Γιάννης Παπαγιάννης: Το διάβασμα υποχρεώνει τον αναγνώστη να ενεργοποιηθεί, να σκεφτεί και να φτιάξει εικόνες

Παπαγιάννης
14.06.2022
Γιάννης Παπαγιάννης: Το διάβασμα υποχρεώνει τον αναγνώστη να ενεργοποιηθεί, να σκεφτεί και να φτιάξει εικόνες

Ο συγγραφέας Γιάννης Παπαγιάννης μίλησε στην Εύα Κακλειδάκη για τον νέο του βιβλίο "Γλυκά δεκάξι" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάπλαση

 

12

Tο βιβλίο σας “Γλυκά δεκάξι” σε ποιους απευθύνεται;

Σε κάθε αναγνώστη ή αναγνώστρια νομίζω. Το θέμα της απώλειας είναι πανανθρώπινο και πολυδιάστατο και ελπίζω ότι το βιβλίο θα μπορέσει να αγγίξει τον κάθε ένα με διαφορετικό τρόπο.

 

Τι είναι αυτό που θέλετε να περάσετε στους/ις αναγνώστες/τριές σας;

Υπάρχει μια θέση, μια κεντρική ιδέα στο βιβλίο, όπως και σε όλα τα βιβλία μου. Ωστόσο, καθώς η απόδειξη της θέσης γίνεται με δράση, εικόνες και χαρακτήρες, δεν ξέρω εάν ο αναγνώστης θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με εμένα. Αν ήθελα να διατυπώσω με μια πρόταση την κεντρική αυτή θέση, η διατύπωση αυτή θα ήταν : «ό,τι έφυγε δεν γυρίζει πίσω, αλλά η ζωή συνεχίζεται με νέους τρόπους συχνά καλύτερους».

 

Τι αποτέλεσε έμπνευση για το συγκεκριμένο σας βιβλίο;

Η απώλεια και η διαχείρισή της είναι ένα θέμα που με απασχόλησε ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Θεωρώ ότι είναι κάτι πολύ σημαντικό για τη ζωή μας, καθώς όλοι θα υποστούμε στη διάρκειά της απώλειες και ματαιώσεις και ο τρόπος που τις αντιμετωπίζουμε είναι καθοριστικός για τη συνέχεια. Το θέμα αυτό «έδεσε» με την ιστορία που μου είχε αφηγηθεί μια κοπέλα πριν πολλά χρόνια, της οποίας ο αδελφός είχε τον ατίθασο χαρακτήρα του αδελφού της ηρωίδας μου και όντως έφυγε αιφνιδιαστικά για το Άγιο Όρος. Η πρόκληση για εμένα ήταν να αναπτύξω μυθοπλαστικά το γεγονός και να του προσδώσω αληθοφάνεια.

 

Στο βιβλίο σας αναφέρετε “Κάθε άνθρωπος κατασκευάζει μια εικόνα για τον εαυτό του κι έπειτα περνάει τη ζωή του προσπαθώντας να τη συντηρήσει”. Θα θέλατε να μας το αναλύσετε αυτό; 

Είναι ακριβώς αυτό που γράφω. Ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς το αποκαλούσε «Μορφή» και κεντρική θέση στα βιβλία του είναι ότι ο άνθρωπος οφείλει να παλέψει σε όλη του τη ζωή για να ξεπεράσει τη Μορφή του. Ας πάρουμε το παράδειγμα του αδελφού της κεντρικής αφηγήτριας στο βιβλίο μου. Είναι ένας κακός και προκλητικός μαθητής, που γι’ αυτόν τον λόγο είναι γνωστός σε όλη τη συνοικία. Δεν είναι αυτή η πραγματική εικόνα του εαυτού του, γιατί μέσα του είναι ευαίσθητος και πληγώνεται εύκολα, όπως αποδεικνύει η συνέχεια της ιστορίας. Ωστόσο, επειδή όλοι τον ξέρουν με τη μορφή του σκληρού και του προκλητικού, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να συντηρεί την εικόνα του, μέχρι τη στιγμή της κατάρρευσης και της οριστικής φυγής του. Επομένως πρέπει να κάνει προσπάθειες για να συντηρήσει την εικόνα του. Θα πρέπει π.χ. να κάνει προσπάθειες για να μείνει στην ίδια τάξη, ώστε να συντηρηθεί η εικόνα του. Και οι ενέργειες, που πρέπει να κάνει για να συντηρήσει την εικόνα του, φτάνουν να είναι αντίθετες με τα συμφέροντά του. Φοβάμαι ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει για πολύ ή για λίγο σε κάθε άνθρωπο στη διάρκεια της ζωής του. 

 

Γενικά τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;

Υπάρχει ένα θέμα που με απασχολεί σε κάθε περίοδο κι αυτό γίνεται το κεντρικό θέμα του βιβλίου μου. Στο προηγούμενο βιβλίο, «Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο», υποψήφιο για το κρατικό βραβείο και το βραβείο Αναγνώστη, το θέμα που με απασχολούσε ήταν η ιστορική πορεία και συνέχεια της Ελλάδας. Τώρα με απασχόλησε κάτι τελείως διαφορετικό, η απώλεια και η διαχείρισή της. Πάνω στο θέμα που με απασχολεί κι επάνω στο οποίο κάνω έρευνα σε ιστορική και σε ψυχολογική κατεύθυνση, στήνω μια ιστορία με αφορμή μια ιστορία που κάποιος μου αφηγείται ή που διαβάζω. Εδώ η αφορμή ήταν μια ιστορία που άκουσα, στο προηγούμενο μυθιστόρημα ένα βιβλιαράκι για τον ελληνικό σιδηρόδρομο, που έτυχε να διαβάσω. 

 

Το συγκεκριμένο σας βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε εφήβους. Διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίας το εφηβικό αναγνωστικό κοινό μειώνεται... Γιατί θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;

Δεν απευθύνεται κυρίως σε εφήβους. Απευθύνεται κυρίως σε ενήλικους, που θα αναπολήσουν την εφηβεία τους. Αν και η πρωταγωνίστρια είναι έφηβη, ίσως παρατηρήσατε ότι η αφήγηση γίνεται σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν έχει μεγαλώσει κι ωριμάσει, χωρίς να αναφέρεται ακριβώς η ηλικία και η θέση της στο τώρα. Ένας έφηβος θα είναι δυσκολότερο να ταυτιστεί με καταστάσεις όπως το γήρας και η απώλεια. Ωστόσο όντως το εφηβικό αναγνωστικό κοινό μειώνεται, εξαιτίας των ηλεκτρονικών μέσων και των πολλαπλών ερεθισμάτων που δέχονται οι σύγχρονοι νέοι. Δεν νομίζω όμως ότι υπάρχει και τεράστια διαφορά από το παρελθόν. Ως έφηβος θυμάμαι ότι μόνο εγώ διάβαζα και κανένας άλλος στην παρέα. Και οι Έλληνες γενικώς δεν διαβάζουν. Πέρα από τις χαμηλές πωλήσεις των βιβλίων, το βλέπει κανείς και στην καθημερινότητά του. Όταν βλέπω κάποιον να διαβάζει σε τρένο είτε είναι ξένος είτε βλέπω τον εαυτό μου στην ανάκλαση του παραθύρου. 

 

Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση;

Κατ’ αρχάς με το να αλλάξει ο ίδιος ο ενήλικος, ο γονιός. Εάν το παιδί βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν, θα διαβάσει κι αυτό. Εγώ έτσι έμαθα να διαβάζω. Και δεν χρειάστηκε να με βοηθήσουν οι γονείς μου στα μαθήματα ούτε να κάνω φροντιστήριο, με εξαίρεση την Γ' Λυκείου. Ας το σκεφτούν λοιπόν οι γονείς και οικονομικά. Αν διαβάζουν ένα – δύο βιβλία τον μήνα και τους βλέπουν τα παιδιά τους, τότε θα μάθουν και τα παιδιά να διαβάζουν και δεν θα χρειαστεί να ξοδέψουν χρήματα για φροντιστήρια ή ιδιαίτερα. 

 

Σε όλες τις έρευνες παρατηρείται ότι οι γυναίκες αναγνώστριες είναι περισσότερες από τους άνδρες. Ποιος θεωρείται ότι είναι ο λόγος;

Δυστυχώς νομίζω ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα οι γυναίκες είναι πιο καλλιεργημένες από τους άντρες. Επίσης οι άντρες συχνά στοχεύουν στην επαγγελματική καταξίωση και η απασχόληση με τη λογοτεχνία δεν φέρνει επαγγελματική καταξίωση. 

 

Ο Γερμανός σκηνοθέτης Werner Herzog έχει πει: Αυτοί που διαβάζουν έχουν τον κόσμο και αυτοί που βλέπουν τηλεόραση τον χάνουν. Ποια η γνώμη σας;

Ο Γερμανός σκηνοθέτης Werner Herzog γύριζε ταινίες που τις παίζει και η τηλεόραση. Αν όλοι μόνο διάβαζαν και δεν έβλεπαν ποτέ τηλεόραση δεν θα είχε δει κανείς τις ταινίες του. Νομίζω το μέτρο ανάμεσα στα δύο ερεθίσματα είναι το καλύτερο. Ωστόσο κατανοώ τι ήθελε με αυτό το σχήμα υπερβολής να πει: Η κατάχρηση της εικόνας και της τηλεόρασης εθίζει και απενεργοποιεί τη συμμετοχή του θεατή. Το διάβασμα, ακόμα και στην απλούστερη μορφή του, υποχρεώνει τον αναγνώστη να ενεργοποιηθεί, να σκεφτεί και να φτιάξει εικόνες. 

 

Οι “βιβλιοφάγοι” σνομπάρουν επιδεικτικά τα λεγόμενα Best Seller. Μπορεί ένα βιβλίο να συνδυάζει την εμπορική επιτυχία και την ποιότητα;

Φυσικά μπορεί. «Οι Άθλιοι» δεν ήταν μπεστ σέλερ της εποχής του; Να θυμίσω την αλληλογραφία του Βίκτωρα Ουγκώ με τον εκδότη του στην πρώτη έκδοση, που έχει καταχωρηθεί ως η πιο σύντομη αλληλογραφία. Ο Ουγκώ έστειλε ένα τηλεγράφημα με το σύμβολο «?» κι ο εκδότης απάντησε πάλι με τηλεγράφημα με το σύμβολο «!». Ο «Δον Κιχώτης» επίσης ήταν μπεστ σέλλερ της εποχής και μάλιστα ο διασημότερος διανοούμενος, ο Λόπε Ντε Βέγκα, τον σνόμπαρε επιδεικτικά. Προσωπικά πάντα διαβάζω προσεκτικά ένα Best Seller, όσο κακό κι αν είναι, για να καταλάβω γιατί έγινε Best Seller. Δεν μπορώ να πω ότι το καταλαβαίνω πάντοτε. 

 

Στην Ελλάδα παρατηρείται η τάση να πληθαίνουν οι συγγραφείς, αλλά να μειώνονται οι αναγνώστες/τριες. 

Είναι αλήθεια και φοβάμαι ότι το φαινόμενο θα συνεχιστεί, μέχρι την πλήρη αποδυνάμωση της μυθιστοριογραφίας. Η ματαιότητα της ζωής των περισσοτέρων δυστυχώς ανθρώπων και η αδυναμία τους να βρουν ικανοποίηση στη δουλειά και ισορροπία στις σχέσεις τους με τους υπόλοιπους ωθεί όλο και περισσότερους στην αφηγηματική έκφραση, ως διέξοδο και νόημα σε μια χωρίς νόημα ή με ελάχιστο νόημα ζωή. Όμως η αφήγηση και ειδικά το μυθιστόρημα θέλει χρόνο και μακρόχρονη εκπαίδευση. Οι περισσότεροι συγγραφείς δεν είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν τον κόπο που χρειάζεται για να πατήσουν σε αυτό το οποίο ο Καβάφης αποκαλούσε «πρώτο σκαλί», δηλαδή να φτάσουν σε μια επαρκή γνώση και τεχνική ώστε να μπορούν να επεξεργαστούν σωστά αυτό που θέλουν να εκφράσουν. Το αποτέλεσμα είναι πληθώρα κακών ή μέτριων βιβλίων, που κατακλύζουν την αγορά. Ο αναγνώστης που ψάχνει στα τυφλά πέφτει πάνω σε πολλά μέτρια βιβλία που δεν τον ενδιαφέρουν, απογοητεύεται και σταματάει να διαβάζει. Δεν ξέρω αν και με ποιόν τρόπο μπορεί να αναστραφεί αυτή η διαδικασία. Γιατί, παρ’ ότι είναι πιο δύσκολο και χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση για να σχεδιάσεις ένα καλό μυθιστόρημα απ’ ό,τι να σχεδιάσεις ένα σπίτι, όλοι νομίζουν ότι μπορούν να γράψουν ένα βιβλίο, ενώ κανείς δεν διανοείται ευτυχώς να χτίσει μόνος του ένα σπίτι. 

 

Επόμενό σας βιβλίο;

Το θέμα που με απασχολεί τώρα είναι οι άνθρωποι που ζουν στα άκρα. Αν εξετάσουμε στατιστικά τις ζωές όλων μας, προκύπτει η γνωστή καμπύλη Gauss, η ίδια που μετράει και το IQ. Οι περισσότεροι βρίσκονται στις μέσες τιμές, λίγοι βρίσκονται στις κοντινές αποκλίσεις κι ελάχιστοι στις μακρινές αποκλίσεις. Αυτοί οι τελευταίοι είναι που με ενδιαφέρουν. Είτε οι αποκλίσεις είναι θετικές είτε αρνητικές. Το μυθιστόρημα που γράφω τώρα αναφέρεται σε αυτούς τους αποκλίνοντες ανθρώπους και συνδυάζει τέσσερις ιστορίες. Θα σας αναφέρω τις δύο από αυτές. Η μία είναι του μεγαλοφυή Έλληνα συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα και η άλλη μιας μεγαλοφυίας του εγκλήματος, του μαφιόζου Λάκυ Λουτσιάνο. 

 

 

 

 

 

Εύα Κακλειδάκη

Εύα Κακλειδάκη

Με λένε Εύα και είμαι καλά, όπως συνηθίζω, να λέω. Σπούδασα Κοινωνιολογία κι έκανα μεταπτυχιακό στις ανθρωπιστικές σπουδές. Αλλά καθώς, όπως λέει και ο ποιητής “Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω, άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα”, κάπως έτσι κι εγώ αποφάσισα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Ο λόγος; Η μαγική τέχνη της συνέντευξής μέσω της οποίας προσπαθώ να ανακαλύψω όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό.