"Όταν"

ποίημα κατσαρός
01.12.2022
"Όταν"

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό

όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο

όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση

να πλημμυρίζει τα σαλόνια

όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου

να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα

όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.

 

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου

ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς

όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια

λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους

όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία

για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη

όταν ακούω να γελούν

όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.

 

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη

κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες

κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή

θ' ανοίξω το στόμα μου

θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες

στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια

οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους

ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

 

Μιχάλης Κατσαρός

Από την ποιητική συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων», εκδ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Σ.Ι. 1994

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Κατσαρός

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία Μεσσηνίας, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Δημοσίευσε στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» το πρώτο του ποίημα το 1929. Το 1937, ήρθε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου μπήκε πρότακτος στην Ελληνική Αεροπορία, σε ηλικία 17 ετών. Μέχρι το 1939 ζούσε στο Φάληρο, από όπου μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον πρόλαβε ο πόλεμος και η ιταλική επίθεση του 1940.

Λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών Ναζί στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1941, έλαβε άδεια σαράντα ημερών και επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ παράλληλα έκανε μια επίσκεψη στην Κυπαρισσία. Στην Αεροπορία επανήλθε μετά την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτωβρίου 1944. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδωσε μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης. Βασανίστηκε άγρια, όταν τον παρέδωσαν συνεργάτες των Γερμανών στην Γκεστάπο, όπως βασανίστηκε και στις φυλακές «Χατζηκώστα». Ήταν, επίσης, παρών και στα Δεκεμβριανά. Εκεί γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη και ανέπτυξαν στενούς φιλικούς δεσμούς.

Το 1947-1948 μετακόμισε στο Μεσολόγγι όπου φιλοξενήθηκε από την οικογένεια της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος ήταν διευθυντής στην Αγροτική Τράπεζα. Με την επιστροφή του στην Αθήνα καταπιάστηκε με διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νέος Νουμάς», «Θεμέλιο», «Ποιητική Τέχνη», «Τα Νέα Ελληνικά», «Αθηναϊκά Γράμματα» και το «Στόχος». Εν συνεχεία εξέδωσε το «Σύστημα», ένα περιοδικό όπου δημοσίευε, καταρχήν, δικά του κείμενα.

Η πρώτη εμφάνισή του στη λογοτεχνία ήταν στις 22 Φεβρουαρίου του 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Το Μπαρμπερίνικο καράβι» στο τεύχος 37 του λογοτεχνικού περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», που εξέδιδε ο τότε φίλος της μητέρας και της γιαγιάς του Δημήτρης Φωτιάδης. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μεσολόγγι» με την επιμέλεια του Φρίξου Ηλιάδη. Η έκδοση της συλλογής χρηματοδοτήθηκε από τον φίλο και αδερφό της Μαρίας Πολυδούρη, Βαγγέλη Πολυδούρη, ο οποίος υπηρετούσε μαζί με τον Κατσαρό στην αεροπορία. Το 1953 εξέδωσε την συλλογή ποιημάτων, που τον έκανε ευρέως γνωστό με τον τίτλο «Κατά Σαδδουκαίων». Ο Πολυδούρης ήταν αυτός που ξανά χρηματοδότησε την έκδοση της συλλογής στην οποία περιλαμβάνονται ποιήματα των ετών 1950-1953. Παράλληλα την ίδια περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε να μελοποιεί τα ποιήματα της συλλογής «Κατά Σαδδουκαίων».

Πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως επίσης και έχουν μελοποιηθεί από πολλούς και γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Υπήρξε νυμφευμένος με τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Παιδί του είναι ο σκηνοθέτης Στάθης Κατσαρός.

Απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου 1998.

Μαρία Χρονιάρη

Μαρία Χρονιάρη

Η Μαρία Χρονιάρη είναι ποιήτρια.  Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάστηκε στην τηλεόραση  ως οπερατέρ. Αγαπάει τις λέξεις, τη μουσική και την φωτογραφία.