Οι καλύτερες ταινίες των φετινών Όσκαρ

Oscars 2023 @paspartou.gr
30.04.2023
Οι καλύτερες ταινίες των φετινών Όσκαρ

Τα Όσκαρ είναι μόνο η αφορμή

 Η αυλαία έπεσε, τα βραβεία δόθηκαν και μία ακόμα κινηματογραφική χρονιά πέρασε με την κανονικότητα να δείχνει να επανέρχεται στις κινηματογραφικές παραγωγές, όχι όμως και στην προσέλευση στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας με τα θέατρα να δείχνουν πως είναι οι "κερδισμένοι" της μετά-Covid εποχής. Χωρίς τα Όσκαρ να είναι ο απόλυτος οδηγός για τις κορυφαίες ταινίες της σεζόν, τουλάχιστον αποτελούν μία καλή ευκαιρία για να ανακαλύψουμε και να παρακολουθήσουμε έργα αξιώσεων με την πλειονότητά τους να προέρχεται από τα αμερικανικά στούντιο. Οι επιλογές μας δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις υποψηφιότητες και τα βραβεία, ούτε μπορούν να τύχουν καθολικής αποδοχής με τον υποκειμενισμό των απόψεων να αποτελεί απόρροια της διαφορετικότητας κριτικών και θεατών. Αν ψάχναμε όμως ένα κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα στις βραβεύσεις αυτό θα ήταν το "άνοιγμα" της επιτροπής προς το καινούργιο και το διαφορετικό τόσο ως προς την τέχνη του σινεμά όσο και ως προς το περιεχόμενο και τις θεματικές των έργων που αναδείχτηκαν. 

 Έχοντας δει το σύνολο των υποψήφιων ταινιών μεγάλου μήκους ξεκινάμε ακολουθώντας αντίστροφη πορεία με τις ταινίες που ξεχωρίσαμε στη φετινή τελετή.

 

Elvis, Warner Bros
Γιατί ο βασιλιάς ζει ! ( Φωτογραφία Warner Bros )

Elvis ( Yποψήφιο για Α' Ανδρικού ρόλου - Όστιν Μπάτλερ / Καλύτερης Ταινίας / Μακιγιάζ / Ήχου / Ενδυματολογίας / Μοντάζ / Φωτογραφίας / Σχεδιασμού Παραγωγής ) 

Το "Elvis" του Μπαζ Λούρμαν είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές φαινομενικά βιογραφικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Ένας εκπληκτικός Όστιν Μπάτλερ σε μια από τις καλύτερες "μεταμφιέσεις" ηθοποιού σε τραγουδιστή, που θυμόμαστε, σε ένα έργο καταιγιστικού ρυθμού με το τρίωρο να περνά αβίαστα. Η ερμηνεία του Μπάτλερ δεν μένει μόνο στην εικόνα και την κίνηση, αλλά προχωρά και στη φωνή με τη χροιά της να βρίσκεται πολύ κοντά σε εκείνη του μεγάλου καλλιτέχνη.

Το πρόβλημα του Λούρμαν και σε αυτήν την περίπτωση είναι πως δημιουργεί μια ταινία με πανέμορφο περιτύλιγμα, αλλά ελλιπές περιεχόμενο. Κατά έναν τρόπο όμως αυτή τη φορά η προσέγγιση ταιριάζει με το έργο, στο οποίο καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη η ζωή του Έλβις Πρίσλεϊ, από τα παιδικά του χρόνια (στα οποία ορθά δεν δίνεται έμφαση) μέχρι και το τέλος της, περνώντας από τα πρώτα μουσικά του βήματα, τις επιρροές του, τη στρατιωτική του θητεία, την κινηματογραφική του πορεία και την ένδοξη επιστροφή στα μουσικά πράγματα μέσα από τις θρυλικές εμφανίσεις του στο Λας Βέγκας.

Στα θετικά η σύνδεση με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Αμερικής, αν και τα σημεία αναφοράς της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας (δολοφονίες Κένεντι, Λούθερ Κινγκ κλπ.) περισσότερο μας μεταφέρουν στην εποχή, χωρίς να σχετίζονται άμεσα με το έργο του διάσημου τραγουδιστή και ηθοποιού.

Πιο ενδιαφέρουσα η επιλογή του Λούρμαν να αναδείξει τις επιρροές στη μουσική του Πρίσλεϊ από τους μαύρους καλλιτέχνες της εποχής του, τόσο από τις γειτονιές στις οποίες αυτός μεγάλωσε (ισχύει αυτή η αναφορά) όσο και από τις μετέπειτα επαφές που είχε. Αν και η μουσική του δεν στηριζόταν αποκλειστικά σε επιδράσεις blues και gospel ακουσμάτων, αυτή η σύνδεση συνάδει με τις απαιτήσεις των καιρών, υποστηρίζοντας έμμεσα τις κοινωνικοπολιτικές αναφορές.

Περισσότερο η ταινία μοιάζει στο τέλος της με συρραφή γνωστών στιγμών και εικόνων του Πρίσλεϊ από αυτά που ήδη έχουμε δει και γνωρίζουμε με τις σχέσεις με τους γύρω του να παρουσιάζονται εν συντομία, μένοντας στην επιδερμική παρουσίαση των γεγονότων, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση, έχοντας δεύτερους χαρακτήρες σε ρόλο κομπάρσου ( μοναδική εξαίρεση ο μάνατζερ του Πρίσλεϊ, o συνταγματάρχης Τομ Πάρκερ, που τον υποδύεται ο Τομ Χανκς, ένα διφορούμενο πρόσωπο, που κατηγορείται πως εκμεταλλεύτηκε οικονομικά τον Έλβις και τον οδήγησε στην εξάντληση από τις επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις ) . 

Glass Onion, Netflix
Επιστροφή στη συνταγή αστυνομικού μυστηρίου και σάτιρας ( Φωτογραφία Netflix ) 

Glass Onion: Στα Μαχαίρια / Knives Out (Yποψήφιο για Πρωτότυπου Σεναρίου)

Ο Ντάνιελ Κρεγκ επιστρέφει στον ρόλο του ντετέκτιβ Μπενουά Μπλανκ και καλείται να λύσει έναν ακόμα γρίφο με τον Ράιαν Τζόνσον (σκηνοθεσία και σενάριο) να επανέρχεται στον ιδιαίτερο συνδυασμό μυστηρίου, σάτιρας και δράματος, που συναντήσαμε στην πρώτη ταινία. Το στοιχείο της έκπληξης αυτή τη φορά έχει χαθεί περιμένοντας το μη αναμενόμενο, έχοντας ένα καστ διάσημων ηθοποιών στους ρόλους εκκεντρικών χαρακτήρων ( ξεχωρίζει ο Έντουαρντ Νόρτον σε εκείνον του οικοδεσπότη - δισεκατομμυριούχου Μάιλς Μπρον ). Μία αστυνομική ιστορία στο στιλ "Βρες τον δολοφόνο μου" σε μία υπερπολυτελή παραθαλάσσια έπαυλη με "άρωμα Ελλάδας", έχοντας ως φόντο το νησί των Σπετσών.  

 Καυτηριάζονται ο νεοπλουτισμός των σύγχρονων Αμερικανών, η επίδραση της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο επιφανειακός τρόπος ζωής πίσω από τη χλιδή και την υπερβολή με την τελευταία να αποτελεί χαρακτηριστικό της ταινίας σε κάθε πτυχή της. Από το στήσιμο του σκηνικού με τον πελώριο διάφανο θόλο του μέχρι τις σεναριακές εξελίξεις, οι οποίες φτάνουν στα άκρα και κυμαίνονται από τις κλασικές αποκαλύψεις, ως τις εξωπραγματικές και "τραβηγμένες από τα μαλλιά" ανατροπές, σε μία προσπάθεια του Τζόνσον να αναπαράγει την πετυχημένη συνταγή του Knives Out.

 Το αποτέλεσμα είναι κατώτερο του πρώτου έργου με το βιτριολικό χιούμορ να δικαιολογεί εν μέρει τα κενά των σεναριακών εξελίξεων, που στοχεύουν στην ανατροπή για την ανατροπή και την έκπληξη, χάνοντας σε συνοχή και ουσία.       

Eo, Alien Films, Skopia Films
Το οδοιπορικό ενός γαϊδάρου μετατρέπεται σε αλληγορία του σύγχρονου κόσμου (Φωτογραφία Alien Films) 

EO (Yποψήφιο για Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας)

Ο Γέρζι Σκολιμόφσκι, παρά τα 84 του χρόνια, παραμένει ένας κινηματογραφιστής - παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επιχειρώντας αυτή τη φορά να αναδείξει τα πάθη και τα ελαττώματα των ανθρώπων και των κοινωνιών τους μέσα από την πορεία ενός γαϊδάρου. Πανέμορφα σε σημεία πλάνα και ορισμένες εξαιρετικές στιγμές στην ιστορία σε μία δημιουργία που χάνει σε πρωτοτυπία, εξαιτίας του αριστουργηματικού "Στην τύχη ο Μπαλταζάρ" ( Au Hasard Balthazar, 1966) του Ρομπέρ Μπρεσόν.

Αυτή τη φορά το ταξίδι του τετράποδου πρωταγωνιστή δεν περιορίζεται σε μία χώρα, παρά επεκτείνεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης των καιρών μας με τον γάιδαρο να μετατρέπεται σε σύμβολο στωικότητας και σε μάρτυρα της παρακμής, του μίσους, αλλά και της καλοσύνης του ανθρώπινου είδους. Οι σκηνοθετικές επιλογές με μεμονωμένα εκκεντρικά πλάνα οδηγούν σε ένα άνισο ύφος και αποτέλεσμα, το οποίο αφήνει μία κατακερματισμένη αίσθηση. Η απόδοση της ιστορίας όχι αποκλειστικά από την πλευρά του γαϊδάρου, αλλά και μέσα από τις εμβόλιμες παρουσίες των ανθρώπων - "συμπρωταγωνιστών" ενισχύουν αυτήν την αίσθηση, απομακρύνοντας από τον κεντρικό χαρακτήρα και αποδυναμώνοντας τον συναισθηματικό αντίκτυπο του έργου.

 Το απαισιόδοξο κλείσιμο είναι απόλυτα ταιριαστό με την αλληγορική σημασία του ΕΟ και με την παρατηρούμενη πτώση των αξιών στην εποχή που διανύουμε, "φλερτάρει" όμως με τον διδακτισμό και, εξαιτίας της προαναφερόμενης έλλειψης συνοχής, δεν αφήνει το ίδιο "αποτύπωμα" με τη δημιουργία του Μπρεσόν, μένοντας στη σκιά της.

Women Talking, Hear/Say Productions
Γυναικεία υπόθεση σε ένα απόλυτα προβλέψιμο φεμινιστικό μανιφέστο ( Φωτογραφία Hear/Say Productions)

Women Talking / Γυναικείες Κουβέντες ( Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου - Σάρα Πόλεϊ / Υποψηφιότητα Καλύτερης Ταινίας )

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Καναδέζας Μίριαμ Τόους, που φέρνει στην Αμερική του 2010 την πραγματική ιστορία των γυναικών μίας απομονωμένης κοινότητας Μενονιτών της Βολιβίας, οι οποίες ναρκώνονταν και βιάζονταν κατ' εξακολούθηση από τους άντρες του χωριού. Θυμίζοντας θεατρική παράσταση, η σκηνοθέτιδα Σάρα Πόλεϊ (η οποία υπογράφει και τη διασκευή του σεναρίου) μας μεταφέρει σε έναν αχυρώνα, όπου μία επιτροπή 8 γυναικών καλείται να αποφασίσει για λογαριασμό και των υπολοίπων ανάμεσα στη συγχώρεση, στη φυγή και στο να μείνουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. 

 Το αποτέλεσμα, παρά τις αξιόλογες ερμηνείες, χάνει σε ρεαλισμό και φυσικότητα με τους διαλόγους να ακολουθούν την πεπατημένη και το κλείσιμο να μοιάζει αναμενόμενο, παρά τον συμβολισμό του. Από τις περιπτώσεις που το θέμα ξεπερνά τον τρόπο απόδοσης με το έργο να αποκτά ιδιαίτερη αξία, εξαιτίας της χρονικής συγκυρίας. Το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου στην Πόλεϊ στο ίδιο πλαίσιο με την ταινία να αδυνατεί να προκαλέσει έντονους προβληματισμούς και συναισθήματα, μένοντας στη διδακτική παράθεση των αυτονόητων, παρά την τραγικότητα των γεγονότων και τη σημασία των θιγόμενων θεμάτων.  

Causeway, A24
H Τζένιφερ Λόρενς επανέρχεται στους ρόλους χαμηλών τόνων και υψηλών ερμηνευτικών απαιτήσεων ( Φωτογραφία Α24 )

Το Πέρασμα / Causeway ( Υποψήφιο για Β' Ανδρικού ρόλου - Μπράιαν Ταϊρί Χένρι)

Σκηνοθετικό ντεμπούτο της Λίλας Νοϊγκεμπάουερ με τη Τζένιφερ Λόρενς στον ρόλο μίας μηχανικού του αμερικανικού στρατού, της Λίνσεϊ, η οποία επιστρέφει στην πατρίδα της, λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού από έκρηξη βόμβας στο Αφγανιστάν, όπου και υπηρετούσε. Ο αγώνας της λαβωμένης πρωταγωνίστριας για την αποκατάσταση και η προσπάθεια του να μαζέψει τα σωματικά και ψυχικά της "συντρίμμια" συναντά έναν απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο του μηχανικού αυτοκινήτων Τζέιμς ( Μπράιαν Ταϊρί Χένρι ), με τους δυο τους να επιχειρούν να επουλώσουν τις προσωπικές τους πληγές μέσα από την ιδιότυπη φιλία τους.

Άνθρωποι αποκομμένοι από τους γύρω τους (απόλυτα πετυχημένες και οι δύο ερμηνείες στη δημιουργία αυτού του κλίματος), που αποφεύγουν την οικογένεια και το παρελθόν τους εγκλωβισμένοι στη μοναξιά τους με κύρια διέξοδο την ίδια τη δουλειά τους, βρίσκουν στη μεταξύ τους σχέση τη δύναμη για να επαναπροσδιορίσουν τις ζωές τους. Ταινία ερμηνειών με τη χημεία Λόρενς και Χένρι να είναι εξαιρετική, υπερκαλύπτοντας τις σεναριακές αδυναμίες, κάνοντας τη σχέση μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζευγαριού να δείχνει φυσική, αφήνοντας, παράλληλα, μία αίσθηση ολοκλήρωσης, παρά το γεγονός πως η (αργή) εξέλιξη της ιστορίας αφήνει υπόνοιες, χωρίς να δίνει οριστικές απαντήσεις.     

Bardo: False Chronicle of a Handful of Truths, Netflix
Στον "αχαλίνωτο" κόσμο του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου ( Φωτογραφία Netflix )

Μπάρντο, το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες / Bardo: False Chronicle of a Handful of Truths ( Υποψήφιο για Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας )

Ο πολυβραβευμένος Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου "εξαργυρώνει" τη λευκή επιταγή της επιτυχίας του μέσα από μία ταινία με αυτοβιογραφικά στοιχεία, γεμάτη ευφάνταστες καλλιτεχνικά εικόνες, που απευθύνονται σε όσους βλέπουν τον κινηματογράφο ως τέχνη υψηλής αισθητικής. Ένα ταξίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, την αλήθεια και το ψέμα, την ανάμνηση και την αλήθεια της με τον όρο "Μπάρντο" να συναντάται στον Βουδισμό και να αναφέρεται στη μεταβατική κατάσταση μεταξύ θανάτου και αναγέννησης.

 Ένας Μεξικανός σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ ( Ντανιέλ Χιμένεθ Κάτσο ), ο οποίος και ζει στο Λος Άντζελες, αναζητά την αλήθεια της ζωής του μέσα από ένα ταξίδι στο παρελθόν με αφορμή την επικείμενη βράβευσή του. Οι ομοιότητες με τον ίδιο τον Ινιαρίτου προφανείς, αν και εκείνος δεν έχει χαρακτηρίσει το έργο του ως αυτοβιογραφία. Σε σημεία οι σκηνοθετικές επιλογές έχουν εξεζητημένα αποτελέσματα, σε άλλα δημιουργούν κάποιες από τις ομορφότερες κινηματογραφικά εικόνες, που είχαμε την τύχη να δούμε κατά τη φετινή σεζόν.

 Οι αναφορές στις ζωές των προσφύγων, στην ιστορία του Μεξικού, στην ανάγκη της αναζήτησης της εθνικής και της προσωπικής ταυτότητας μόνο κάποια από τα ζητήματα που θίγονται με τις αλήθειες των νοημάτων να χάνονται σε αρκετές περιπτώσεις από τη σουρεαλιστική τους απόδοση, καθιστώντας το αποτέλεσμα περισσότερο δυσνόητο σε σημεία από όσο θα μπορούσε να είναι. Η πιο προσωπική προσέγγιση αλλά και η εμπλοκή του Ινιαρίτου σχεδόν σε κάθε πτυχή της δημιουργίας της ταινίας ( σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ, παραγωγή ) αφήνουν την εντύπωση του καλλιτεχνικού "ναρκισσισμού". Ας μην ξεχνάμε όμως πως οι μεγάλοι σκηνοθέτες δημιουργούν πρώτα για τους εαυτούς τους και μετά για το κοινό, χωρίς να θεωρείται ως προαπαιτούμενο η καθολική αποδοχή του έργου τους για την επιτυχία του. Από τις ταινίες που διχάζουν, αλλά και σπανίζουν.   

Puss in Boots: The Last Wish, DreamWorks
Κλασική δράση κινουμένων σχεδίων σε μία από τις πιο ολοκληρωμένες και διασκεδαστικές δημιουργίες της DreamWorks ( Φωτογραφία DreamWorks )

Puss in Boots: The Last Wish / Ο Παπουτσωμένος Γάτος: Η Τελευταία Επιθυμία ( Yποψήφιο για Καλύτερη Ταινία Κινουμένων Σχεδίων )

Τι και αν ξεκίνησε σαν συμπρωταγωνιστής του Σρεκ, o Παπουτσωμένος Γάτος της DreamWorks ξεχώρισε και απέκτησε τη δικιά του σειρά ταινιών και τηλεοπτικών εμφανίσεων με την "Τελευταία Επιθυμία" να αποτελεί την καλύτερη ως σήμερα στιγμή του. Υιοθετώντας ένα πιο στιλιζαρισμένο και ευφάνταστο animation στα "χνάρια" του Σπάιντερ - Μαν: Μέσα στο Αραχνο-σύμπαν, με αποτέλεσμα τις εντυπωσιακότερες σκηνές δράσης σε ένα έργο που απευθύνεται σε μικρά και μεγάλα παιδιά, διατηρώντας την παραμυθένια αύρα του αυθεντικού χαρακτήρα. 

 Πίσω από την παιδικότητα κρύβονται σινεφίλ αναφορές στα σπαγκέτι γουέστερν και στις δημιουργίες της Ντίσνεϊ, καθώς και νύξεις σε σοβαρότερα θέματα όπως είναι εκείνα της θνητότητας και του φόβου του θανάτου, αλλά και οι αξίες της ζωής και της νοηματοδότησής της. Όλα αυτά με το γνωστό λατινικό ταμπεραμέντο του χαρακτήρα ( στη φωνή του Παπουτσωμένου Γάτου ο Αντόνιο Μπαντέρας ) σε μία δημιουργία που απευθύνεται και στους απανταχού γατόφιλους.    

Navalny, CNN Films
Η δραματική ιστορία του Αλεξέι Ναβάλνι ( Φωτογραφία CNN Films )

   Navalny ( Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ )

Ο ρωσοουκρανικής καταγωγής δικηγόρος και πολιτικός ακτιβιστής Αλεξέι Ναβάλνι αποτελεί έναν από τους κυριότερους πολιτικούς αντιπάλους του Βλαντίμιρ Πούτιν με το ντοκιμαντέρ να παρουσιάζει τον ίδιο και την οικογένειά του, εστιάζοντας ειδικότερα στις εξελίξεις των τελευταίων ετών. Από την απόπειρα δολοφονίας του με Νοβιτσόκ κατά τη διάρκεια της πτήσης από το Τομσκ στη Μόσχα τον Αύγουστο του 2020, τη νοσηλεία του στη Γερμανία και τις αποκαλύψεις για το οργανωμένο σχέδιο εξόντωσής του όσο εκείνος βρισκόταν στην "εξορία", μέχρι την επιστροφή στη Ρωσία και τη σύλληψή του, η οποία και συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

 Το ντοκιμαντέρ του Ντάνιελ Ρόχερ δεν μένει στα γεγονότα και στις σχετικές αποκαλύψεις, αλλά επιχειρεί να θέσει και δύσκολα ερωτήματα στον Ναβάλνι για τις πολιτικές επιλογές και τις κατηγορίες προς το πρόσωπό του σε μία προδιαγεγραμμένη συγκρουσιακή πορεία του συνεντευξιαζόμενου με το καθεστώς του Πούτιν. 

 Ένα πολιτικό θρίλερ, το οποίο ξεπερνά σε σημεία τις κατασκοπευτικές ταινίες του Χόλιγουντ με την αξία του να βρίσκεται στο δράμα και την ένταση της αλήθειας του. Η βράβευσή του σχετίζεται και με το πολιτικό κλίμα που επικρατεί αυτή τη στιγμή σε μεγάλο μέρος του κόσμου μας, χωρίς να συνδέεται άμεσα με καλλιτεχνικά κριτήρια.

To Leslie, BCDF Pictures
Ρεσιτάλ ερμηνείας από την Αντρέα Ράιζμπορο ( Φωτογραφία BCDF Pictures )

To Leslie / Όσα Φέρνει η Ζωή ( Υποψήφιο για Α' Γυναικείου Ρόλου - Αντρέα Ράιζμπορο )

Το αμερικανικό όνειρο το οποίο μετατρέπεται σε εφιάλτη ενσαρκώνει η Αντρέα Ράιζμπορο με τη μαγνητοσκοπημένη τηλεοπτική σκηνή της εκστασιασμένης Λέσλι Ρόουλαντς με το κερδισμένο λαχείο ανά χείρας μπροστά από τις κάμερες στο ξεκίνημα να αποδεικνύεται γρήγορα "φούσκα" με το έργο να μας μεταφέρει έξι χρόνια αργότερα, όταν και τα χρήματα έχουν σπαταληθεί και η ίδια βρίσκεται βυθισμένη στο αλκοόλ και την απομόνωση.

Βρισκόμενη στο χείλος της καταστροφής και επιβιώνοντας μέσα από την πορνεία η Λέσλι αναζητά καταφύγιο στους λιγοστούς συγγενείς και παλιούς γνωστούς, "φλερτάροντας" διαρκώς με τους εθισμούς της, απειλώντας να συμπαρασύρει στον προσωπικό της κατήφορο και τα αγαπημένα της πρόσωπα.

 Βασισμένο σε αληθινή ιστορία ( αν και το σενάριο δεν είναι από τα πιο δυνατά σημεία της δημιουργίας ) η ταινία στηρίζεται αποκλειστικά στις ερμηνείες με εκείνη της Ράιζμπορο να κυριαρχεί ολοκληρωτικά σε κάθε στιγμή της. Η διαρκής διελκυστίνδα ανάμεσα στα λάθη και τα πάθη του παρελθόντος και στην ανάγκη της να γυρίσει σελίδα και να αλλάξει ζωή κρατούν το ενδιαφέρον με το ελπιδοφόρο και ( δυσανάλογα ευτυχισμένο ) φινάλε περισσότερο να ξενίζει.

Εστιάζοντας στο παρόν και στον αγώνα απέναντι στους προσωπικούς δαίμονες της πρωταγωνίστριας, αφήνονται υπόνοιες για τα όσα συνέβησαν στο μεσοδιάστημα από την ανέλπιστα τυχερή στιγμή της, χωρίς όμως να παρουσιάζεται η σταδιακή κατάρρευση και η αλληλουχία των γεγονότων που μεσολάβησαν, με το χρονικό άλμα να μετατοπίζει το βάρος αποκλειστικά στην παρουσία της Ράιζμπορο και στη ρεαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση του Μάικλ Μόρις, αποδυναμώνοντας τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου.

Αργεντινή 1985, Amazon Studios
Πολιτικό δράμα και δικαστικό θρίλερ με "άρωμα" από Χόλιγουντ ( Φωτογραφία Amazon Studios )

Αργεντινή 1985 ( Yποψήφιο για Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας )

Η δίκη των πρωτεργατών του στρατιωτικού πραξικοπήματος, που ανέτρεψε την Ιζαμπέλ Περόν από Πρόεδρο της Αργεντινής την άνοιξη του 1976 και ακολούθησε μία πολιτική εξόντωσης των αντιπάλων του εξαφανίζοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη μετά από εκείνη της Νυρεμβέργης.

Η ταινία του Σαντιάγο Μίτρε εστιάζει στον εισαγγελέα Χούλιο Στρασέρα ( Ρικάρντο Νταρίν ) και στον δικαστικό του αγώνα απέναντι στους πραξικοπηματίες σε μία "εξωραϊσμένη" κινηματογραφική απόδοση σε μεγάλη και μικρή οθόνη. Ακολουθώντας την κλασική συνταγή της επιτυχίας με στοιχεία χιούμορ, δράσης, αγωνίας και συναισθηματισμού ηρωοποιεί τον πρωταγωνιστή και κρατά το ενδιαφέρον του θεατή, θυμίζοντας τα αμερικανικά δικαστικά δράματα με τον Νταρίν να δίνει μία ακόμα αξιομνημόνευτη ερμηνεία.

 Το πρόβλημα έγκειται στην επιδερμική κάλυψη ενός τόσο σημαντικού γεγονότος με τις μεμονωμένες καταθέσεις και το μάλλον βιαστικό κλείσιμο, χωρίς τις αναφορές στη στήριξη του  Χένρι Κίσινγκερ και της αμερικανικής κυβέρνησης στο χουντικό καθεστώς να οδηγούν σε μία υπεραπλουστευμένη κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας με σεναριακές "προσθήκες" που μάλλον ξενίζουν με την επιτήδευσή τους, απομακρύνοντας από το υποτιθέμενο ρεαλιστικό πλαίσιο του έργου.   

Μπορεί να είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που το ίδιο το γεγονός ξεπερνά την καλλιτεχνική δημιουργία, οι εποχές όμως που ζούμε της "άγνοιας" και της "διάχυσης ευθυνών" των υπευθύνων μαζί με την ανάγκη για δικαιοσύνη και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με δικαστικούς που να αγωνίζονται για το κοινό καλό με αυταπάρνηση και αίσθηση καθήκοντος καθιστούν επίκαιρη και άξια θέασης την ταινία, έστω και με τα προαναφερόμενα μειονεκτήματά της. 

The Whale, A24
Ερμηνεία που "ξεπερνά" την ταινία ( Φωτογραφία Α24 )

The Whale / Η Φάλαινα ( Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου - Μπρένταν Φρέιζερ / Όσκαρ Καλύτερου Μακιγιάζ / Υποψηφιότητα Β' Γυναικείου Ρόλου - Χονγκ Τσάου )

Ο τίτλος της ταινίας είναι ενδεικτικός των παρεξηγήσεων και των παρερμηνειών που προκαλούνται κατά τη θέασή της. Από τη μία η αναφορά στο Μόμπι Ντικ, το κλασικό μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ  με την ομώνυμη γιγαντιαία φάλαινα φυσητήρα, με το λογοτεχνικό έργο να έχει καθοριστική σημασία στην εξέλιξη της κινηματογραφικής ιστορίας και από την άλλη οι συνειρμοί με τη σωματική διάπλαση του Τσάρλι ( Μπρένταν Φρέιζερ ), ο οποίος με τις πελώριες διαστάσεις του γεμίζει κάθε πλάνο της δημιουργίας του Ντάρεν Αρονόφσκι.

 Περισσότερο προσεγγίσιμη από τα όσα μας έχει συνηθίσει ο διάσημος σκηνοθέτης και λιγότερο απρόβλεπτη, με την τόλμη και την πρωτοτυπία της να περιορίζονται στην εικόνα του πρωταγωνιστή , επιχειρώντας να προκαλέσει αντιδράσεις αποκλειστικά μέσω αυτής, κάτι που το πετυχαίνει απόλυτα, αν κρίνουμε από το πόσο η ταινία συζητήθηκε.

 Τα περισσότερα από 250 κιλά του Τσάρλι τον έχουν οδηγήσει στην απομόνωση. Μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο η τηλεόραση, τα διαδικτυακά μαθήματα δημιουργικής γραφής που παρέχει έχοντας κλειστή την κάμερα του υπολογιστή του, και η Λιζ, η νοσοκόμα και αδερφή του πρώην εραστή του, που τον έχει χάσει πριν από χρόνια.

 Τα ελαττώματα της ταινίας σχετίζονται κυρίως με το σενάριο με το διασκευασμένο κείμενο του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ να στηρίζεται σε θεατρικό έργο του ίδιου. Ο περιορισμός του χώρου, απόρροια και των θεατρικών καταβολών του, κάνει ακόμα πιο βασανιστική την παρουσία του Τσάρλι για τον θεατή με τον σκηνοθέτη να "παίζει" με τις δικές μας προκαταλήψεις και ευαισθησίες για την παχυσαρκία και τους παχύσαρκους. 

Πέρα από την παχυσαρκία θίγονται κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται με την αυτοκτονία και την ομοφυλοφιλία, προσδίδοντας και θρησκευτικές προεκτάσεις, τα παραπάνω όμως συμβαίνουν επιφανειακά και λειτουργούν προσχηματικά, επιδιώκοντας να δημιουργήσουν ένα συνονθύλευμα στερεοτυπικών χαρακτηριστικών, μετατρέποντας τον Τσάρλι σε μία συμβολική απεικόνιση όσων μεγάλο μέρος του κόσμου (συνειδητά ή όχι) απεχθάνεται, κατακρίνει και σνομπάρει.

 Ο Αρονόφσκι και το σενάριο δεν προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις ή να περάσουν μηνύματα και να πάρουν θέση στα προαναφερθέντα προβλήματα. Όσοι περιμένουν μία αιτιολόγηση ή μία επεξήγηση των όσων παρουσιάζονται μάλλον θα απογοητευτούν με την ταινία να μένει "στα ρηχά", προσπαθώντας να αναδείξει κατά κύριο λόγο τη δύναμη της εικόνας και τον αντίκτυπο που αυτή έχει σε όλους μας, χωρίς περαιτέρω προβληματισμούς και αναζητήσεις.

Ο ήρωας μένει παγιδευμένος στα πάθη, στις εξαρτήσεις, στη μοναξιά και στις δικές του αντιφάσεις, όταν από τη μία πλευρά διδάσκει την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια στους μαθητές του και από την άλλη ο ίδιος φοβάται να αποκαλύψει τη δικιά του πραγματικότητα σε εκείνους. 

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο ο Μπρένταν Φρέιζερ δίνει μία άκρως απαιτητική ερμηνεία, ζωντανεύοντας έναν δύσκολο ρόλο με τρόπο που ξεπερνά τα προαναφερθέντα εμπόδια για να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που δεν φοβάται να αποκαλύψει τις αδυναμίες του, καταφέρνοντας να βγάλει τη βαθιά ευαισθησία ενός ατόμου με αυτοκαταστροφικές τάσεις, που σβήνει μέσα σε αυτές. Η χροιά της φωνής και το εκφραστικό του βλέμμα είναι εκείνα που κυριαρχούν με το εκπληκτικό μακιγιάζ (η δύναμη της εικόνας που προαναφέραμε) να μένει αμέτοχο στα πιο δυνατά σημεία της παρουσίας του.

Ιστορίες που μένουν ανολοκλήρωτες και κάποιοι δεύτεροι ρόλοι που απογοητεύουν στα αρνητικά ενός κειμένου που δείχνει να λειτουργεί καλύτερα στη θεατρική σκηνή, παρά στην κινηματογραφική οθόνη. Το κλείσιμο το ίδιο αμφιλεγόμενο με την υπόλοιπη ταινία, μπορεί να κατηγορηθεί -και όχι άδικα- πως στοχεύει στον ευσυγκίνητο θεατή.

Το ερώτημα είναι αν τελικά μέσα από το φαινομενικά προφανές ο Αρονόφσκι επιχειρεί να δημιουργήσει μία ακόμα αλληγορία, διαφοροποιώντας στη συγκεκριμένη περίπτωση τον τρόπο που το επιδιώκει. Ο Τσάρλι όπως και η Φάλαινα έχουν πάψει προ πολλού να βρίσκονται σε ρεαλιστικό πλαίσιο (ίσως και να μη βρίσκονται από το ξεκίνημα) με το "λυτρωτικό" φινάλε, όσο όμορφο και αν είναι εικαστικά, να αδυνατεί να νοηματοδοτήσει τους όποιους συμβολισμούς, λειτουργώντας αποκλειστικά και μόνο χάρη στην παρουσία του Φρέιζερ, που μετατρέπει την όποια καθολική θεώρηση σε "προσωπική" υπόθεση, αποδυναμώνοντας τη δυναμική της ταινίας, για να ενισχύσει εκθετικά τον ρόλο του πρωταγωνιστή της. 

Triangle of Sadness, Imperative Entertainment

​​​​​​ Καλοδεχούμενη κοινωνική σάτιρα, αν και όχι στον ίδιο βαθμό πετυχημένη για τα δεδομένα του Ρούμπεν Έστλουντ ( Φωτογραφία Imperative Entertainment )

The Triangle of Sadness / Το Τρίγωνο της Θλίψης ( Yποψήφιο για Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας )

O Ρούμπεν Έστλουντ συνεχίζει την καυστική κοινωνική κριτική μέσα από την αιχμηρή κινηματογραφική ματιά του, αν και σε σημεία η πιο πρόσφατη δημιουργία του "κάνει κοιλιά", μοιάζοντας πιο χοντροκομμένη από τα όσα μας έχει συνηθίσει. Ένα ζευγάρι μοντέλων σε μία πολυτελή κρουαζιέρα με την Christina O του Αριστοτέλη Ωνάση, που μετατρέπεται σε μία αντεστραμμένη μικρογραφία των σύγχρονων κοινωνιών, έχοντας τους πάμπλουτους ταξιδιώτες της να απολαμβάνουν τις διακοπές τους και το προσωπικό του πλοίου να ικανοποιεί με δουλοπρέπεια τις (υπερβολικές) απαιτήσεις τους. 

Ένας Ρώσος μεγιστάνας, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Βρετανών εμπόρων όπλων, ένας αλκοολικός Μαρξιστής καπετάνιος ( ο Γούντι Χάρελσον σε χαρακτηριστικό ρόλο ) είναι ορισμένοι από τους πιο ιδιαίτερους χαρακτήρες, με τη λάμψη του χρήματος και της ομορφιάς να προσπαθεί να καλύψει την ηθική παρακμή της αφρόκρεμας της κοινωνικής πυραμίδας, μέχρι το ναυάγιο και την αλλαγή της ηγεσίας στους νέους κανόνες επιβίωσης που προκύπτουν. 

Βιτριολικό χιούμορ που φτάνει στην υπερβολή σε σημεία με το πρώτο μέρος της περιγραφής των καθημερινών στιγμών του πρωταγωνιστικού ζευγαριού να είναι πιο δεμένο και τα άλλα δύο, του ταξιδιού και της ανατροπής του, να παρουσιάζονται περισσότερο "φλύαρα" με μεμονωμένες αξιοσημείωτες σκηνές. Τα αλληγορικά μηνύματα προφανή με την πλοκή και τη σάτιρα να ακολουθούν προβλέψιμα μονοπάτια, έχοντας την ανατροπή του τελευταίου μέρους να παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον και τον ανοιχτό επίλογο να είναι ταιριαστός με τη ροή και το ύφος της ταινίας. Ο δεύτερος Χρυσός Φοίνικας μέσα σε μία πενταετία μάλλον υπερβολικός με το έργο να διακρίνεται κυρίως για το είδος και τη θεματολογία του και όχι για την πρωτοτυπία και τη φρεσκάδα της απόδοσης των νοημάτων του, στοιχεία που είναι το σήμα κατατεθέν του Έστλουντ. 

Close, Menuet Producties
Η εφηβεία, η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας και η διαμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων στις σύγχρονες κοινωνίες ( Φωτογραφία Menuet Producties )

Close ( Yποψήφιο για Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας )

Μία στενή φιλία μεταξύ δύο δεκατριάχρονων αγοριών, του Λεό και του Ρεμί, αποτελεί το κεντρικό θέμα στο πρώτο μέρος της ταινίας με τον Λούκας Ντοντ να παρουσιάζει διακριτικά τις στιγμές καλοπέρασης στις καλοκαιρινές διακοπές τους. Η μετάβαση στο Γυμνάσιο βγάζει τους δύο νέους από την ανέμελη και ξένοιαστη καθημερινότητα για να τους φέρει στη σκληρή σχολική και κοινωνική πραγματικότητα με τα σχόλια των συμμαθητών να οδηγούν στην απομάκρυνση και στη διάλυση της φιλίας με τραγικές συνέπειες για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

 Ο Ντοντ αφήνει υπόνοιες για τις σεξουαλικές προτιμήσεις των πρωταγωνιστών του, προτιμήσεις που δεν είναι ξεκάθαρες και για τους ίδιους εξαιτίας της ηλικίας τους, με την εφηβεία να αποτελεί την περίοδο του αυτοπροσδιορισμού τους. Διατηρώντας λεπτές ισορροπίες παρουσιάζει με ευαισθησία την τρυφερότητα της παιδικής αθωότητας και των πρώτων σκιρτημάτων, στοιχεία που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον κυνισμό, τις προκαταλήψεις και την ωμότητα των συνομηλίκων τους.

 Δύο χαρισματικοί νεαροί ηθοποιοί, οι Εντέν Νταμπρίν και Γκούσταβ ντε Βάλε, δημιουργούν μία μοναδική κινηματογραφική σχέση, που η εξέλιξή της στην πορεία του έργου αναδεικνύει το πώς οι επιλογές των ατόμων πολλές φορές αποτελούν κοινωνικές κατασκευές και προσταγές. Ειδικά η παρουσία του Εντέν Νταμπρίν είναι καθηλωτική με μία φυσικότητα που σπανίζει, καλύπτοντας σε έναν βαθμό τις απότομες αλλαγές και τα σεναριακά κενά στο τελευταίο μέρος της ταινίας με τον Ντοντ να εστιάζει στην ερμηνεία του νεαρού πρωταγωνιστή του, χωρίς να εμβαθύνει στους υπόλοιπους χαρακτήρες και στον αντίκτυπο που η τραγωδία έχει στις ζωές τους, μένοντας στο συναίσθημα και χάνοντας σε ρεαλισμό και ουσία. Βραβευμένη με το Μέγα Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών.

Marcel, A24
Aξιολάτρευτος και μοναδικός. ο Μαρσέλ έρχεται να δώσει μαθήματα ζωής σε μικρούς και μεγάλους ( Φωτογραφία Α24 )


Marcel the Shell with Shoes On / Μαρσέλ, το κοχύλι με τα παπούτσια ( Yποψήφιο για Καλύτερη Ταινία Κινουμένων Σχεδίων )

Από διασημότητα του YouΤube, πετυχημένος ήρωας βιβλίων, καθώς και ταινιών μικρού μήκους, ο Μαρσέλ των Τζένι Σλέιτ ( σενάριο και φωνή ) και Ντιν Φλέισερ Καμπ ( σκηνοθεσία και σενάριο ) έφτασε και στη μεγάλη οθόνη. Ένα παπουτσωμένο, μονόφθαλμο κοχύλι με χαρακτηριστική φωνή, γεμάτο γλυκύτητα και παιδική αθωότητα στον λόγο και τη σκέψη γίνεται βάιραλ χάρη στα βίντεο του ντοκιμαντερίστα ανθρώπου - "συγκατοίκου" του ( ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Φλέισερ Καμπ, σε μία ταινία μέσα στην ταινία ). Παραπέμποντας στις διαδικτυακές καταβολές του, οι δημιουργοί του έργου παρουσιάζουν τον κόσμο μέσα από την τρυφερή ματιά του Μαρσέλ, ο οποίος αναζητά τους συγγενείς του, έχοντας ως μοναδική συντροφιά τη γιαγιά του και τα "περίεργα", πελώρια όντα της δικιάς μας πραγματικότητας.

Ένας εκπληκτικός συνδυασμός stop motion τεχνικής animation με πραγματικές λήψεις, ζωντανεύουν τον Μαρσέλ και τους φίλους του με το "μπέρδεμα" φαντασίας και πραγματικότητας να οδηγούν σε ένα ιδιαίτερο αισθητικά αποτέλεσμα. Η αναζήτηση των δικών του, η διαχείριση της φήμης, όπως και της απώλειας, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, μαζί με το προσεγμένο κείμενο δημιουργούν μία πρωτότυπη ταινία κινουμένων σχεδίων, η οποία παρουσιάζει σημαντικές έννοιες με αφοπλιστικά απλό τρόπο. Η αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων και ο διαρκής αγώνας του Μαρσέλ αποτελούν πηγή έμπνευσης με το ευτυχισμένο φινάλε να ικανοποιεί, αφήνοντάς μας όμως με την αίσθηση πως θα μπορούσε να είναι πιο ολοκληρωμένο ως προς τα μηνύματά του. 

The Quiet Girl, Bankside Films
 Η σημασία της οικογένειας μέσα από τα μάτια και την καρδιά ενός παιδιού ( Φωτογραφία Bankside Films )

The Quiet Girl / To Ήσυχο Κορίτσι ( Yποψήφιο για Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας )

Η φαινομενικά απλή ιστορία της Κάιτ, ενός μικρού κοριτσιού στην Ιρλανδία των αρχών της δεκαετίας του '80, η οποία μπροστά στη φτώχεια και την αδιαφορία της πολύτεκνης οικογένειάς της, αλλά και στα πειράγματα των συμμαθητών της βρίσκει "καταφύγιο" στη σιωπή. Όταν η μητέρα της μένει για ακόμα μία φορά έγκυος οι γονείς της αναγκάζονται να τη στείλουν σε συγγενικό ζευγάρι, με το οποίο και έρχεται η κόρη τους πρώτη φορά σε επαφή, για τους μήνες του καλοκαιριού.

 Ταινία αργών ρυθμών με προβλέψιμη εξέλιξη, η οποία όμως εστιάζει στις μικρές λεπτομέρειες, που δημιουργούν εκείνες τις όμορφες, καθημερινές συνήθειες, πλημμυρισμένες από την τρυφερότητα και τη γλυκιά ανεμελιά των παιδικών μας χρόνων.

Ο Κόλμ Μπερέιντ, βασιζόμενος στην ηρωίδα της νουβέλας "Foster" της Κλερ Κίγκαν, εστιάζει στην πρωταγωνίστριά του, παρουσιάζοντας την ιστορία μέσα από τη δικιά της οπτική. Ιδανική η επιλογή της πρωτοεμφανιζόμενης Κάθριν Κλιντς, η οποία υπομένει στωικά τη σωματική και την ψυχολογική βία των γύρω της με την απουσία ψυχοσυναισθηματικής στήριξης να την οδηγεί στην αποστασιοποίηση και την απομάκρυνση.

Αυτό το κλείσιμο στον εαυτό της και η επιφύλαξη με την οποία αντιμετωπίζει τους νέους της κηδεμόνες προκαλούν μία πρωτόγνωρη συσσώρευση συναισθημάτων από την απρόσμενη "αγκαλιά" των τελευταίων, η οποία φτάνει στην "έκρηξη" σε μία αλησμόνητη κινηματογραφικά τελευταία σκηνή, που έρχεται ως υπενθύμιση των όσων προηγήθηκαν για να συγκινήσει και να αναδείξει το τι σημαίνει η λέξη αγάπη και το πώς αυτή μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις και την ίδια την οικογένεια.  

Living, British Film Institute
Ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό Déjà vu ( Φωτογραφία British Film Institute)

Living / Αισθάνομαι Ζωντανός ( Υποψηφιότητες Α' Ανδρικού Ρόλου - Μπιλ Νάι / Διασκευασμένου Σεναρίου )

Βασισμένο στο αριστουργηματικό "Ikiru" ( "Ο Καταδικασμένος" ) του Ακίρα Κουροσάβα και διασκευασμένο από τον πολυβραβευμένο Ιαπωνοβρετανό Καζούο Ισιγκούρο το "Αισθάνομαι Ζωντανός" μένει πιστό στη δομή και την ιστορία του πρωτότυπου έργου, μεταφέροντάς μας για ακόμα μία φορά σε μία κινηματογραφική ωδή για τη ζωή μέσα από τον θάνατο.

 Παραμένοντας στην ίδια χρονική περίοδο  ( αρχές της δεκαετίας του '50 ), αλλάζοντας όμως τον τόπο με τo μεταπολεμικό Λονδίνο να αντικαθιστά την Ιαπωνία και τα ρετρό χρώματα της περιόδου να έρχονται στη θέση της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του αυθεντικού, η ταινία διατηρεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο τον μεσήλικα υπεύθυνο μιας δημόσιας υπηρεσίας, ο οποίος έχει μπει σε μία ρουτίνα γραφείου - σπιτιού - γραφείου που κρατά τριάντα χρόνια, μέχρι που η συνθήκη της επανάληψης παύει να ισχύει με τη διάγνωση καρκίνου του στομάχου. Του μένουν λίγοι μήνες ζωής και ψάχνει να βρει τον τρόπο για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.

Ο Μπιλ Νάι ως κύριος Γουίλιαμς συνεχίζει επάξια στη διαδρομή που χάραξε ο Τακάσι Σιμούρα στον θρυλικό ρόλο του Κένζι Γουατανάμπε με μία ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία και λεπτότητα, η οποία ταιριάζει με τη βρετανική ακρίβεια και την ιαπωνική ιδιοσυγκρασία του "Καταδικασμένου". Η γραφειοκρατία και η τυπολατρία διατηρούνται αναλλοίωτες, όπως και η συνειδητοποίηση της λανθασμένης πορείας, όταν μπροστά στον θάνατο αναθεωρούνται οι αξίες και οι προτεραιότητες της ίδιας της ζωής. 

Όπως και στο Ikiru, έτσι και εδώ γίνεται αντιληπτή η αποξένωση που κεντρικού ήρωα από το παιδί του, τους συνεργάτες, τους γείτονες, τους πολίτες που απευθύνονται στην υπηρεσία του, αποξένωση που καταλήγει στην απομόνωση και από τον εαυτό του και τις βαθύτερες ανάγκες του.

 Το μειονέκτημα του "Αισθάνομαι Ζωντανός" είναι πως ο 
σκηνοθέτης Όλιβερ Ερμάνους ακολουθεί το σενάριο του Ισιγκούρο και τη δημιουργία του Κουροσάβα με απόλυτη πειθαρχία και αυστηρότητα, μένοντας τελικά στη σκιά του Ikiru με τον Νάι να σηκώνει το βάρος της όποιας ουσιαστικότερης διαφοροποίησης της εν λόγω διασκευής. Κατά έναν τρόπο αυτό είναι και το ζητούμενο με τις συγκρίσεις να οδηγούν στη διαπίστωση πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουμε και τόσο πολύ στην πάροδο του χρόνου.

Οι διαφορετικοί χαρακτήρες μας μοιάζουν με ξεχωριστά κουστούμια, που παραμένουν εκεί με ή χωρίς εμάς, περιμένοντας τους επόμενους που θα έρθουνε να τα φορέσουν, αντικαθιστώντας τους προηγούμενους. Το ερώτημα που θέτει το "Αισθάνομαι Ζωντανός", όπως και "Ο Καταδικασμένος" πριν από αυτόν, είναι το αν θα μείνουμε με το ίδιο κουστούμι μέχρι το τέλος ή αν έχουμε τη θέληση να το αλλάξουμε με κάποιο περισσότερο "φωτεινό" για εμάς και τους γύρω μας.

Fire of Love, Sandbox Films
Όταν αγάπη και επιστήμη πάνε μαζί ( Φωτογραφία Sandbox Films )

Fire of Love / Η Φωτιά της Αγάπης ( Υποψήφιο για Καλύτερου Ντοκιμαντέρ )

 Η Φωτιά της Αγάπης αποδεικνύει πως κάποιες φορές ο έρωτας και η επιστήμη μπορούν να συνυπάρξουν. Το ντοκιμαντέρ της Σάρα Ντόζα είναι αφιερωμένο
στο ζευγάρι των διάσημων ηφαιστειολόγων Μόρις και Κάτιας Κραφτ, που μοιράστηκαν πέρα από τις ζωές τους και την αγάπη τους για τα ηφαίστεια. Εντυπωσιακές εικόνες μίας πλευράς του κόσμου μας, την οποία οι περισσότεροι αγνοούμε, σε μία σχέση ζωής που κράτησε πάνω από 20 χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του '60 μέχρι και τη φονική έκρηξη του ηφαιστείου Ούνζεν της Ιαπωνίας στις 3 Ιουνίου του 1991.  

Δύο άνθρωποι απόλυτα αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο και από κοινού στην επιστήμη τους, που επέλεξαν να ζήσουν στην κόψη του ξυραφιού, αφήνοντας στην άκρη τα όποια σχέδια για παιδιά και οικογένεια. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει μία εξωπραγματική καθημερινότητα από ενεργό ηφαίστειο σε ενεργό ηφαίστειο για χάρη της επιστήμης και της τρέλας για την έρευνα με λεπτομέρειες που σχετίζονται με τις κατηγοριοποιήσεις των ηφαιστείων και τον τρόπο δημιουργίας και λειτουργίας τους.

Ο τρόπος της εξιστόρησης της πορείας τους μόνο κουραστικός δεν είναι, εξαιτίας των ξεχωριστών προσωπικοτήτων και των απλών και γλαφυρών περιγραφών ειδικότερα του Μόρις, με το τραγικό κλείσιμο να καθιστά αυτήν την ιστορία αγάπης, τόσο ως προς τον σύντροφο όσο και ως προς την επιστήμη, μοναδική.

All Quiet on the Western Front, Netflix
Αντιπολεμικό δράμα που δεν έχει να ζηλέψει τις αντίστοιχες αμερικανικές υπερπαραγωγές ( Φωτογραφία Netflix )

All Quiet on the Western Front / Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο ( Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας / Διεύθυνσης Φωτογραφίας / Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης / Πρωτότυπης Μουσικής και Υποψήφιο για Καλύτερης Ταινίας / Διασκευασμένου Σεναρίου / Οπτικών Εφέ / Ήχου / Μακιγιάζ )

Το πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ μεταφέρεται για τρίτη φορά στη μεγάλη οθόνη σε μία γερμανική υπερπαραγωγή, που καταφέρνει να απεικονίσει με επιτυχία τη βία και τον παραλογισμό του πολέμου. Ο Έντουαρντ Μπέργκερ, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο, στηρίζεται στο αυθεντικό υλικό και σε μεγάλο βαθμό μένει πιστός στο πνεύμα του, με τις αλλαγές του έργου να το διαφοροποιούν σε σημεία αισθητά, αφήνοντας ανάμεικτες εντυπώσεις.

 Οι κεντρικές ιδέες του βιβλίου επανέρχονται με την άγνοια και τον εθνικισμό να παρασύρουν τους νέους στην πρώτη γραμμή του πολέμου, για να έρθει η σκληρή πραγματικότητα των χαρακωμάτων να οδηγήσει στην απομυθοποίηση ιδεών, αξιών και προσώπων, στη διάψευση των προσδοκιών και στην αναθεώρηση των όσων έχουν σημασία στη ζωή, μπροστά στον φόβο του θανάτου. Επαναφορά στη ρεαλιστική απεικόνιση του Α' Παγκοσμίου πολέμου σε μία δημιουργία με εμμονή στις τεχνικές λεπτομέρειες και στην οπτικοακουστική πιστότητα με το αποτέλεσμα να είναι εφάμιλλο των κορυφαίων (αντι)πολεμικών ταινιών του Χόλιγουντ.

Οι όποιες ενστάσεις αφορούν το περιεχόμενο με την ταινία να προσπερνά στα γρήγορα τη στρατολόγηση των νεαρών πρωταγωνιστών. Κεντρικό πρόσωπο παραμένει ο Πάουλ Μπάουμερ ( πετυχημένη η επιλογή του Φέλιξ Κάμερερ ), υποβαθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Έμφαση δίνεται στις μάχες και τα ( εντυπωσιακά ) ειδικά εφέ, χωρίς όμως να χάνεται το αντιπολεμικό ύφος με την απεικόνιση της βίας να μην ηρωοποιεί, αλλά να παρουσιάζει με ωμότητα την αποκτήνωση του ανθρώπου στο πεδίο της μάχης, ενισχύοντας τα μηνύματα του έργου.

Ο Μπέργκερ δεν απομακρύνει τον ήρωά του από τον πόλεμο για να τον φέρει πίσω στην οικογένειά του ( όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα, αποκαλύπτοντας τα τραύματα και τις αλλαγές στην ψυχή και το πνεύμα του ) αποδυναμώνοντας τη δυναμική του βιβλίου. Οι συντελεστές της ταινίας επιλέγουν αντ' αυτού να μας δώσουν μία ευρύτερη εικόνα της πολεμικής μηχανής μέσα από την παράλληλη ιστορία των στρατηγών και των διπλωματών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τους στρατιώτες ως αναλώσιμα πιόνια στη "σκακιέρα" των προσωπικών τους φιλοδοξιών με την ψυχρή λογική ( σε ορισμένες περιπτώσεις του παραλόγου ) να μετατρέπει τις ανθρώπινες υπάρξεις σε νούμερα. Αυτή η διαφοροποίηση επιτρέπει και την αλλαγή στο κλείσιμο με τον άδοξο επίλογο της ταινίας να μην αφήνει το ίδιο συναισθηματικό αποτύπωμα και να υστερεί σε σχέση με το πρωτότυπο.

Μένει λοιπόν η εντυπωσιακή αναπαράσταση της βιαιότητας του πολέμου και των ψυχολογικών του επιπτώσεων σε όσους βρίσκονται στην εμπόλεμη ζώνη με την προσθήκη της άγνοιας και της αδιαφορίας (επιβεβλημένης λόγω των καταστάσεων ή μη) των στρατιωτικών και πολιτικών υπευθύνων, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως ένα παιχνίδι εξουσίας με θύματα τους ίδιους τους φαντάρους. Οι αλλαγές στο σενάριο ακολουθούν τη βασική πλοκή του βιβλίου, χωρίς να είναι το ίδιο ουσιαστικές ως προς τον τρόπο που το πετυχαίνουν, αφήνοντας την αίσθηση πως υπολείπονται σε σχέση με το εξαιρετικό τεχνικό μέρος, παραπέμποντας σε μία ακόμα καλαίσθητη απόδοση των όσων έχουμε ήδη ξαναδεί. Κρίνοντάς το για αυτό που είναι, αφήνοντας τις συγκρίσεις με το έργο του Ρεμάρκ, αποτελεί μία επική αντιπολεμική ταινία, που συνδυάζει τα υψηλά επίπεδα παραγωγής με την ουσία του περιεχομένου της.
 

All the Beauty and the Bloodshed, ΗΒΟ
Το πιο ολοκληρωμένο ντοκιμαντέρ ( τόσο αισθητικά όσο και ως προς το περιεχόμενο ) της φετινής απονομής (Φωτογραφία HBO)

All the Beauty and the Bloodshed ( Υποψήφιο για Καλύτερου Ντοκιμαντέρ )

Βραβευμένο με τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας το "All the Beauty and the Bloodshed" των Λόρα Πόιτρας και Ναν Γκόλντιν για τη ζωή της δεύτερης αποτελεί ένα δαιδαλώδες δημιούργημα, το οποίο καταφέρνει να συνδυάσει την προσωπική ιστορία, τον ακτιβισμό, την τέχνη και την περιγραφή μίας ολόκληρης εποχής μέσα στη δίωρη διάρκειά του. Ξεκινώντας ως ένα αυτοβιογραφικό φιλμ της Γκόλντιν, προχώρησε σε μία συνεργασία μεταξύ της διάσημης φωτογράφου και της Πόιτρας με το αποτέλεσμα να συνδυάζει φωτογραφίες από τα οικογενειακά άλμπουμ, τα φωτογραφικά λευκώματα με το υλικό από τις εκθέσεις της, αποσπάσματα από ταινίες του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου των δεκαετιών του '70 και του ´80 και σκηνές από το προσωπικό αρχείο αλλά και τον αγώνα της Γκόλντιν κατά της φαρμακοβιομηχανίας της οικογένειας Σάκλερ και της οπιοειδούς οξυκωδόνης, που ευθύνεται για εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 Ένα ταξίδι στον χρόνο με διαρκείς μεταβάσεις ανάμεσα στο παρελθόν και στο σήμερα. Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια και το τραύμα της αυτοκτονίας της μεγαλύτερης αδερφής της Μπάρμπαρα, λόγω της μη αποδοχής της σεξουαλικής της ταυτότητας από το οικογενειακό περιβάλλον, στις διαμαρτυρίες στις αίθουσες των μουσείων με τις δωρεές των Σάκλερ. Από τη διέξοδο της φωτογραφίας και της έντονης ζωής του περιθωρίου, που οδήγησαν στην αυθεντικότητα της τέχνης της, στη δικαστική διαμάχη για τη δικαίωση των θυμάτων και την τιμωρία των θυτών τους. Από τη μάστιγα του AIDS και την απώλεια γνωστών και φίλων στην απόσυρση των ονομάτων εκείνων που συνεχίζουν με τα προϊόντα τους να σκοτώνουν. 

Η συσχέτιση τέχνης, πολιτικής και ακτιβισμού, ο αποστιγματισμός συνανθρώπων μας, όπως είναι οι ιερόδουλες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, οι κακοποιημένες γυναίκες και οι τοξικομανείς, η ευαισθητοποίηση απέναντι στη διαφορετικότητα από τα προσωπικά βιώματα και ο διαρκής αγώνας για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων του περιθωρίου. Αν και σε σημεία αυτές οι εναλλαγές αφήνουν την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά ντοκιμαντέρ, δημιουργώντας μεμονωμένα μία αποσπασματική αίσθηση, στο τέλος αυτές οι ιστορίες "δένουν", παρουσιάζοντας τη συνολική πορεία της Γκόλντιν και το πώς έφτασε μέσω της τέχνης της να διεκδικεί με πάθος, τόλμη και αφοσίωση τη δικαίωση των συνανθρώπων της.

Guillermo del Toro's Pinocchio, Netflix
Αριστουργηματικό stop-motion παραμύθι για μικρούς και μεγάλους ( Φωτογραφία Netiflix )

Guillermo del Toro's Pinocchio / Πινόκιο του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο ( Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων )

Μια ιδέα που στριφογύριζε στο μυαλό του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο για περισσότερο από 15 χρόνια, πάνω από δυόμιση χρόνια γυρισμάτων σε ένα κινηματογραφικό παραμύθι πιο σκοτεινό από τα συνηθισμένα, απόλυτα ταιριαστό όμως με τη φιλμογραφία του δημιουργού του. H νεότερη εκδοχή της κλασικής ιστορίας του Πινόκιο ( σκηνοθεσία μαζί με Μαρκ Γκούσταφσον και σενάριο σε συνεργασία με τον Πάτρικ ΜακΧέιλ ) αποτελεί τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία με την τεχνική του stop motion και διακρίνεται για τους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα και τα σκηνικά της με τις φτιαγμένες στο χέρι εικόνες να θυμίζουν τους παλιούς, καλούς τεχνίτες, που με μεράκι, ταλέντο και υπομονή δημιουργούσαν καθημερινά αντικείμενα - έργα τέχνης.

Προσθήκες και διαφοροποιήσεις σε σχέση με την αυθεντική ιστορία γεμάτες αλληγορία και φαντασία με αναφορές στον φασισμό, στη σημασία της διαφορετικότητας και της αποδοχής, στην αξία της φιλίας, στη σχέση πατέρα και παιδιού (κλασικά σεναριακά μοτίβα του ντελ Τόρο), που δίνουν σε στιγμές μία αποσπασματική εικόνα, αποτέλεσμα των περιορισμών της τεχνολογίας, αλλά και του "τρεξίματος" της ιστορίας στην προσπάθεια να χωρέσουν όλα τα προαναφερθέντα. Αυτές οι αλλαγές με τη γοτθική αισθητική είναι πιο κοντά στο στιλ του σκηνοθέτη και οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα που απευθύνεται περισσότερο στις ηλικίες άνω των 8, καθώς και σε όσους παραμένουν στην καρδιά τους παιδιά, θέλοντας να δουν μία το ίδιο αθώα, αλλά λιγότερο παιδική απόδοση της γνωστής ιστορίας.

Στις φωνές των χαρακτήρων γνωστά ονόματα ( Ντέιβιντ Μπράντλεϊ ως Τζεπέτο, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ εξαιρετικός στον ρόλο του γρύλου, Μπερν Γκόρμαν, Ρον ΠέρλμανΤζον ΤουρτούροΦιν ΓούλφχαρντΚέιτ Μπλάνσετ, Τιμ Μπλέικ ΝέλσονΚρίστοφ Βαλτς και Τίλντα Σουίντον). Ιδανική η επιλογή του μικρού Γκρέγκορι Μαν στη φωνή του Πινόκιο.

Αξίζει να δείτε το πώς γυρίστηκε. Θα εκτιμήσετε πιο πολύ τη λεπτοδουλειά στην υλοποίηση και την παραγωγή του.

The Fabelmans, Universal Pictures
Όταν ο κινηματογράφος γίνεται προσωπική υπόθεση ( Φωτογραφία Universal Pictures)

The Fabelmans ( Υποψηφιότητες για Καλύτερης Ταινίας / Σκηνοθεσίας / Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης / Α' Γυναικείου Ρόλου - Μισέλ Ουίλιαμς / Β' Ανδρικού Ρόλου - Τζουντ Χιρς / Πρωτότυπης Μουσικής / Πρωτότυπου Σεναρίου )

Η οικογένεια Φάμπελπανς θα μπορούσε να είναι εκείνη του Στίβεν Σπίλμπεργκ με τη μυθοπλασία του σινεμά να συναντά την πραγματικότητα ενός εκ των κορυφαίων δημιουργών του σε μία από τις πιο προσωπικές χολιγουντιανές δημιουργίες που έχουμε να θυμόμαστε, γεμάτη αγάπη για την ίδια την έβδομη τέχνη.

Μπορεί λοιπόν ο Σπίλμπεργκ να χαρακτηρίζει το έργο του ως "ημιαυτοβιογραφικό", θέλοντας να αποφύγει την ταύτιση και τους συσχετισμούς με τους χαρακτήρες του, στην πράξη όμως το μόνο που αλλάζει στις περισσότερες από τις σκηνές είναι το όνομά τους. Το πάθος με τον κινηματογράφο από μικρή ηλικία, ο εντυπωσιασμός από τη σκηνή του τρένου στο "Όγδοο Θαύμα" του Σεσίλ ντε Μιλ, στην πρώτη του επαφή με τη σκοτεινή αίθουσα, και οι εμμονικές προσπάθειες στο να την αναπαραστήσει στο σπίτι με το τρενάκι του, που οδήγησαν τη μητέρα του στην αγορά μίας κάμερας για να την απαθανατίσει και μία πληθώρα ταινιών μικρού μήκους σε φιλμ των 8 χιλιοστών στα μετέπειτα χρόνια αποτελούν τα πρώτα καλλιτεχνικά "σκιρτήματα" του ίδιου του Στίβεν Σπίλμπεργκ.

Οι ομοιότητες προχωρούν και στην προσωπική του ζωή με τα προβλήματα στη σχέση των γονιών του, τον ρατσισμό για την εβραϊκή καταγωγή του, τις τρεις μικρότερες αδερφές - συμπρωταγωνίστριες των ταινιών του για να φτάσουμε στην τελευταία σκηνή με τη συνάντηση του εκκολαπτόμενου ταλέντου - πρωταγωνιστή με τον σκηνοθέτη - θρύλο Τζον Φορντ, η οποία βασίζεται σε αληθινό γεγονός και περιλαμβάνει τη λέξη προς λέξη μεταφορά του διαλόγου τους περί κινηματογραφικών οριζόντων με ένα μοναδικό τελευταίο πλάνο, γεμάτο με το χιούμορ, τον αυθορμητισμό και την ευαισθησία μίας άλλης εποχής.

Ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ έδειξε στους συνεργάτες του οικογενειακές φωτογραφίες, τα φιλμάκια που είχε γυρίσει ( τα οποία και ξαναδημιούργησε με μεγάλη πιστότητα για τις ανάγκες του έργου με τη βοήθεια του κινηματογραφιστή Γιάνους Καμίνσκι ) και μοιράστηκε μαζί τους προσωπικές στιγμές και αναμνήσεις, βάζοντάς τους στο κλίμα της ταινίας, με τη συγκίνηση να είναι φανερή στο πρόσωπό του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της. Το άγχος του εδώ και δεκαετίες καταξιωμένου 76χρονου δημιουργού στην πρεμιέρα του φεστιβάλ του Τορόντο ενδεικτικό της ανασφάλειάς του σε αυτήν την περίπτωση με την "ημι-αυτοβιογραφία" να αποτελεί έναν άτυπο τρόπο υποβιβασμού μίας καθαρά προσωπικής δουλειάς, στην οποία αποκαλύπτονται ο ίδιος και η οικογένειά του.

 Κεντρική θέση στο έργο, όπως και στη ζωή του Σπίλμπεργκ, έχoυν οι γονείς του, με τον εργασιομανή και γκατζετάκια ηλεκτρονικό μηχανικό πατέρα (Πολ Ντέινο) να βρίσκεται στο άλλο άκρο σε σχέση με την υπερευαίσθητη μουσικό μητέρα με την καλλιτεχνική φλέβα (Μισέλ Ουίλιαμς), επιβεβαιώνοντας στο ξεκίνημα το ρητό πως τα ετερώνυμα έλκονται. Στην πορεία αποκαλύπτονται τα κενά στη σχέση τους και η αδυναμία επικοινωνίας και αρμονικής συνύπαρξης, παρά το γεγονός πως υπάρχει αμοιβαία αγάπη και εκτίμηση.

Μπορεί λοιπόν αυτή η συνένωση των αντιθέτων να βοήθησε τα μέγιστα την καριέρα του διάσημου σκηνοθέτη, δίνοντάς του το τεχν(ολογ)ικό υπόβαθρο από τη μία και το καλλιτεχνικό αισθητήριο από την άλλη, υπήρξε όμως καταστροφική για την ευτυχία των δικών του. Ο Σπίλμπεργκ τολμά να διεισδύσει και να αποκαλύψει με ειλικρίνεια κάποιες από τις πιο προσωπικές στιγμές του ζευγαριού και κατ' επέκταση του εαυτού του, παρουσιάζοντας τη ζωή του όχι μέσα από τα μάτια του μικρού παιδιού, που o ίδιος ήταν όταν τις βίωνε, αλλά υπό το πρίσμα της ωριμότητας που έχει στο σήμερα, συγχωρώντας τα όποια λάθη, αντιλαμβανόμενος τους λόγους των αποφάσεων που άφησαν τα τραύματά τους με το σινεμά να αποκτά έναν καθαρτικό και θεραπευτικό ρόλο.

Η Μισέλ Ουίλιαμς σε μία από τις πιο δυνατές ερμηνείες της καριέρας της, ακροβατώντας ανάμεσα στην κατάθλιψη, το απωθημένο της μεγάλης καριέρας ως πιανίστριας, που ποτέ δεν ήρθε, τα αδιέξοδα των οικογενειακών υποχρεώσεων, την αγάπη για την οικογένεια, η οποία δεν μπορεί να καλύψει τον ανύπαρκτο έρωτα με τον σύζυγό της. Μία γυναίκα που διαρκώς "βουλιάζει", προσπαθώντας να κρατήσει τους υπόλοιπους στην επιφάνεια με την απόγνωση και τη συναισθηματική της αμφιταλάντευση να είναι συνεχώς παρούσες. Η σκηνή του χορού υπό το φως των προβολέων των αυτοκινήτων, που τέμνει το σκοτάδι για να αγκαλιάσει το σώμα της, δίνοντάς του μία αιθέρια αύρα, από τις πιο ονειρικές της σεζόν που μας πέρασε.

Η κινηματογραφική εξομολόγηση του Στίβεν Σπίλμπεργκ αναδεικνύει το πώς οι προσωπικές εμπειρίες των δημιουργών διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις καλλιτεχνικές τους επιλογές, αλλά και το πόσο αλληλεπιδραστικές μπορούν να γίνουν οι μεταξύ τους σχέσεις, αποτελώντας μία από τις πιο προσωπικές χολιγουντιανές δημιουργίες, που έχουμε να θυμόμαστε, γεμάτη αγάπη για το ίδιο το σινεμά.

Tar, Focus Features
Μία από τις καλύτερες ερμηνείες που θα έχουμε να θυμόμαστε ( Φωτογραφία Focus Features )

Tar ( Υποψήφια για Α' Γυναικείου Ρόλου - Κέιτ Μπλάνσετ / Καλύτερης Ταινίας / Σκηνοθεσίας / Διεύθυνσης Φωτογραφίας / Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου / Μοντάζ )

Το Tar είναι η Κέιτ Μπλάνσετ, φράση που δεν επισημαίνει τις (ανύπαρκτες) αδυναμίες της τελευταίας δημιουργίας του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τοντ Φιλντ, αλλά, αντιθέτως, υπερτονίζει το αστείρευτο ερμηνευτικό ταλέντο της κορυφαίας ηθοποιού, σε μία ταινία - κομψοτέχνημα στα δομικά της στοιχεία.

H παρουσία της Μπλάνσετ ως της πρώτης γυναίκας μαέστρου της Φιλαρμονικής του Βερολίνου είναι απόλυτα πιστευτή, με τον ρόλο της Λίντια Ταρ να ζωντανεύει επί της οθόνης με τρόπο που σαγηνεύει, κάνοντας τον θεατή να θεωρεί πως το πρόσωπο είναι πραγματικό. Μία καταξιωμένη μουσικός, στην κορυφή ενός αντροκρατούμενου χώρου, προετοιμάζοντας με την ορχήστρα της την Πέμπτη Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ, δίνοντας συνεντεύξεις για την καριέρα και τη ζωή της ως αστέρι της κλασικής μουσικής, ετοιμάζοντας, παράλληλα, την αυτοβιογραφία της, δημιουργεί μία περσόνα γεμάτη συμβολισμούς για την ανταγωνιστική εποχή μας, για τη δόξα και την αίγλη της, για την τελειομανία και την εμμονή με την τέχνη που γίνεται επάγγελμα.

Εκ πρώτης όψεως το "Tar" είναι μία δημιουργία που αφορά την κλασική μουσική με μικρές λεπτομέρειες στους διαλόγους, που μας βάζουν στο παρασκήνιο της ζωής των ανθρώπων της, αποκαλύπτοντας το πάθος των καλλιτεχνών του χώρου για τους οποίους η ενασχόλησή τους αποτελεί τρόπο ζωής, αλλά και με ευρύτερες αναφορές, όπως είναι εκείνες σε υπαρκτά πρόσωπα, καθώς και η συμπερίληψη αληθινών μουσικών με την πραγματική τους ιδιότητα.

Στην πορεία ο Φιλντ προχωρά σε κοινωνικές αναφορές, που ξεπερνούν τα όρια της υψηλής τέχνης. Η επαγγελματίας - καλλιτέχνιδα βρίσκεται απέναντι στον άνθρωπο, που κρύβεται πίσω από τη φαινομενικά αψεγάδιαστη εικόνα της. Το ταλέντο μαζί με τον ναρκισσισμό, η λατρεία με το μίσος, η δόξα με την ύβρη, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος με την ταινία να κινείται ανάμεσα στο άτομο και στον κοινωνικό του περίγυρο και στο πώς αυτά τα δύο αλληλεπιδρούν από τη μία ανάγοντας τα πρόσωπα σε ήρωες, αυθεντίες και πρότυπα και από την άλλη αποκαθηλώνοντάς τα για φήμες και για λάθη στην προσωπική και στην καθημερινή τους ζωή.      

Τελικά η προβολή και η πίεση της επιτυχίας και της φήμης είναι που δημιουργούν τα πάθη ή αυτά προϋπάρχουν; Ποια η προσωπική ευθύνη του καλλιτέχνη και ποια εκείνη της κοινωνίας, που στέκεται διαρκώς πίσω από την "κλειδαρότρυπα" των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης παρακολουθώντας με ανυπομονησία για να κρίνει και να σχολιάσει, θέλοντας άλλες φορές να "κλέψει" από τη διασημότητα και τη λάμψη των ειδώλων της και άλλες να χλευάσει και να αποδομήσει με την ίδια ευκολία, αδιαφορώντας για την αλήθεια και τους λόγους, λησμονώντας μονομιάς τις επιτυχίες που προηγήθηκαν. Κατά έναν τρόπο το "Τar" παρουσιάζει τον σύγχρονο πολιτισμό και τη σημερινή κοινωνία θέτοντας τα ερωτήματα, αφήνοντας τον θεατή να δώσει τις δικές του απαντήσεις και να προσδιορίσει τον ρόλο, αλλά και τη θέση του απέναντι στα όσα συμβαίνουν.

 Το ταλέντο της πρωταγωνίστριας τίθεται υπό αμφισβήτηση εξαιτίας άτυχων στιγμών και δηλώσεών της, αποτέλεσμα της πίεσης και της αίγλης της εξουσίας με την ταινία να αποκαλύπτει σταδιακά τα ελαττώματα, τα κενά και τις αδυναμίες του χαρακτήρα της με το ερώτημα του εάν αυτά σχετίζονται με τα αίτια ή με το τίμημα της καλλιτεχνικής της επιτυχίας να παραμένει αναπάντητο μέχρι και το κλείσιμο.

 Καθηλωτική η Μπλάνσετ στην κορυφαία ίσως ερμηνεία της μεστής καριέρας της ενσαρκώνει έναν πολυδιάστατο ρόλο με αψεγάδιαστη φυσικότητα και σε απόλυτη αρμονία με τη σκηνοθεσία του Φιλντ, μετατρέποντας στην πορεία του έργου το πρόσωπο της Λίντιας σε σύμβολο της εποχής μας.

Inisherin, Searchlight Pictures
Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα παρουσιάζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο την ιλαροτραγωδία της ίδιας της ζωής (Φωτογραφία Searchlight Pictures)

The Banshees of Inisherin / Τα Πνεύματα του Ινισέριν ( Υποψήφιο για Α' Ανδρικού Ρόλου - Κόλιν Φάρελ / Β' Γυναικείου Ρόλου - Κέρι Κόντον / Β' Ανδρικού Ρόλου - Μπρένταν Γκλίσον / Β' Ανδρικού Ρόλου - Μπάρι Κίγκαν / Καλύτερης Ταινίας / Σκηνοθεσίας / Πρωτότυπου Σεναρίου / Μοντάζ / Πρωτότυπης Μουσικής )

Η νεότερη δημιουργία του κορυφαίου σεναριογράφου Μάρτιν ΜακΝτόνα μοιάζει εκ πρώτης όψεως με μία γλυκόπικρη κωμωδία για δύο φίλους, του Κολμ ( Μπρένταν Γκλίσον ) και του Παντράικ ( Κόλιν Φάρελ ),  στο Ινισέριν, ένα φανταστικό ιρλανδικό χωριό των αρχών της δεκαετίας του '20 του περασμένου αιώνα, με τον πρώτο να αποφασίζει να ξεκόψει για να αφοσιωθεί στο βιολί και στη μουσική, παρέα με τη μοναξιά του. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται μία ιδιοφυής αλληγορία με τα "πνεύματα" του τίτλου να προϊδεάζουν για αυτό, το ονειρικό σκηνικό του άγριου τοπίου να λειτουργεί άλλες φορές ως ησυχαστήριο και άλλες ως χώρος απομόνωσης, δημιουργώντας μία μοναδική ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες να αποκτούν συμβολική χροιά, "μιλώντας μας" για την αξία της φιλίας, της επικοινωνίας και της κοινωνικοποίησης, αλλά και για το πώς αυτές συνυπάρχουν ή συγκρούονται με τις προσωπικές ανάγκες και φιλοδοξίες, διαφοροποιώντας τη σημασία του ανήκειν.

 Το κείμενο του ΜακΝτόνα είναι, ως είθισται, πολυεπίπεδο, έχοντας πρωταγωνιστές με βάθος, απόρροια και της εμπειρίας του από τη συγγραφή θεατρικών έργων. Κερδίζει τις εντυπώσεις ο αγαθιάρης Παντράικ με τον Κόλιν Φάρελ σε μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές παρουσίες του. Στη ροή του έργου αποδεικνύεται πως ο φαινομενικά αθώος χαρακτήρας του κρύβει ψεγάδια, δικαιολογώντας εν μέρει και την απόφαση του Κολμ στο να απομακρυνθεί από κοντά του.

Στον αντίποδα ο φαινομενικά αδικαιολόγητα ψυχρός και βλοσυρός Κολμ έχει απρόσμενες στιγμές τρυφερότητας με τις ακραίες αντιδράσεις του στην προσκόλληση του Παντράικ να ξεφεύγουν από το όποιο ρεαλιστικό πλαίσιο με το στοιχείο της έκπληξης να συναντά εκείνο του αλλόκοτου και του απόκοσμου, μετατρέποντας τα πρόσωπα και τις ενέργειές τους σε έννοιες με μεταφορικές ερμηνείες. Μοναδική η χημεία Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον σε ένα δίδυμο γεμάτο αντικρουόμενα συναισθήματα. 

 Εξίσου σημαντικοί και οι δεύτεροι ρόλοι δημιουργούν την πληρέστερη από πλευράς ερμηνειών ταινία της φετινής κινηματογραφικής σεζόν με εκείνους της ευφυούς και δυναμικής Σιομπάν, της αδερφής του Παντράικ, της Κέρι Κόντον και του προβληματικού νεαρού Ντόμινικ του Μπάρι Κίγκαν να ξεχωρίζουν.

Ο τίτλος της ταινίας προκύπτει από το τραγούδι που γράφει ο Κολμ κατά τη διάρκειά της, παίρνει όμως "σάρκα και οστά" στο πρόσωπο της γριάς ΜακΚόρμικ ( Σέιλα Φλίτον ), μιας σκιαχτικής και ζοφερής παρουσίας, βγαλμένης μέσα από τους χειρότερους σαιξπηρικούς εφιάλτες, η οποία παραπέμπει στα "banshee", τα θηλυκά πνεύματα της κέλτικης λαογραφίας, που οι κραυγές τους αποτελούσαν προάγγελους θανάτου. Η εμφάνισή της σε καίριες σκηνές του έργου ενισχύουν τους συμβολισμούς του, υπενθυμίζοντάς μας πως ο θάνατος είναι διαρκώς παρών, νοηματοδοτώντας την ίδια τη ζωή και την ανάγκη του να τη ζήσουμε συνειδητά με τους δικούς μας κανόνες.

Η επιλογή του έτους 1923 επιτρέπει τις αναφορές στον ιρλανδικό εμφύλιο, προσθέτοντας ένα ακόμα επίπεδο στη δημιουργία του ΜακΝτόνα, με τις αντιθέσεις και τις διαμάχες των Κολμ και Παντράικ να παραπέμπουν έμμεσα στις διαφορές μεταξύ της προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης της Ιρλανδίας και των εθνικιστών της τότε περιόδου, που αντιτίθονταν στους όρους της ειρηνευτικής συνθήκης με την Αγγλία.

Μοναδικό ψεγάδι της ταινίας οι ίδιες οι θεατρικές επιρροές και καταβολές της με τους συμβολισμούς του έργου να αφήνουν την αίσθηση πως μπορούν να λειτουργήσουν καλύτερα στο θεατρικό σανίδι έναντι του κινηματογραφικού πλατό. 

Aftersun (Φωτογραφία BBC Film)
Οι αναμνήσεις μιας ζωής μέσα από τους "ήρωες" της καθημερινότητάς μας (Φωτογραφία BBC Film) 


Aftersun ( Υποψήφιο για Α' Ανδρικού Ρόλου - Πολ Μεσκάλ )

Η φαινομενικά απλή ιστορία των διακοπών ενός πατέρα με την εντεκάχρονη κόρη του μετατρέπεται μέσα απ' τη ματιά, το ταλέντο και τις μνήμες της πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτιδος Σάρλοτ Γουέλς σε μία κινηματογραφική ελεγεία στα χρόνια της αθωότητας και στις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους. Αφορμή οι βιντεοκασέτες από της προ εικοσαετίας διακοπές σε παραθαλάσσιο τουριστικό προορισμό της Τουρκίας, αναλογικές, ερασιτεχνικές καταγραφές μικρών καθημερινών στιγμών, που μετατρέπονται σε εμπειρίες που σημαδεύουν με το πέρασμα του χρόνου.

Η Γουέλς, που υπογράφει και το σενάριο, δεν εξηγεί το τι έχει προηγηθεί ή το τι ακολούθησε από τη στιγμή των διακοπών, βάζοντας τον θεατή κατευθείαν στις ζωές πατέρα και κόρης, αφήνοντάς τον να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το ποιοι είναι οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις, εστιάζοντας όχι στις πληροφορίες και τη λογική, αλλά στο συναίσθημα και στον τρόπο με τον οποίο αυτό δομεί τις ανθρώπινες υπάρξεις.

Στα ερασιτεχνικά πλάνα της βιντεοκάμερας παρεμβάλλονται σκηνές από τις διακοπές, όπως αυτές έχουν "καταγραφεί" στην καρδιά και τη μνήμη της ενήλικης πλέον Σόφι με την κοινότυπη ασημαντότητά τους να μετατρέπεται και να αναδεικνύεται μεταγενέστερα σε πολύτιμο ψυχοσυναισθηματικό απόθεμα, που νοηματοδοτεί τη λέξη "πατέρας" και τη σημασία που εκείνος έχει για την ίδια, 20 χρόνια μετά.

 Ερμηνείες γεμάτες φυσικότητα με τον Πολ Μεσκάλ, στον ρόλο του διαζευγμένου, νεαρού πατέρα, να στέκεται αμήχανος αλλά και με τρυφερότητα μπροστά στην έφηβη κόρη του με τη δεκατριάχρονη στην πραγματικότητα Φράνκι Κόριο να έρχεται να συμπληρώσει ένα από τα πιο ξεχωριστά κινηματογραφικά ζευγάρια της περσινής σεζόν.  

 Αργή εξέλιξη με ένα όμορφο δέσιμο στα πλάνα, που έρχονται να σχηματίσουν ένα μοναδικό ψηφιδωτό αναμνήσεων, προσώπων και ζωών με τον παρεμβαλλόμενο χορό που ποτέ δεν ξεκίνησε και ποτέ δεν τελειώνει να επαναπροσδιορίζει στον επίλογο τη σημασία όλων όσων προηγήθηκαν. Τελικά πώς δημιουργούνται οι εμπειρίες; Πώς "χτίζονται" οι ανθρώπινες σχέσεις; Τι σημαίνει η λέξη "πατέρας" για τον καθένα μας; Πώς λειτουργεί η μνήμη και η καρδιά των ανθρώπων; Ερωτήματα στα οποία δίνεται απάντηση, γκρεμίζοντας με απρόσμενο τρόπο τις άμυνες, οδηγώντας μας σε μία ιδιότυπη συναισθηματική ταύτιση, που λειτουργεί μέσα από τον μινιμαλισμό του σεναρίου και την οπτικοακουστική αφαιρετικότητα της ταινίας καθολικά, αγγίζοντας κάποιες από τις πιο προσωπικές μας χορδές και εμπειρίες.

Αυτό το αφοπλιστικά άμεσο κλείσιμο έρχεται να υπενθυμίσει πως το σινεμά μπορεί να μας κάνει να κατανοήσουμε μέσα από το συναίσθημα με το έργο να οδηγεί σε μία σπάνια στιγμή κινηματογραφικής αυτογνωσίας, συνειδητοποιώντας πως άνθρωποι και στιγμές που θεωρούνται δεδομένα και τα προσπερνάμε, μόνο τέτοια δεν είναι και αξίζει να τα ζούμε συνειδητά, εκτιμώντας τη σημασία τους, πριν να χαθούν και να είναι πια αργά. Κατά έναν τρόπο ο καλύτερος φακός είναι τα μάτια μας, το καλύτερο φιλμ η μνήμη μας με τις αναμνήσεις να σχηματίζουν και να αποτελούν τις ίδιες τις ζωές μας, έχοντας ως πρωταγωνιστές και ήρωες τους ανθρώπους που αγαπηθήκαμε. Η αγκαλιά του επιλόγου ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν κάνει τον χρόνο να σταματά, τα πρόσωπα να αλλάζουν και το βίωμα της πρωταγωνίστριας να μετασχηματίζεται σε δικό μας, φέρνοντας στη θύμηση όσα κάναμε ή ευχόμαστε να είχαμε κάνει για να χανόμαστε αιώνια στη ζεστασιά αυτών των γλυκόπικρων "σ'αγαπώ" και "αντίο".

Τα Πάντα Όλα ( Φωτογραφία Α24 )
Η υπενθύμιση πως ο κινηματογράφος μπορεί να συνεχίσει να εκπλήσσει και να μαγεύει ( Φωτογραφία Α24 ) 

Everything Everywhere All at Once / Τα Πάντα Όλα ( Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας / Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου - Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ / Α' Γυναικείου Ρόλου - Μισέλ Γιο / Β' Ανδρικού Ρόλου - Τζόναθαν Κι Κουάν / Β' Γυναικείου Ρόλου - Τζέιμι Λι Κέρτις / Καλύτερου Μοντάζ - Πολ Ρότζερς και Υποψήφιο για Β' Γυναικείου Ρόλου - Στέφανι Χσου / Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής / Κουστουμιών / Πρωτότυπου Τραγουδιού )

Μπροστά στην επαναληψιμότητα των υπερπαραγωγών των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ με τα εντυπωσιακά ειδικά εφέ και τα σενάρια που εστιάζουν στη δράση και στην τέρψη των μικρών και μεγάλων παιδιών, το "Τα Πάντα Όλα" έρχεται να μας επαναφέρει στην αίσθηση εκείνης της πρώτης φοράς, όταν ανακαλύπταμε τη μαγεία του κινηματογράφου και σαγηνευόμασταν από τον συνδυασμό εικόνων, ήχων, εφέ, ηρώων και ιστορίας. Μία "όαση" κινηματογραφικής πρωτοτυπίας με έναν ακατάπαυστο δημιουργικό οργασμό νέων ιδεών, που είναι σε θέση να μας θυμίσουν όσα ξεχάσαμε στην πορεία, κάνοντάς μας να πιστέψουμε ξανά στη δύναμη του σινεμά.

 "Τα πάντα όλα" κυριολεκτικά με την ταινία των Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ ( συνυπογράφουν σε σκηνοθεσία και σενάριο ) να αποτελεί ένα μοναδικό υβρίδιο περιπέτειας, φαντασίας, δράματος και κωμωδίας, που αποτίνει φόρο τιμής στην έβδομη τέχνη με πληθώρα σινεφίλ αναφορών ( ενδεικτικά αναφέρονται τα "2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος", "Matrix", "Ρατατούης", "Ερωτική Επιθυμία""Kill Bill" και οι ταινίες πολεμικών τεχνών και Κουνγκ Φου του Χονγκ Κονγκ ). Ένα ανεπανάληπτο κινηματογραφικό ταξίδι μέσα από παράλληλες πραγματικότητες, το οποίο στην πορεία αποκτά φιλοσοφικές προεκτάσεις, καταλήγοντας σε ομολογουμένως κοινότυπες (σε σχέση με το εντυπωσιακό "περιτύλιγμα") αλήθειες που δίνουν αξία στις ζωές μας. Καταφέρνει όμως να περάσει από τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα της οικογένειας των μεταναστών του ξεκινήματος στην καταιγιστική εναλλαγή εικόνων και παράλληλων κόσμων, συνδυάζοντας τη δράση, το χιούμορ και την επιστημονική φαντασία, πριν να καταλήξει στους χαρακτήρες από τους οποίους άρχισε και στη σημασία της οικογένειας, έστω και αν τα μηνύματα φαντάζουν μάλλον απλοποιημένα και επιτηδευμένα σε σχέση με όσα προηγήθηκαν. Λαμβάνοντας υπόψη τον συνδυασμό των κινηματογραφικών ειδών αυτές οι προεκτάσεις και "ανησυχίες" κρίνονται πάντως θετικά με το κλείσιμο να μην απογοητεύει.

Υπερήρωες της διπλανής πόρτας σε ένα έργο γεμάτο στιλ και φρενήρεις ρυθμούς, το οποίο επαναπροσδιορίζει τα είδη από τα οποία προέρχεται, αποτελώντας μία ξεχωριστή κινηματογραφική κατηγορία από μόνο του. Οι αναφορές σε σκηνές από την πραγματική ζωή της ίδιας της ηθοποιού Μισέλ Γιο και η ιστορία του "εξαφανισμένου" για χρόνια Τζόναθαν Κι Κουάν από τις κινηματογραφικές επιτυχίες, με τη χαρακτηριστική ζώνη του στο έργο να αποτελεί μία έμμεση υπενθύμιση της παρουσίας του στην ταινία "The Goonies" πριν από περίπου 4 δεκαετίες, κάποιες από τις λεπτομέρειες που επιτρέπουν περαιτέρω συνειρμούς και συσχετίσεις μεταξύ ταινίας και πραγματικότητας.

Οι περισσότερο συντηρητικοί μάλλον δεν θα το καταλάβουν. Οι υπόλοιποι θα το λατρέψουν.

 

Κλείνουμε με την ευχή ο κινηματογράφος να συνεχίσει να σαγηνεύει, αναγκάζοντάς μας να "ξεκολλήσουμε" από τα home cinema και τις πολυθρόνες των σπιτιών μας για να χαθούμε στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας. Γιατί όπως διδάσκει και το παραμύθι "Το αγόρι, ο τυφλοπόντικας, η αλεπού και το άλογο" του Τσάρλι Μακέσι ( Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων Μικρού Μήκους ) τελικά αυτό που μένει είναι η αγάπη με τα έργα και τις αναμνήσεις του σινεμά να συνεχίζουν να μας την προσφέρουν απλόχερα.
  

Νίκος Πράσσος

Νίκος Πράσσος

Μου είπε η σύζυγος "τα γράφεις που τα γράφεις δεν τα ανεβάζεις και σε καμιά ιστοσελίδα;" Όπερ και εγένετο.  Η τέχνη ισορροπεί τον τεχνοκρατισμό της Πληροφορικής, που σπουδάσαμε και διδάσκουμε. Συναίσθημα και ορθολογισμός ακροβατούν σε ένα ταξίδι με κοινό παρoνομαστή τη γνώση, επαναπλαισιώνοντας τις υπάρξεις μας μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, μένοντας συνάμα τόσο ίδιος, όπως και οι άνθρωποί του.