Πέρης Μιχαηλίδης: Αν έπαιζα στην τηλεόραση... θα τα έδινα στον ψυχίατρο

Μιχαηλίδης
06.05.2019
Πέρης Μιχαηλίδης: Αν έπαιζα στην τηλεόραση... θα τα έδινα στον ψυχίατρο

Με τον Πέρη Μιχαηλίδη συναντηθήκαμε σε ένα καφέ. Μόλις στάθηκε μπροστά μου κ με χαιρέτησε, μου είχε δώσει και τίτλο. Σκωπτικός απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι, βαθιά σκεπτόμενος, με χιούμορ και εκπληκτικές γνώσεις σε ό,τι αφορά στο θέατρο και τον κινηματογράφο μου μίλησε για την παράσταση Τάβλι που πρωταγωνιστεί, για το θέατρο και τους θεατρικούς συγγραφείς του σήμερα, τη σχέση του με την τηλεόραση, τους ήρωες και τους αντιήρωες και για πολλά πολλά ακόμη...

τάβλι

Το τάβλι ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1972. Έκτοτε έχει παιχτεί πολλές φορές. Ποια είναι η δυναμική του συγκεκριμένου κειμένου, που ενισχύει τη διαχρονικότητά του;

Το έργο αυτό γράφτηκε καταμεσής της Χούντας, με έναν υπαινικτικό λόγο, αλλά και ταυτόχρονα προφητικό. Υπαινικτικό γιατί ουσιαστικά στο πρόσωπο του Φώντα ο Κεχαΐδης έχτισε έναν αρνητικό ήρωα, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο “μπούμερανγκ”. Δηλαδή, εκτοξεύει στο κοινό τον ήρωα, με σκοπό να αναγνωρίσει τα ελαττώματά του και να τα αποφύγει.

Το ελάττωμα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η κομπίνα που θα κάνει ο Φώντας, για να φέρει μαύρους από την Αφρική  και να τους εκμεταλλευτεί. Πράγμα και προφητικό.

Γιατί αυτό το έχουμε δει να συμβαίνει στη Μανωλάδα. Αυτά τα δύο σημεία για μένα ουσιαστικά είναι όλη η αξία του κειμένου.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα που υπερθεματίζονται στο συγκεκριμένο κείμενο;

Εάν στρέψετε την προσοχή σας σε διπλανά τραπέζια θα ακούσετε κάποιους να εξυφαίνουν διαφόρων ειδών σχέδια (κομπίνες). Να πιάσουν την καλή, να βγάλουν φράγκα,να γίνουν επιχειρηματίες, να αποκτήσουν όνομα.

Εσείς συναντάτε κάποια δικά σας προσωπικά στοιχεία μέσα στο ρόλο σας;

Νομίζω ότι σε όλους κατά καιρούς έχει περάσει από τη σκέψη μας, κοιτώντας ψηλά ή τραβώντας μια ρουφηξιά από ένα τσιγάρο,  το “Αχ και να χα λεφτά”. Αυτό θα ήταν ψέμα αν ισχυριζόμουν ότι δεν το χω σκεφτεί.

Αν είχατε λεφτά θα συνεχίζατε αυτό που κάνετε;

Νομίζω ναι και η μελαγχολία μου θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη κι άλλωστε τι να τα κάνεις τα λεφτά όταν δεν έχεις φράγκο, κατά τον Ρασούλη.

Είναι εύκολο να επιβιώνει ένας ηθοποιός στην Ελλάδα σήμερα;

Είναι εξαιρετικά δύσκολο κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Το θέατρο είναι ένα ψυχολογικό καταφύγιο για τα νέα παιδιά. Αυτή η μίζερη πραγματικότητα, η κοινωνική σύνθλιψη, που υπάρχει, οδηγεί αυτά τα παιδιά σε αυτό το καταφύγιο, που είναι το θέατρο, γιατί εκεί βρίσκει αναπαμό η ψυχή τους.

Aν είχατε τη δυνατότητα να παίξετε μία παρτίδα τάβλι με ποιον θα ήταν;

Θεωρώ ότι το τάβλι είναι ένα κατεξοχήν λαϊκό επιτραπέζιο.

Θα μπορούσα να παίξω τάβλι με τον Γιώργο Μαργαρίτη και τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Είναι και οι δυο τραγουδιστές τους οποίους εκτιμώ βαθιά,ειδικά τον Μητροπάνο. Δηλαδή στις ζαριές να ακούγονται οι φράσεις “Πες μου που πουλάν καρδιές να σου πάρω δυο”.

Τελικά οι πρωταγωνιστές επιζητούν και προσπαθούν για μία καλύτερη ζωή ή είναι απλά η έξαψη της αναμονής, που τους κρατά καθηλωμένους;

Είναι η επιθυμία στο διηνεκές. Πιστεύω ότι αυτούς τους δυο τύπους τους συνταντά κανείς στις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, είναι οι κατα φαντασίαν απατεωνίσκοι, οι οποίοι συνεχώς εξυφαίνουν σχέδια επιβίωσης, αλλά αυτό τους καθιστά μυθιστορηματικούς, με αποτέλεσμα, πιθανόν, να οδηγηθούν σε μία εκτέλεση αυτού του σχεδίου, το οποίο μπορεί πολλές φορές να είναι παραβατικό και να έχουμε ποινικές ευθύνες ή να παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας και να εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα σε αυτή την καθημερινότητα, που έχουν βάλει τον εαυτό τους.

Είναι ήρωες ή αντιήρωες;

Σε ορισμένα επικά έργα οι αντιήρωες είναι οι πιο ελκυστικοί και αυτοί που μας διδάσκουν πιο πολλά. Για εμένα η ουσία βρίσκεται στους αντιήρωες, που μπορείς να τους βρεις στο ανεξάρτητο σινεμά ή σε όλα αυτά τα έργα από τη Γαλλία, την Αγγλία και την Αμερική. Οι ήρωες του Μπέκετ είναι αντιήρωες. Σήμερα η λέξη ήρωας έχει μπει σε εισαγωγικά. Οι αντιήρωες είναι αυτοί, που τραβάνε το κάρο της θεατρικής πράξης.

Τελικά τη ζωή πρέπει να την παίρνουμε στα σοβαρά ή χρειάζεται και η πιο χαλαρή προσέγγισή της;

O Σνίτσλερ λέει ότι “Το να είσαι πρακτικός στη ζωή σημαίνει να τα παίρνεις όλα σοβαρά, αλλά τίποτα τραγικά”.

Στις μέρες μας παρατηρούμε ότι ανεβαίνουν έργα από το κλασικό κυρίως ρεπερτόριο.  Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;

Γιατί δεν έχουμε καινούργιο. Στη δεκαετία του '90 ανέβασα διάφορους συγγραφείς. Yπήρχε ένα ρεπερτόριο, υπήρχε υλικό, καθώς η βρετανική σκηνή μας τροφοδοτούσε με αυτά τα κείμενα. Σήμερα, αυτή η τάση έχει κοπάσει, διότι τα καινούργια κείμενα είναι δυσεύρετα.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Υπάρχει μία κρίση στο ρεπερτόριο, στα θέματα. Η παγκοσμιοποίηση έφερε μία ισοπέδωση, στη δυνατότητα που είχε ένας συγγραφέας να αντλεί υλικό από τον τόπο στον οποίο ζούσε και δούλευε.

Επίσης, υπάρχει τρομακτικός έλεγχος, που δε δίνει τη δυνατότητα σε κάποιους ακραίους καλλιτέχνες να εκφραστούν. Έλεγχος με την έννοια ότι πολιτικά σήμερα υπάρχει μία κατεύθυνση, γενικά, του κόσμου από τα μέσα ενημέρωσης. Αυτό πνίγει ορισμένες φωνές, οι οποίες μπορούν να βλέπουν λοξά την πραγματικότητα.

Ωστόσο θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι με την παγκοσμιοποίηση δέχεται κανείς περισσότερες

τάβλι

προσλαμβάνουσες και πλήθος ερεθισμάτων.

Ναι και μεγαλύτερη τάση για έλεγχο και καταστολή. Παρατηρούμε τελευταία τι συμβαίνει με το θέμα των WikiLeaks. Αν δεν υπήρχε αυτό θα ήμασταν στο απόλυτο σκοτάδι. Όλο αυτό περνά και στο θέατρο, μιας και απεικονίζει την καθημερινή ζωή κι αντλεί θέματα από αυτή. Οι πηγές από τις οποίες μπορεί να αντλήσει θέματα το θέατρο σήμερα είναι λίγες, σαν να έχουν στερέψει. Δεν υπάρχει τόλμη από τους συγγραφείς.

Επίσης, υπάρχει και ένα άλλο θέμα, κατά πόσο μία παράσταση θα μπορέσει να προσελκύσει κόσμο. Που σημαίνει ότι μία παραγωγή αλληθωρίζει, ακόμη και μικρή αν είναι, προς το ταμείο, με αποτέλεσμα να στρογγυλοποιούν τις καλλιτεχνικές παραγωγές, προκειμένου να προσελκύσουν κόσμο. Με τον τρόπο αυτό, όμως, αποκλείουν την έννοια του πειραματισμού. Θεωρείται ότι εάν μία παράσταση δεν είναι sold-out δεν είναι στη μόδα ή δεν ανήκει στο θεατρικό γίγνεσθαι. Ο πειραματισμός για εμένα δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Sold out. Αυτό σημαίνει ότι η σκέψη δε θα πρέπει να είναι αν αρέσει ή δεν αρέσει. Οι πρώτες παραστάσεις του Μπέκετ παίζονταν με ελάχιστα άτομα.Άλλωστε, στα μικρά θέατρα χτυπάει η καρδιά του θεάτρου.

Για εσάς το θέατρο τι είναι με μία λέξη;

Είναι όλη μου η ζωή. Με την έννοια ότι κοιμάμαι με αυτό και ξυπνάω με αυτό.

Ποιος θεατρικός ήρωας σας αντιπροσωπεύει;

To 2016 ανέβασα τις Σημειώσεις από το Υπόγειο του Ντοστογιέφκσι. Νομίζω ότι αυτός ο ήρωας τα περιείχε όλα. Όλους του περιπλανώμενους ήρωες του Μπέκετ, του Κολτές, ακόμη και του Μπουκόφσκι. Είναι ο ήρωάς μου θεατρικά. Αποτελεί ένα βαθιά φιλοσοφικό κείμενο με ρινίσματα μηδενισμού.

Οι ηθοποιοί χρησιμοποιείτε το ρήμα παίζω για να περιγράψετε αυτό που κάνετε. Είναι το θέατρο ένα παιχνίδι;

Το θέατρο είναι γιορτή και φυσικά είναι ένα παιχνίδι, γιατί διακόπτεις την πραγματικότητα και σε μία παράκαμψη οδηγείσαι σε έναν άλλο κόσμο “μαγικό”, όπως τον περιέγραψε ο Φελίνι. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε αυτό το μαγικό παιχνίδι συμβαίνουν διάφορα. Είναι μία γιορτή, αλλά ταυτόχρονα και μία επικίνδυνη κατάσταση. Μπορείς να περάσεις καλά, μπορείς να φοβηθείς, να τρομάξεις.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε “Αγαπώ την υποκριτική, γιατί είναι πολύ πιο πραγματική από τη ζωή. Τι είναι για εσάς η υποκριτική και κατ’ επέκταση το θέατρο;

Εδώ είναι μία ομολογημένη παράκαμψη της πραγματικότητας. Μία νέα πραγματικότητα, που δημιουργούμε όπως θα τη θέλαμε. Ο Αντρέ Μπαζέν στην “Περιφρόνηση”, του Γκοντάρ, προλογίζοντας την ταινία λέει ότι το σινεμά, όπως και το θέατρο, είναι η πραγματικότητα όπως την επιθυμούμε. Εγώ συμφωνώ με αυτό . Είναι μία πραγματικότητα, που δημιουργούμε όπως την επιθυμούμε και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο καταφύγιο.

Εκτός από το να παίζετε σκηνοθετείτε κιόλας. Πόσο εύκολο είναι για έναν ηθοποιό να σκηνοθετήσει τον εαυτό του;

Δεν προσπάθησα ποτέ να σκηνοθετήσω τον εαυτό μου. Πάντοτε είχα έναν σκηνοθέτη ή έναν συνεργάτη μου, ο οποίος ήταν το τρίτο μάτι. Θεωρώ ότι όποιος βάζει μόνο τον εαυτό του ως αυθεντία είναι λίγο επισφαλές για τον ίδιο, γιατί δε θα υπάρχει κάποιος να του κάνει κριτική. Το να είσαι σίγουρος δεν είναι και το πιο ασφαλές κριτήριο για έναν καλλιτέχνη.

Ο Βρετανός ηθοποιός Laurence Olivier είχε πει  “Κάποτε υπήρχαν ηθοποιοί, που προσπαθούσαν να γίνουν σταρ. Τώρα υπάρχουν σταρ που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί”.  Εσείς που διδάσκετε υποκριτική στη Σχολή “Μοντέρνοι Καιροί”, διαβλέπετε μία τέτοια τάση;

Εάν υπάρχουν σταρ που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί είναι ευχάριστο, αν προσπαθούν. Το θέμα είναι αν παραμένουν απλώς σταρ. Αυτό είναι το πρόβλημα. Σήμερα το σταριλίκι έχει αλλάξει. Δεν είναι ακριβώς αυτό που ήταν παλαιότερα.

Σήμερα έχουμε σταρ;

Με τη Χολιγουντιανή έννοια, δε το νομίζω να έχουμε κάτι τέτοιο και είναι όλα μέσα στην πραγματικότητα που ζούμε. Mε την κλασική έννοια, σταρ σήμερα δεν έχουμε ή αν έχουμε είναι σε γελοιογραφία.

Εσείς με την τηλεόραση τι σχέση έχετε; Θα συμμετείχατε σε κάποια σειρά;

Για ποιο λόγο να συμμετέχω στην τηλεόραση; Τα χρήματα που θα κερδίσω θα πρέπει να τα δώσω στον ψυχαναλυτή, να του πω τι αισθάνομαι. Η πορεία μας φτιάχνεται από τα όχι που έχουμε πει.

Γιατί δε βλέπουμε σίριαλ που να γράφουν ιστορία, όπως στο παρελθόν;

Γιατί τα λεφτά έχουν πάει σε λάθος ανθρώπους. Σήμερα δεν έχουμε σκηνοθέτες που να ενδιαφέρονται να πάρουν ένα κείμενο από την ελληνική ή την ξένη κινηματογραφία και να το παρουσιάσουν. Για εμένα ο ελληνικός Κινηματογράφος σταμάτησε στον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Bλέπουμε αρκετούς ηθοποιούς να έχουν μία συγκεκριμένη μανιέρα στον τρόπο που παίζουν.

Η μανιέρα είναι αυτή που εγκλωβίζει έναν ηθοποιό και τον κάνει να πουλά μόνο εδώδιμα αποικιακά. Εδώ προσπαθούμε η κάθε σκηνοθεσία, η κάθε ερμηνεία να είναι κάτι διαφορετικό κι αυτό είναι και το ζητούμενο, για να μη βαριόμαστε. Η μανιέρα δημιουργεί μία αφάνταστη πλήξη και εγώ με την πλήξη δεν τα πάω καθόλου καλά.

Υπάρχει βέβαια και το νόημα του στιλ. Για εμένα το στιλ είναι το ζητούμενο. Όχι στη μανιέρα, ναι στο στιλ.

Αν δεν ήσασταν ηθοποιός τι θα θέλατε να ήσασταν;

Μετά τη σχολή θεάτρου η τάση μου ήταν να μπαρκάρω. Επίσης μου άρεσε πολύ να ταξιδεύω, ωστόσο ακολούθησα ένα εσωτερικό ταξίδι που ήταν το θέατρο. Το θέατρο άλλωστε είναι ένα ταξίδι με εσωτερική θέα.

Εύα Κακλειδάκη

Εύα Κακλειδάκη

Με λένε Εύα και είμαι καλά, όπως συνηθίζω, να λέω. Σπούδασα Κοινωνιολογία κι έκανα μεταπτυχιακό στις ανθρωπιστικές σπουδές. Αλλά καθώς, όπως λέει και ο ποιητής “Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω, άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα”, κάπως έτσι κι εγώ αποφάσισα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Ο λόγος; Η μαγική τέχνη της συνέντευξής μέσω της οποίας προσπαθώ να ανακαλύψω όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό.