, σκυλάκια, αλεπούδες, αρκουδάκια, πούμα, κύκνοι, τίγρεις, καγκουρό ήταν μερικά από τα λούτρινα χειροποίητα παιχνίδια που παρήγαγε η οικογενειακή επιχείρηση Tsioti που δημιούργησαν και διατηρούν μέχρι και σήμερα η κα Βούλα και ο κος Νίκος Τσιώτης.

Η Βούλα Τσιώτη με τη δημοσιογράφο Εύα Κακλειδάκη
Η Βούλα Τσιώτη με τη δημοσιογράφο Εύα Κακλειδάκη

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν από 46 περίπου χρόνια η κα Βούλα Τσιώτη κατασκεύαζε ξύλινα παιχνίδια. Η αγάπη της για το παιδικό παιχνίδι ήταν τόσο μεγάλη που σε συνδυασμό με το ταλέντο της οδηγήθηκε στο να δημιουργήσει το πρώτο λούτρινο παιχνίδι, έναν παπουτσωμένο γάτο. "Στο δωμάτιο των παιδιών μου απέναντι από τα κρεβατάκια τους είχα ένα ράφι που ακουμπούσαμε τα παιχνίδια τους. Αυτά αποτέλεσαν την αρχική πηγή έμπευσής μου", μας είπε.

Ο μαύρος παπουτσωμένος γάτος με την κόκκινη στολή ήταν η αρχή μια λαμπρής επιχειρηματική πορείας στον χώρο του λούτρινου παιχνιδιού. Το μεράκι της και οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς, καθιέρωσαν την επιχείρηση Τsioti τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό "Όταν έφτιαξα το πρώτο παιχνίδι ήξερα ότι θα τα κατάφερνα, γιατί το αγαπούσα πάρα πολύ", δήλωσε χαρακτηριστικά.

Η εξαιρετική ποιότητα των λούτρινων χειροποίητων παιχνιδιών της επιχείρησης Tsioti έγινε πολύ γρήγορα γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο "Είχαμε πελάτες από το Σουφλί μέχρι την Σητεία. Δεν υπήρχε πόλη στην Ελλάδα που να μην είχε λούτρινο Tsioti. Αλλά εκείνους που τροφοδοτούσαμε πολύ ήταν το Μινιόν, ο Λαμπρόπουλος, ο Κατράτζος", είπε ο κος Τσιώτης και συνέχισε λέγοντας "Δίναμε σε ολόκληρη την Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία. Στη Γερμανία πουλούσαμε πάρα πολλά. Να σκεφτείτε ότι διατηρούσαμε μόνιμο περίπτερο στην έκθεση της Νυρεμβέργης για 27 χρόνια. Εκεί κλείναμε παραγγελίες για χιλιάδες κομμάτια. Στα λούτρινα παιχνίδια μόνο εμείς ήμασταν, γιατί για να κλείσεις παραγγελία στο εξωτερικό έπρεπε να είχες άριστη ποιότητα".

Ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον έχει το πως μια επιχείρηση που ξεκίνησε από ένα υπόγειο κοντά στην οδό Λένορμαν, έφτασε να εξάγει σε ολόκληρο τον πλανήτη, σε μία εποχή που η έννοια της παγκοσμιοποίησης ήταν ακόμα άγνωστη. "Εμείς ξεκινήσαμε από τον Κουβαλιά, ο οποίος από την αρχή έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το εμπόρευμά μας. Τότε υπήρχε ο ΟΠΕ (Οργανισμός Προωθήσεων Εξαγωγών). Το κράτος ξεκίνησε το 1970 να παίρνει ένα χώρο στον οποίο πήγαιναν οι επιχειρήσεις και εκθέταν τα προϊόντα τους, με σκοπό να κλείσουν συμφωνίες για εξαγωγές. Μία χρονιά λοιπόν μας παραχώρησε και εμάς δέκα τετραγωνικά. Πήγαμε δειγματολόγιο με τα προϊόντα μας και από εκεί ξεκινήσαμε", μας εξήγησε ο κος Τσιώτης.

Όμως όπως λένε "Κάθε αρχή και δύσκολη". Το ίδιο συνέβη και για την επιχείρηση Tsioti, καθώς ο ανταγωνισμός στην αγορά του παιχνιού υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός. "Πρώτα από όλα έπρεπε να μας γνωρίσει η αγορά", τόνισε η κα Τσιώτη και πρόσθεσε "Όταν επιχειρήσαμε να δώσουμε παιχνίδια στον Λαμπρόπουλο η Ελ Γκρέκο έλεγε ότι αν έβαζαν εμάς θα διέκοπταν την συνεργασία μαζί τους. Ο Λαμπρόπουλος έπαιρνε κούνιες με λούτρινα από την Ελ Γκρέκο. Τους ρώτησα λοιπόν εγώ πόσες κούνιες ήθελαν. Στρώθηκα στη δουλειά και σε ένα απόγευμα τους έβγαλα 14 διαφορετικά μοντέλα. Μόλις τα είδαν στον Λαμπρόπουλο ξετρελάθηκαν. Από εκείνη τη στιγμή είχαμε μόνιμη συνεργασία μαζί τους."

Ωστόσο ο ανταγωνισμός δεν υπήρξε το μόνο εμπόδιο. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1980 κάηκε το πολυκατάστημα Μινιόν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η επιχείρηση τους να χάσει 6 εκατομμύρια. Παρόλα αυτά οι τεράστιες παραγγελίες από το εξωτερικό τους έκαναν να μην σταθούν σε αυτό το γεγονός και να προχωρήσουν παρά κάτω.

Και ενώ οι περισσότεροι Έλληνες τη δεκαετία του '70 έφευγαν στη Γερμανία ως μετανάστες ο κος και η κα Τσιώτη πήγαιναν ως επιχειρηματίες. "Οι Έλληνες που βρίσκονταν εκεί ήταν υπερήφανοι για εμάς", δήλωσε με μια νοσταλγία στο βλέμμα ο κος Τσιώτης.

Η δημιουργός των λούτρινων παιχνιδιών Tsioti, Βούλα Τσιώτη

Η κα Τσιώτη εργάζονταν 16 ώρες την ημέρα μαζί με 17 ακόμα άτομα προκειμένου να προλάβουν τις τεράστιες παραγγελίες που έφταναν από κάθε μεριά του πλανήτη. Τα χειροποίητα λούτρινα παιχνίδια της γέμιζαν όλα τα ευρωπαικά σπίτια, καθώς μόνο λίγες μικρές ιταλικές βιοτεχνίες καταπιάνονταν με το συγκεκριμένο είδος, και ο Steiff στη Γερμανία ο οποίο ήταν ιδιαίτερα ακριβώς. "Δεν υπάρχει γερμανικό σπίτι που να μην έχει λούτρινο Tsioti", μας είπαν.

Από το περίπτερο που διατηρούσαν στην έκθεση στην Ελλάδα έχουν περάσει και πολλοί Έλληνες πολιτικοί όπως ο Στέφανος Μάνος και ο Μιλτιάδης Έβερτ. Με τα λούτρινα παιχνίδια τους μεγάλωσαν και παιδιά διασήμων. "Η Άννα Βίσση έρχονταν και αγόραζε λούτρινα για την κόρη της την Σοφία. Επίσης έρχονταν πολύ συχνά και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για να αγοράσει παιχνίδια για τον εγγονό του, τον Κώστα τον Μπακογιάννη", μας επισήμανε η κα Τσιώτη κρατώντας στα χέρια της τις φωτογραφίες-ντοκουμέντα.

Όμως τόσο η οικονομική κρίση και το τεράστιο κόστος κατασκευής των λούτρινων παιχνιδιών όσο και οι επέλαση των κινέζικων αποτέλεσαν τροχοπέδη για την επιχείρηση Tsioti. Τελευταία μεγάλη της επιτυχία το τεράστιο αρκουδάκι των Goody's.

"Τα κινέζικα παιχνίδια δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά μας. Η ποιότητα τους είναι πολύ χαμηλή. Παίρνεις μία γάτα και δεν έχει καμία έκφραση. Αυτή τη στιγμή δεν παράγουμε, γιατί έχουμε μεγάλο στοκ και δίνουμε από αυτό. Βέβαια μετά από τόσα χρόνια στην πρώτη γραμμή, δεν έχουμε ανάγκη να πουλήσουμε για να ζήσουμε", μας τόνισε ο κος Τσιώτης.

Παρά τα τόσα χρόνια δουλειάς και δημιουργίας η κα Βούλα Τσιώτη συνεχίζει να μην το βάζει κάτω και λαχταρά την ημέρα που θα ξεκινήσει και πάλι να δίνει μορφή στα όμορφα λούτρινα παιχνίδια "Δεν θέλω να σταματήσω. Και στον ύπνο μου ακόμα σκέφτομαι πως θα δημιουργήσω το κάθε ζώο", μας είπε και στα μάτια της καθρεφτίζονταν η σπίθα της προσμονής.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΡΧΕΙΟΥ

Η συνέντευξη πάρθηκε για το epixeiro.gr

Φωτογραφίες: Νίκος Δουζίνας

Εύα Κακλειδάκη

Εύα Κακλειδάκη

Με λένε Εύα και είμαι καλά, όπως συνηθίζω, να λέω. Σπούδασα Κοινωνιολογία κι έκανα μεταπτυχιακό στις ανθρωπιστικές σπουδές. Αλλά καθώς, όπως λέει και ο ποιητής “Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω, άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα”, κάπως έτσι κι εγώ αποφάσισα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Ο λόγος; Η μαγική τέχνη της συνέντευξής μέσω της οποίας προσπαθώ να ανακαλύψω όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό.