ΙΣΤΟΡΙΑ

χρ
03.08.2020
ΙΣΤΟΡΙΑ

 

                                                                                                                                         έπειτα ή «ιστορία» αυτό που

                                                                                                                                        σημαίνει, ότι ίστησι τον ρουν.

                                                                                                                                                     ΠΛΑΤΩΝ, Κρατύλος

 

Απ’ την αρχή το όνομά του

ονόμαζε ποιος ήταν

Μα εγώ τον είπα λύκο

Το μόνο πού ξέρω για τους λύκους

είναι η μοναξιά τους. Έτσι αποφάσισα

να τον καλωσορίσω

 

Ήταν το φως, ίσκιοι της νύχτας;

 

Θυμήθηκα τον πρώτο άντρα.

Αδάμ τον θέλησε η γλώσσα

που τον ονόμασε να είναι γη

Τον Ενδυμίωνα

να κάνει περιπάτους στο βουνό

— απ’ την κορφή στο σπήλαιο

και άντε πάλι πίσω

 

Μόνο και μόνο να την δει

 

Ολόγιομη

Φανταχτερή

δική του

 

Τί μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες

και δεν μάς έλυπήθης

Δεν τον λυπήθηκα

 

Τα μάτια της τώρα

ενδιαφέρθηκαν κάπως νοστάλγησαν.

Μια παλιά ευτυχία φάνηκε πού

είτε την έζησε είτε

την διάβασε στην παλάμη.

Έτσι έλεγαν γι’ αυτήν. Κι ακόμα

ότι ετοίμαζε βοτάνια

και φίλτρα ερωτικά που μετά

πετούσε στην θάλασσα. ’Άχρηστα,

φώναζε, άχρηστα. Το γέλιο της

ακουγόταν ως τον βυθό κι ως τα βάθη

ταραζόταν το σώμα της τέντωνε οι άκρες

των δαχτύλων κυρτές σαν νύχια

που ήθελαν ν’ αρπάξουν. Κάποιοι

την παρομοίαζαν με γεράκι κι άλλοι

την φώναζαν Εκάτη γιατί

ερχόταν από μακριά αλλά

κανείς δεν ήξερε να πει τον τόπο. Γοργόνα

που την ξέβρασαν τα κύματα όταν ρώτησε

για τελευταία φορά κι ή θάλασσα

την έδιωξε κι έκλεισε ο μύθος.

 

Αφημένη τώρα στο ποίημα

με την πλάτη σ’ ένα φράχτη ψηλό

και τα χέρια να χαϊδεύουν ηδονικά

το κορμί, δεν τον λυπήθηκα, με βεβαιότητα

θα άκουγε κάποιος, κι ένα χαμόγελο

δρόσισε το αφυδατωμένο της

πρόσωπο. Ολόγιομο και γκρίζο

Τον εδέχτηκα. Και στο σημείο εκεί

της γης που καμπυλούται ο κόσμος

κυκλοδίωκτος και σαν να είναι

πιο κοντά στον ουρανό.

 

Μετά προχώρησε προς το πολύφωτο ακρογιάλι-

εκείνος είχε πάρει προ πολλού

την ανηφόρα πού τραβάει κατά την Άρκτο ή

τ’ αυτού στρέφεται, διαβάζω, ποτέ

δεν ατενίζει ωκεανό.

 

Μαρία Κυρτζάκη

Από την ποιητική συλλογή «ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1973-2002», Εκδ. Καστανιώτης, 2005

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ξξξξ

Η Μαρία Κυρτζάκη που γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948 ήταν ποιήτρια, επιμελήτρια εκδόσεων, αλλά και εξαίρετη παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για λίγο εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και με τη μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνικών παραγωγών της ΕΡΑ. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και στον δραματουργικό λόγο, θέματα που επίσης δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός» και ήταν άλλωστε απολύτως σχετικά με την ίδια την ποίησή της.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώιμα, το 1996, με τα ποιήματά της «Σιωπηλές κραυγές». Ακολούθησαν τα βιβλία της «Οι λέξεις» (1973), «Ο κύκλος» (1976), «Η γυναίκα με το κοπάδι» (1982), «Περίληψη για τη νύχτα» (1986), «Ημέρια νύχτα» (1989), Σχιστή οδός» (1992), «Μαύρη θάλασσα» (2000), «Λιγοστό και να χάνεται» (2002), «Στη μέση της ασφάλτου» (2005) όπου συγκέντρωσε την ποιητική της διαδρομή από το 1973 ως το 2002.

Ο κόσμος της ποίησής της είναι κόσμος αρχετυπικός, ως προς τη γλώσσα, το φύλο και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Κόσμος πέραν της ιστορίας αλλά που διαπλέει την ιστορία, καθώς το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη «Γυναίκα με το κοπάδι» και έπειτα, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική του διάσταση.

Το μονολογικό της κείμενο «Τυφώ» παραστάθηκε το 1996 από το Απλό Θέατρο. Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών για την ποιητική συλλογή «Λιγοστό και να χάνεται».

Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου 2016 στην Αθήνα, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 68 ετών.

Μαρία Χρονιάρη

Μαρία Χρονιάρη

Η Μαρία Χρονιάρη είναι ποιήτρια.  Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάστηκε στην τηλεόραση  ως οπερατέρ. Αγαπάει τις λέξεις, τη μουσική και την φωτογραφία.